11.7.13

Σ. ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Οι άσημες και οι ταπεινές του 21

της Σούλας Ροδοπούλου, Οι εκδόσεις των Φίλων, 2012

Έλαβα το βιβλίο ως δώρο, με μια εξαιρετικά τιμητική και συγκινητική αφιέρωση, να ‘ναι καλά ο δωρητής του.
Σαν να με κυνηγάνε πια τα βιβλία τα σπάνια, που γράφουν για γυναίκες ηρωίδες και που κατά κανόνα έχουν γραφτεί από σπάνιες γυναίκες· από τις συγγραφείς εκείνες που έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους την ανακάλυψη στοιχείων για τη ζωή και τη δράση γυναικών που σημάδεψαν την Ιστορία, αλλά έμειναν αφανείς γιατί κάποιοι έτσι θέλησαν. Μία από τις συγγραφείς αυτές, που ιδιαίτερα τις αγαπώ κι εκτιμώ το έργο τους, η Σούλα Ροδοπούλου, που δεν ασχολείται με το θέμα αυτό για πρώτη φορά, καθώς συμβαίνει να έχει γράψει και τα βιβλία «Κατά διαταγή της Ειρήνης της Αθηναίας», εκδ. Αγγελάκη, και «Ελληνίδες που έζησαν με μουσουλμάνους αξιωματούχους», εκδ. Σπανός.

Το βιβλίο, που ξεκινάει με τη σπουδαία επισήμανση πως «κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, χάθηκε με διάφορους τρόπους δεκαπλάσιος αριθμός γυναικών και παιδιών από αυτόν των αντρών», είναι γεμάτο με σπουδαίες ηρωίδες, καθώς ξεκινάει με την περίπτωση της Ελισάβετ Υψηλάντη, της σημαντικής μάνας των γνωστών πρωτεργατών της υπόθεσης της Επανάστασης Δημητρίου και Αλέξανδρου Υψηλάντη, με πήγε πίσω στα παλιά μου διαβάσματα για την ποντιακή καταγωγή των ηρώων αυτών, των οποίων η ιστορία έχει καταγραφεί ως εξής: «Είχε θυγατέρα ο Τριαντάφυλλος Υψηλάντης παρθένον πεντεκαιδεκατή, αλλ’ ωραιοτάτην. Ταύτην, ενδεδυμένος την πολιτικήν περιβολήν ο πασάς της Τραπεζούντος, ιδών εις το παράθυρον του πατρικού της οσπιτίου και υπερθαυμάσας την ωραιότητα, εζήτησεν αυτήν λαβείν εις γυναίκα (…). Ο πατήρ είπεν ότι (αυτή είναι) χριστιανή(…)» και, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, άλλη λύση δεν είχε η οικογένεια παρά να ξεριζωθεί από τον τόπο της και να φύγει, αφήνοντας πίσω της κτήματα και αμπελώνες («ως επί το πλείστον εις τα περιγιάλια της περί την Τραπεζούντα χώρας…») και υποστατικά και εργαστήρια και τα οσπίτιά της φυσικά, παίρνοντας ό,τι μπορούσε μαζί της… Έτσι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη κι από κει στη Βλαχία, Μολδαβία, Ρωσία… Αρχίζει, λοιπόν, το βιβλίο με μια ηρωίδα από την οικογένεια των Υψηλαντών και κλείνει – όχι τυχαία πιστεύω- με γυναίκες ηρωίδες από την άλλη σπουδαία ποντιακής ρίζας οικογένεια, αυτή των Μουρούζηδων.
Ένα, λοιπόν, από τα πολλά παραδείγματα των σπουδαίων γυναικών της εποχής εκείνης που έδιναν στη σκλαβωμένη πατρίδα ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν, τα ίδια τα παιδιά τους, υπήρξε η Ελισάβετ Υψηλάντη-μονάχα ένα παράδειγμα ή καλύτερα απόδειξη της τεράστιας αγάπης των Ελληνίδων αυτών στην Πατρίδα· μιας αγάπης που η καθεμιά τους την εξέφραζε με τα δικά της ανυπέρβλητα λόγια. «Αν είναι να βοηθήσει και τούτο το παιδί μου στην απελευθέρωση της Ελλάδας, ας το στερηθώ» μας λέει το βιβλίο πως ήταν τα λόγια της Ελισάβετ όταν της ζήτησαν να δώσει και τον Δημήτριο, ενώ είχε ήδη αποχαιρετίσει τους γιους της Αλέξανδρο, Γεώργιο και Νικόλαο. Κι η αρχόντισσα, που σαν άλλη Εκάβη έθαψε τους τέσσερις γιους της και μια κόρη που πέθανε έφηβη και κλήθηκε να συνεχίσει να ζει με πέντε ανοιχτές πληγές μες στα στήθια, είναι μονάχα μία από τις πολλές περιπτώσεις που κάνουν τη συγγραφέα να λέει συχνά για τις μάνες που δεν πέθαναν οι ίδιες, αλλά έζησαν μες στην πίκρα της απώλειας των ίδιων των σπλάχνων τους, των απωλειών που έκαναν το βίο τους αβίωτο και αυτό μας κάνει να τις θαυμάζουμε ακόμα περισσότερο…
Όμως οι γυναίκες του βιβλίου είναι πραγματικά πολλές και πρόκειται για περιπτώσεις που, προσωπικά, ούτε τ’ όνομά τους δε γνώριζα πριν κρατήσω στα χέρια μου το βιβλίο. Από τις πηγές που η συγγραφέας χρησιμοποίησε για να μπορέσει να συλλέξει τα πολύτιμα στοιχεία που μας προσφέρει είναι φανερό το καλό ψάξιμο που έκανε. Κι είναι πολύ σημαντικό και κάτι ακόμα: το πόσο πολύτιμες πληροφορίες διέσωσαν οι ξένοι περιηγητές της εποχής εκείνης-ανάμεσά τους κι ο γνωστός για τα ιστορικά στοιχεία που έχει διασώσει για το δικό μας τόπο, την αγαπημένη μας Καστοριά, ο Πουκεβίλ.
Δε θα ‘θελα και δε θα ‘πρεπε να επεκταθώ σε άλλες περιπτώσεις ηρωίδων της σκλαβωμένης Πατρίδας μας, μολονότι είναι πολλές οι γυναίκες που η προσωπική τους ιστορία πολύ μ’ εντυπωσίασε. Αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σταθώ στην περίπτωση της περίφημης Ψωροκώσταινας της εποχής εκείνης, που έχει μείνει ως σχήμα λόγου ως τις μέρες μας. Γράφει γι’ αυτήν η συγγραφέας Σούλα Ροδοπούλου πως ονομαζόταν Πανώρια Χατζηκώστα και ζούσε ευτυχισμένη στο Αϊβαλί με τον άντρα της και τα τέσσερα παιδιά της, ώσπου στις 4 Ιουνίου 1821 που ο τουρκικός όχλος, οργισμένος από την επανάσταση κι από τις πρώτες ελληνικές νίκες, κατέσφαξε τους Έλληνες σ’ όλα τα παράλια της Ιωνίας. Τότε η Πανώρια είδε να σκοτώνουν τον άντρα της και ν’ αρπάζουν τα’ αγόρια της για να τα κάνουν γενίτσαρους. Σε αλλόφρονη κατάσταση τη βρήκε ένας Ψαριανός καπετάνιος και την έσωσε-«αναρωτιέμαι αν ήθελε να σωθεί η δυστυχισμένη αυτή γυναίκα με τη ζωή της τόσο ρημαγμένη!...» λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. Κι έπειτα την περιμαζεύει ο Βενιαμίν, ο Λέσβιος, ο σοφός και δάσκαλος του Γένους ιεράρχης, τον οποίο ακολουθεί στο Ναύπλιο, αλλ’ εκεί τον χάνει και η γυναίκα συντρίβεται για δεύτερη φορά. Στη συνέχεια καταντάει ζητιάνα, καθώς δε βρίσκει δουλειά, όποια πόρτα κι αν χτυπάει για το λόγο αυτόν.
Ακριβώς αυτόν τον καιρό είναι κι οι ανάγκες της φτωχής Πατρίδας ιδιαίτερα αυξημένες. Και στον έρανο που έγινε, καθώς η Πανώρια, που όλοι τη λένε Κώσταινα, δε βρίσκει τίποτε να δώσει, βγάζει τη βέρα της, που ήταν ο κρίκος που την έδενε με το παρελθόν της και τ’ αγαπημένα της πρόσωπα, και τη χαρίζει στην Πατρίδα. Αυτήν τη μεγαλόκαρδη Ελληνίδα την περιγέλασε μια μέρα κάποιος συμπατριώτης της βλέποντάς την κακοντυμένη, ισχνή και πρόωρα γερασμένη και είπε κοροϊδεύοντάς την: «Ορέ σεις, για κοιτάτε χάλι!... Κώσταινα είναι αυτή ή Ψωροκώσταινα;» και το παρατσούκλι της καθιερώθηκε. Ώσπου σε επόμενο έρανο και πάλι για την Πατρίδα, «η Ψωροκώσταινα έδωσε τον έναν οβολό που είχε πάρει ζητιανεύοντας. Η συγκίνηση κυρίεψε όσους είδαν την πράξη της και χειροκρότησαν».
Κι όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο στην Αίγινα, η Πανώρια Χατζηκώστα πρόσφερε, με μόνη αμοιβή ένα πιάτο φαΐ, κάθε υπηρεσία στα ορφανά που πολύ αγαπούσε και στα οποία στάθηκε σαν πραγματική μάνα.
«Όλη της η ζωή ήταν μια προσφορά» επισημαίνει η συγγραφέας και εκφράζει τη λύπη της που το Ναύπλιο, που δε γνωρίζει τίποτε για την Ψωροκώσταινα που άθελά της έδωσε τ’ όνομά της στην Ελλάδα, γιατί, αν γνώριζε, ασφαλώς θα είχε στήσει μνημείο για να την τιμήσει.
Δε μου είναι εύκολο να σταματήσω εδώ, θα το κάνω όμως. Τα υπόλοιπα στο βιβλίο. Όποιος –κι όχι μόνο όποια- ενδιαφέρεται μπορεί να γνωρίσει πολλές σπουδαίες Ελληνίδες. Μα να μη μείνει στη γνώση. Ας προχωρήσει και πιο πέρα κι ας στήσει μνημείο μες στην ψυχή του, όπου να θρονιάσει όλες αυτές τις άσημες Ελληνίδες του 21, που υπογράμμισαν με την ίδια τη ζωή τους το σωκρατικό «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η Πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσι», έχοντας προσθέσει όμως και κάτι ακόμα, πολύ πιο δύσκολο, το «και τέκνων». Ας προχωρήσει κι ας στήσει μνημείο σε όλες αυτές τις γυναίκες του τόπου μας που ταπεινά έκαναν το χρέος τους στην Πατρίδα, δείχνοντας σε όλες και όλους μας το δρόμο: αυτόν που θέλει την Πατρίδα πιο ψηλά από καθετί άλλο μες στην καρδιά μας.
Αν θέλει να μοιάσει έστω και λίγο με τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που αγωνίστηκαν χέρι χέρι και φέραν τη λευτεριά στον πολύπαθο τούτο τόπο…

Αφιερώνεται:
-στη Σάσα Τζημάκα, που κρατάει μέσα της άσβεστη τη φλόγα της Πατρίδας,
-στο δάσκαλο Βασίλη Ανδριανέση, για την καλή γνώση και τη βαθιά του αγάπη στην ελληνική ιστορία,
-στη Μαρούλα Γκαμπέση-στο στοιχείο της- και το Λεωνίδα Πουλιόπουλο, που, συμπράττοντας πετυχημένα την π. Κυριακή στο Μουσείο Μακ. Αγώνα της πόλης μας, με τη γνώση και τη νοσταλγία που μας χάρισαν μας ταξίδεψαν στις λαμπρές εκείνες ημέρες,
-στα παιδιά των Ε’ και Στ’ τάξεων του Σχολείου μας, τα γεννημένα «στο βλέφαρο του κεραυνού», που, παίζοντας θέατρο και τραγουδώντας, τα κατάφεραν περίφημα να μας κατασυγκινήσουν, στέλνοντας μηνύματα όπως το «Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στη γης/αν ξοφληθεί η γενιά μας» προς κάθε κατεύθυνση,
 και
-στη μαθήτρια της Δ’ τάξης Αλίκη Νικολαΐδου, που, παίρνοντας αφορμή από το ποίημα του Β. Ουγκώ «Το Ελληνόπουλο» που δουλεύτηκε μες στην τάξη, έψαξε -χωρίς να έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο- για το συγγραφέα και την άλλη μέρα στο Σχολείο μάς είπε απέξω (!) το παρακάτω κομμάτι, που της άρεσε πολύ:
«Οι Άθλιοι γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβαστούν απ’ όλους, όμως εγώ για όλους τούς έγραψα. Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη και από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των Αθλίων χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά:
- Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας!
 Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται Άνθρωπος, που αγωνιά κάτω από όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σε όλες τις γλώσσες.»
 Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Μαρτίου 2013, αρ. φύλλου 685

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ