29.7.13

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Αγαπητέ μου Παναγιώτη,

Κάθε φορά που έρχομαι στην Καστοριά –τελευταία ήταν στα εγκαίνια της έκθεσης της Μερόπης Σωτηροπούλου Μάγγελ–αισθάνομαι μια πληρότητα αισθημάτων και μια έξαρση, ωσάν κάποιες μυστικές δυνάμεις να διαπερνούν και να διεγείρουν ολόκληρο το είναι μου. Δεν έχω άδικο επομένως να θεωρώ την Καστοριά Μητέρα, που με γέννησε πνευματικά, όταν κατά την πενταετή παραμονή μου εκεί, ως διευθυντής του Επαγγελματικού Λυκείου, έχοντας μαθητή μου κι εσένα, έγραψα το βιβλίο μου «Τα δύο φορέματα», όπου μέσα από την υπόσταση της πόλης ανά τους αιώνες, απέκτησα υπόσταση και ο ίδιος. Κάθε φορά ξαναζώ, αλλά ποτέ με τον ίδιο τρόπο, μυστικώς και μυστηριωδώς εκείνο το βαθύ αίσθημα που αναφέρω στο βιβλίο μου: «Ο Αλέκος επιστρέφει στο ξενοδοχείο γεμάτος συγκίνηση, αντικρίζοντας την Καστοριά ως τροφό, που τα χώματά της ζωντάνεψαν μυστικά το κορμί του, νιώθοντας βαθιά να τον αναπαύει σαν να λικνίζεται σε σιωπηλή ακύμαντη θάλασσα». Όπως καταλαβαίνεις, έκτοτε με ενδιαφέρουν αδιαλείπτως και η Καστοριά και οι άνθρωποί της.

Η παρούσα επιστολή μου υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να υπερασπιστώ έναν πνευματικό άνθρωπο που δέχτηκε μια άνευ προηγουμένου επίθεση ανωνύμων –και εννοώ τον γιατρό και συγγραφέα Νώντα Τσίγκα– για ένα άρθρο του που έχει τίτλο την γνωστή τουρκική φράση του Παπαδιαμάντη απ’ το διήγημά του «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». ΄Όχι ότι μου το ζήτησε ή έχει ανάγκη από την υπεράσπισή μου, -άπαγε της βλασφημίας-, αλλά γιατί οφείλω να ομολογήσω πως με εντυπωσίασε το μένος (και η κοροϊδία το ίδιο υπόβαθρο έχει), των σχολιαστών.

Πριν από την δημοσίευση αυτού του άρθρου, μου είχε κάνει επίσης αλγεινή εντύπωση η απρόκλητη και εμπαθέστατη επίθεση, ανωνύμων και πάλι, που είχε δεχτεί όταν δημοσίευσε κάποια σχόλια για την κοπή του έλατου στον αυλόγυρο του σπιτιού του στο Βογατσικό. Ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ το να πει τον καημό του. Και πού αλλού θα μπορούσε να τον πει παρά στην «ΟΔΟ»; Και όντως, το δέντρο, όπως έτυχε να το δω κι εγώ, είναι σαφώς κολοβωμένο. Ξεσηκώθηκε τότε πλήθος καλοθελητών που έσπευσαν να τον λοιδορήσουν, προσωπικά μάλιστα, για την αγάπη που είχε σ’ εκείνο το έλατο, και ξαφνικά το αντίκρισε ακρωτηριασμένο.

Έτσι και τώρα. Μπορεί να έκανε ίσως το σφάλμα να δώσει στο εν λόγω άρθρο κάποια ιδεολογική χροιά, (ό,τι πρέπει δηλαδή για να εκραγούν εκείνοι που η ιδεολογία έχει πάρει τη θέση του κάλου στο πόδι), αλλά το μέγεθος της επίθεσης από έναν όχλο, ναι όχλο, ανωνύμων και πάλι, και μάλιστα σε άσχετη ανάρτηση, ξεπέρασε κάθε όριο εμπάθειας και κακεντρέχειας. Μου έδωσε την εντύπωση ενός λιθοβολισμού, όπου η ανωνυμία παίζει τον ρόλο της απόστασης που έδινε η δια του λιθοβολισμού θανάτωση στον μανιασμένο όχλο, για να μην «μιανθεί» απ’ το ανίερο θύμα.

Έχω κι εγώ λοιπόν το δικαίωμα να ερωτήσω τους «ευαίσθητους» λιθαστές, ξέρετε πολλούς εκ Καστορίας ορμώμενους, σαν τον Νώντα Τσίγκα, που να σκύβουν με τόσο ενδιαφέρον, επάρκεια, και αγάπη στα πράγματα;

 Με την αγάπη μου πάντοτε
 Αλέξανδρος Κοσματόπουλος



Σχετικό κείμενο: Λόγος & αντίλογος: Περί «Ανατολής» ΙΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ