27.12.14

ΗΛΙΑ ΒΟΥΪΤΣΗ: Ηλίας Παπαμόσχος



Με πολύ μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο (6.11.2004) στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς, η παρουσίαση του βιβλίου του νέου λογοτέχνη κ. Ηλία Λ. Παπαμόσχου "Καλό ταξίδι, κούκλα μου...", που ως γνωστόν κυκλοφόρησε την περασμένη Άνοιξη από τις εκδόσεις "Κέρδος", ενώ 10 από τις 16 ιστορίες του βιβλίου, είχαν την καλή εύνοια να πρωτοδιαβάσουν οι αναγνώστες της ΟΔΟΥ τον τελευταίο χρόνο, παρακολουθώντας βήμα-βήμα την θεαματική άνοδο του καστοριανού συγγραφέα. Το βιβλίο από την στιγμή που κυκλοφόρησε έγινε δεκτό σε πανελλήνιο επίπεδο από κριτικούς κύρους μεγάλων εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών με εξαίρετες κριτικές, προβάλλοντας εκτός των άλλων με αυτόν τον τρόπο και την Καστοριά στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο παρουσίασαν η ποιήτρια Γιώγια Σιώκου, ο δρ Ηλίας Βουΐτσης (δημοσιεύεται η ομιλία του πιο κάτω), προλόγισαν ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς κ. Κ. Μεκιάμης και ο κ. Γεώργιος Γκολομπίας, ενώ αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε η φιλόλογος κα Αγλαΐα Σαμαρά προκαλώντας συγκίνηση στο ακροατήριο το οποίο ομολογουμένως κατέκλυσε την αίθουσα


* * * 


EΚ ΜΙΑΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΙΑΣ, τρόπον τινά, ισόβιας, παρακολουθώ τον βίο και το έργο του Παπαμόσχου εξ αρχής και εξ επαφής. Θα προσπαθήσω να μιλήσω για τα διηγήματα που μας χάρισε, αναμειγνύοντας το ρόλο του κριτικού αναγνώστη με την θέση του ισόβιου συμμαθητή και φίλου.
Ο ρόλος του κριτικού αναγνώστη, είναι ένας ρόλος ομολογουμένως περίεργος, αφού κινείται στην διεπιφάνεια που ορίζουν η ζήλεια με την απόλαυση.Η θέση του ισόβιου συμμαθητή και φίλου είναι κι αυτή εξ ίσου περίεργη, αφού βρίσκεται στην διεπιφάνεια που ορίζουν η αγάπη για το φίλο και η αναγνώριση του με την νιτσεϊκή προσταγή: Σιωπή. Δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς για τους φίλους του. Τα όσα θα πω λοιπόν, θα πρέπει να ακουστούν έχοντας κατά νου τις πολλαπλές διεπιφάνειες που ορίζουν η κριτική και η συμμαθητική ανάγνωση.
Μιας και μίλησα για κριτική, πριν μιλήσω προσωπικά, θα αναφερθώ πολύ σύντομα στην υποδοχή του έργου από την τρέχουσα δημοσιογραφική κριτική, υποδοχή που σε κάποιο βαθμό καθορίζει την αγοραία τύχη του και σηματοδοτεί (πάλι σε κάποιο βαθμό) τον τρόπο πρόσληψης του. Πολύ σύντομα και με συνθηματικό δικό μου σχολιασμό.

O πρώτος που προσέχει το βιβλίο του Παπαμόσχου δεν είναι ένας κριτικός αλλά ένας δεξιοτέχνης του διηγήματος: ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος στην Ελευθεροτυπία. Ο Παπαδημητρακόπουλος επικροτεί (κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη αφού αναγνωρίζει δικά του στοιχεία στα κείμενα: το νοσταλγικό αίσθημα, το αδύνατο του γυρίσματος του χρόνου, την λιτή, υπαινικτική, και υποβλητική αφήγηση). Εντυπωσιάζεται όπως γράφει, από την ευλάβεια με την οποία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον κόσμο που περιγράφει.
Θετικά υποδέχεται το βιβλίο και η Μάρη Θεοδοσοπούλου στο Βήμα. Μένει πιο πολύ στην γλώσσα και στην ποιητικότητα της αφήγησης, εντοπίζει την συγκίνηση που διαπερνά τα κείμενα, εκεί μάλιστα είναι και η μερική ένστασή της, αφού για τα διηγήματα που αναφέρονται σε πιο κοντινά πρόσωπα, γράφει για υπερχειλίζουσα συγκίνηση που αδυνατίζει το κείμενο. Διαφωνώ αλλά στην τελική ίσως δεν είναι θέμα αισθητικό. Η καλή κριτικός πιθανόν να μην αντέχει να διαβάσει το κείμενο.

Διεισδυτική είναι η ματιά του Θανάση Νιάρχου στα Νέα. Εντυπωσιάζεται από την καθαρότητα των χώρων που περιγράφει ο Παπαμόσχος και την δυνατότητα που δίνει η αφήγηση να νοιώθουμε τα πρόσωπα πάντα μέσα στο χώρο, πρόσωπα ζωντανά και πρόσωπα πεθαμένα.

Συνοψίζει ο Νιάρχος, γράφοντας:
Πεζογραφία που χωρίς τίποτε να καταγγέλλει, αφήνει να εννοηθεί ότι η ζωή έχει έναν ουσιαστικότερο σκοπό από το να οργανωθεί σε μια φόρμα γραψίματος που, με το να λειτουργεί ως ρολόϊ ακριβείας, κάνει την έννοια του μοντέρνου να φαντάζει ως κατάλοιπο μιας αστικής πλήξης. Σε πιο απλά ελληνικά, μια πεζογραφία της συμπάθειας και της κατανόησης.

Τελευταία μίλησε για το βιβλίο η Ελισάβετ Κοτζιά στην Καθημερινή (την προηγούμενη Κυριακή). Συμπεριέλαβε τον Παπαμόσχο στους γόνιμους κληρονόμους της μεταπολεμικής διηγηματογραφίας και εύστοχα μίλησε για συμμετοχική ανάγνωση γιατί αυτό θέλησε, πιστεύω και εγώ, ο Παπαμόσχος να καλέσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει στον κόσμο που πλάθει. Και για αυτό νομίζω, δημοσιεύει τα διηγήματα του αρχικά στην ΟΔΟ (την τοπική εφημερίδα που με ηρωϊσμό εκδίδει ο Μπαϊρακτάρης). Καλεί αρχικά σε συμμετοχή στον κόσμο που πλάθει, τον ίδιο τον κόσμο που πλάθει. Και όσοι διαβάσαμε το βιβλίο, είτε ξέραμε τα πρόσωπα που ψυχογραφούνται (όπως επίσης εύστοχα το διατύπωσε η Θεοδοσοπούλου) είτε όχι, δηλώσαμε συμμετοχή.

Aν συνοψίζω σωστά την κριτική υποδοχή (δυο αναγνώσεις από άνδρες λογοτέχνες και δυο αναγνώσεις από γυναίκες κριτικούς) και θα υποθέσω ότι το κάνω, μου δίνεται η δυνατότητα να οργανώσω αυτά που έχω να πω για το βιβλίο του Παπαμόσχου, ως αποτέλεσμα της κριτικής και συμμαθητικής ανάγνωσης μου. Συνοψίζοντας λοιπόν την κριτική υποδοχή μπορούμε να μιλήσουμε για ένα έργο που:

1. Δείχνει μια ιδιαίτερα προσωπική ποιητική και γλωσσική ευαισθησία
2. Υποστηρίζει αφομοίωση των λογοτεχνικών αναζητήσεων του συγγραφέα, έχει μεγάλη περιγραφική δύναμη και πολύ καλή εικονοποιΐα, και το σημαντικότερο
3. Δηλώνει ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια, που υποστηρίζονται από γνήσιες εμπειρίες, προσωπικές και συλλογικές.

Τα τρία αυτά συστατικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι πάντα παρόντα σε ένα καλό λογοτεχνικό κείμενο και ο καθένας τα προσλαμβάνει με βάση τις προσωπικές του αδυναμίες, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, τις πολιτικές πεποιθήσεις και τις ιδεολογικές και αισθητικές προκαταλήψεις. Θα είμαι σχετικά σύντομος στο πρώτο (δηλ. ποιητική ευαισθησία και εν γένει ποιητικότητα) και ελαφρά εκτενέστερος στα υπόλοιπα δύο (αφομοίωση λογοτεχνικών αναζητήσεων και ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια) που θα τα αναπτύξω και παράλληλα. Και αυτό γιατί, ακριβώς αυτή την ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια που σώρευσε ζώντας, χωρίς να το θέλει εκτός μέσου όρου, ο Παπαμόσχος θέλησε να μας τη δώσει με την μορφή διηγημάτων, δηλαδή ως λογοτεχνία, δηλαδή ως έργο τέχνης.


Προσωπική ποιητική
και γλωσσική ευαισθησία

H ποιητική ευαισθησία είναι πανταχού παρούσα και άμεσα ανιχνεύσιμη σε γλωσσικό επίπεδο όπου ο αφηγητής πραγματικά κεντάει. Η κριτική, σωστά μίλησε για γλωσσική ηδύτητα (Θεοδοσοπούλου) και θα έλεγα ότι την διαισθάνεται ο αναγνώστης άμεσα. Η διαίσθηση αυτή μάλιστα είναι σημαντικής διάρκειας και αυτό που θέλεις είναι να τα διαβάσεις φωναχτά, ώστε να γευτείς την χαρά και την θλίψη της αφήγησης, και να τα εισπράξεις ακέραια και με την όραση και με την ακοή. Σε κάποια άλλα διηγήματα, πιο προσωπικά, είναι οι προσωπικές αναμνήσεις, οι επώδυνες αναμνήσεις που από μόνες τους συνιστούν συγκίνηση. Ειδικά το αφήγημα που δίνει και τον τίτλο στην συλλογή είναι μια πραγματική ελεγεία (θρηνητικό ποίημα), την έχω ονομάσει ελεγεία της συμ-πάθειας. Μια ποιητικότατη φράση, που όρεξη να χει κανείς, είναι πολλαπλών συμβολισμών και συμπυκνώνει με αφόρητη ανθρωπογνωσία την απόλυτη ανθρώπινη αγωνία

Παραμονή Πρωτοχρονιάς ενώσαμε τα κόκαλά σου με της μάνας, και δεν ξέρω τι να πω στα παιδιά.
Ίσως εδώ τα ΄παιξε η Θεοδοσοπούλου.

H ποιητική ευαισθησία, άλλοτε με συγκίνηση, άλλοτε με κατανόηση, άλλοτε άμεσα φανερή και άλλοτε υποφώσκουσα, είναι πάντοτε παρούσα στην αφήγηση και είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και δυνατά στοιχεία του έργου. Απομονώνω κάποιες εικόνες, οι οποίες και πολύ μου άρεσαν ως ποιητικές συλλήψεις αλλά και κάποιες από αυτές συνδέονται με τα όσα θα πω παρακάτω. Έχουμε και λέμε λοιπόν,

Το σκοτάδι μαύρο θεόρατο πουλί
Το φέγγον λείψανο και ο άγγελος
Η ομπρέλα που ανοίγει ο Σατανάς να κρύψει το Χριστό
Η φωτογραφία του θείου, το οινόπνευμα των ματιών και όχι μόνο
Η απέλπιδα απόπεμψη του Χάρου με πρωτάκουστες βρισιές (μια παρένθεση: είναι πιστεύω λογοτεχνικό στοίχημα για τον Παπαμόσχο να τολμήσει να αποδώσει κάποτε αυτό το υβρεολόγιο)
Η φωτιά ως σύνοψη της ζήσης
Η νύχτα που σκύβει στο πηγάδι
Η έξοδος από το σκοτάδι- Η είσοδος στο φώς (να μπούμε μέσα στο φώς το κάδρο δρασκελώντας γράφει πολύ χαρακτηριστικά).





Λογοτεχνικές αναζητήσεις
Ανθρωπογνωστική αγωνία και συμπάθεια

Aν και δεν έχω τα πλήρη εφόδια για συστηματική διερεύνηση και διακρίβωση των λογοτεχνικών αναζητήσεων του Παπαμόσχου όπως αυτές εμφανίζονται στα αφηγήματα που έχουμε στα χέρια μας, μπορώ να κάνω κάποιες εκτιμήσεις, πιστεύω, λόγω της συμμαθητείας για την οποία εξ αρχής μίλησα. Συγκατοίκησα ως αναγνώστης με τον Παπαμόσχο στον χώρο της λογοτεχνίας και ο Παπαμόσχος πέρασε στην μεριά του αφηγητή, πέρασε στην πλευρά του βλέμματος που θέλει να είναι η κίνηση του πόθου που θα συντρίβει την μοίρα. Ο ορισμός αυτός του αφηγητή από ένα αγαπημένο συγγραφέα νομίζω ταιριάζει στον Παπαμόσχο. Η κίνηση του πόθου που θα συντρίβει την μοίρα. Αυτή είναι η θεμελιακή αρχή της γραφής του: η μοίρα, η γνώση του αναπόφευκτου αλλά και ο πόθος για συντριβή του, η δυνατότητα της αδυνατότητας όπως γράφει ένας άλλος αγαπημένος συγγραφέας. Γιατί να γράψω αν δεν ποθώ την συντριβή της μοίρας. Πιθανόν Ο Παπαμόσχος δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

O Παπαμόσχος χρησιμοποίησε την φόρμα του διηγήματος. Έσκυψε και είδε με αγάπη όλη την παράδοση του διηγήματος και όχι μόνο την μεταπολεμική, όπως υπονοούν οι κριτικοί, αλλά όλη και ιδιαίτερα τους προπάτορες, όπως κι ο ίδιος το ομολόγησε δημόσια πρόσφατα. Πραγματικά ο Παπαμόσχος μαθητεύει και επηρεάζεται γονιμότατα από την γενιά του 1880. Χαρακτηριστικά της γενιάς αυτής όπως, εντοπιότητα, λυρισμός, ρεαλισμός και ευαίσθητη εθιμογραφία, αξιοποιούνται γόνιμα από τον Παπαμόσχο, θα έλεγα ότι χρησιμοποιούνται ως βασικά συστατικά στο αφηγηματικό του σχέδιο. Οι αναμνήσεις και οι αναμνήσεις αφηγήσεων τροφοδοτούν την θεματογραφία και η συγκίνηση, η τρυφερότητα και η τραγικότητα που χαρακτηρίζουν την γραφή του Παπαμόσχου έχουν, νομίζω εκεί τις ρίζες τους.

Την γενιά αυτή η δικιά μας ηλικία την γνώρισε αρχές-μέσα της προηγούμενης δεκαετίας όταν έγινε έναν μπουμ ενδιαφέροντος εκδοτικού και αναγνωστικού. Εννοώ την γνώρισε αναγνωστικά γιατί τα ονόματα εκτός ίσως από του Μιχαήλ Μητσάκη μας είναι γνωστά από το δημοτικό. Όπως δήλωσε και δημόσια ο Παπαμόσχος είναι οι προπάτορες του, τουλάχιστον οι δύο ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης. Φαντάζομαι ότι εξ ίσου αγαπάει και το Μητσάκη. Το "Μόνον της ζωής του ταξίδειον" στο οποίο ο Βιζυηνός τόσο ευγενικά περιγράφει τον παραμυθά παππού, την ζωή του παππού που πλησιάζει στο τέλος της και την ζωή του εγγονού που μόλις αρχίζει είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από αυτή την ευγενική περιγραφή επηρεάζεται γονιμότατα ο Παπαμόσχος. Και ο νοσταλγικός Παπαδιαμάντης που επιστρέφει στο χωριό του και επισκέπτεται τα τοπία και τα προσκυνητάρια των παιδικών του αναμνήσεων και μ' αυτά γεμίζει τις σελίδες του. Η αναλογία με τον Παπαμόσχος είναι προφανής.

Φυσικά δεν θέλω απροκάλυπτα να εξυψώσω τον Παπαμόσχο στο επίπεδο των συγγραφέων αυτών από λογοτεχνική σκοπιά. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά βεβιασμένο και φανατικά προκατειλημμένο, για έναν λογοτέχνη που μόλις έδωσε το πρώτο του έργο. Θέλω απλώς να υποδείξω τις αναλογίες ως προς τις λογοτεχνικές, αφετηριακές συνθήκες: τα πάθη και οι καημοί των ανθρώπων, ο έρωτας και ο θάνατος.

Mε αυτά και την υπόλοιπη λογοτεχνική σκευή που συνέλεξε και επεξεργάστηκε στα αναγνωστικά του χρόνια ο Παπαμόσχος στρώνεται και συντάσσει μια διαχρονική ψυχο-ηθογραφία. Το βασικό λογοτεχνικό στοίχημα του Παπαμόσχου είναι να γίνει η σκιαγράφηση των προσώπων του και η αναπαράσταση της καθημερινότητας τους σε ορισμένη ιστορική φάση (τόπος και χρόνος) με βάση την αγάπη που αυτός αισθάνεται, το μόνο που μένει αν τα αφαιρέσεις όλα. Η με αγάπη σκιαγράφηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και μιας καθημερινότητας που βιώνεται εμποτισμένη με σημασία, σκέψη, πάθος και επιθυμία. Νομίζω ότι το λογοτεχνικό επίτευγμα του Παπαμόσχου είναι ο ισόρροπος φωτισμός της δράσης στην κεντρική σκηνή και του φόντου.

Ο Παπαμόσχος υπέδειξε επίσης μερικές ψηφίδες της ιστορίας του τόπου: τουρκοκρατία, προσφυγιά, κατοχή, εμφύλιος. Πέρα από την λογοτεχνική αξία καθ΄ εαυτή του έργου και την προσωπική σχέση του Παπαμόσχου με όλα αυτά, δημιουργούνται πολύ ενδιαφέρουσες προκλήσεις και για τον ίδιο και για όποιον άλλον έχει τα κότσια. Το υπόβαθρο που προδιαγράφεται, λόγου χάριν στα πρώτα τρία διηγήματα του βιβλίου με το (αν και δεν είναι ακριβής όρος) μεγαλοαστικό σπίτι του Ναούμ, την ποιητική ιδιοσυγκρασία του Ηλία που αποσκίρτησε από την οικογενειακή πεπατημένη, σπούδασε την δημόσια διοίκηση και ερωτεύτηκε παράφορα την ψυχοκόρη Περιστέρω, η οικονομική κατάρρευση, η έκλυτη ζωή των μεγάλων αδερφών, η απελευθέρωση με τα καλά και τα κακά που έφερε, ζητάει πιο εκτεταμένη λογοτεχνική ανάπλαση για την οποία ο Παπαμόσχος έθεσε τις βάσεις. Η κάθε ιστορική φάση του τόπου περιμένει την λογοτεχνική ανάπλασή της.
Αν η κίνηση του Παπαμόσχου να θέσει υπό λογοτεχνική επισκόπηση τον τόπο ωθήσει και άλλους με λογοτεχνικές ανησυχίες στο να συμμετέχουν στην ανάπλαση αυτή θα είναι ευτύχημα και θα διαμορφώσει ένα corpus για γόνιμες και νόστιμες συζητήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως κατοχή και εμφύλιος θα είναι καυτές.

Aλλά ας ξαναγυρίσω στο έργο μας. Λέει ο ίδιος ο συγγραφέας ότι όλο το βιβλίο είναι μια προσπάθεια εξεικόνισης της φράσης «Ο πεθαμένος έχει εγκαταλείψει και αφήσει πίσω του τον "κόσμο" μας. Αλλά με βάση αυτόν τον "κόσμο" μπορούν ακόμα οι εναπομείναντες να είναι μαζί του».
Της εξεικόνισης όμως προηγείται ενεικόνιση και της ενεικόνισης ενδοσκόπηση, και ο Παπαμόσχος στοχάζεται πάνω στον κεντρικό άξονα της παραπάνω φράσης που είναι ο κόσμος μας και στο δορυφόρο της φράσης που είναι οι πεθαμένοι αλλά και οι ακόμη ζωντανοί. Διατυπώνει έτσι μια μεταφυσική σύμφωνα με την οποία νεκρός σημαίνει ρίζωμα στον τόπο αμετάκλητο. Και αποφασίζει να δείξει (να πω καλλίτερα να ζωντανέψει) αυτό το ρίζωμα αφηγούμενος τις ιστορίες των νεκρών του. Πρόκειται για ιστορίες που γέννησε ο νόστος του αφηγητή. Ο Παπαμόσχος βίωσε έναν νόστο σκληρό, ουσιωδώς φιλοσοφικό, αν όπως λένε οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, φιλοσοφία είναι πρωτίστως μελέτη θανάτου. Πάντως ενώ οι φιλόσοφοι μιλάν ως επί το πλείστον θεωρητικά, δεύτερο και τρίτο χέρι εμπειρία, ο Παπαμόσχος. μιλάει από πρώτο χέρι.

O θάνατος, τον αποξενώνει και τον διώχνει από το γενέθλιο τόπο απογυμνώνοντας την γλώσσα του, στερώντας του την πρώτη λέξη: "Μάνα μου! Τόσο νωρίς χαμένο λεξιλόγιο", σημειώνει στο οδοιπορικό του πένθους. Ο θάνατος τον υποδέχεται όταν επιστρέφει.

Αυτό το οδοιπορικό του πένθους μας δίνει σήμερα. Αποφασίζει να ταξιδέψει στον χρόνο, δηλαδή στο πένθος καθ΄ εαυτό και να δει τους αγαπημένους νεκρούς. Αλλά πώς να δεις τους πανταχού παρόντες αλλά ταυτόχρονα εγκαταστημένους στο αόρατο; Αναγκαστικά θυμάσαι ή τους ίδιους ή αφηγήσεις γι΄ αυτούς. Θυμάσαι, δηλαδή τους φαντάζεσαι ζωντανούς. Όμως η φαντασία, δεν περιορίζεται στον εαυτό της, στρέφεται προς τον άλλο, συναντάται με τον άλλο, και σε αυτή την έντονη συνάντηση βρίσκεται όλη της η ουσία. Ο Παπαμόσχος επιβεβαιώνει το αδύνατον της μοναξιάς και τον απατηλό της χαρακτήρα. Το ίδιο το είναι του ανθρώπου (τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό) αντιπροσωπεύει μια βαθύτερη επικοινωνία και συνύπαρξη. Είναι σημαίνει συνυπάρχειν και επικοινωνείν. Ο Παπαμόσχος εντάσσεται με το είναι έτσι όπως το βίωσε στην προσωπική του περιπλάνηση, που ήταν περιπλάνηση τύπου Οδυσσέα. Η περιπλάνηση αυτού του τύπου ξεκινάει από την Ιθάκη και ξαναγυρίζει στην Ιθάκη. Οι Σειρήνες, η Κίρκη κι η Ναυσικά είναι απλοί πειρασμοί, που τελικά επιτείνουν την νοσταλγία και συμμετέχουν στον νόστο. Όπως λέει κι ο φιλόσοφος που αγαπάει ο συγγραφέας: κάθε άτομο αισθάνεται, ότι ανήκει στην (γενέθλια) γη (του), γιατί του επιτρέπει να νοιώθει τελικά με την εμπειρία ότι το ατομικό εγώ είναι σκέτη ματαιότητα και η πατρίδα είναι το ίδιο το είναι.

O Παπαμόσχος καταλαβαίνω ότι κρατάει μόνο τον γενέθλιο τόπο που είναι το ίδιο το είναι και αδιαφορεί για την ματαιότητα του ατομικού εγώ μηρυκάζοντας, όπως γράφει, την ευτυχία του. Απελευθερωμένος από τα ίχνη, από τα ίχνη που άφησαν άλλοι και από τα ίχνη που αφήνει αυτός, έχοντας επιτύχει μια παρηγορητική αφόπλιση του θανάτου (η αντικρινή στεριά μού τα γυρνά δυναμωμένα όπως γράφει) δεν είναι μόνος στον δρόμο. Ο Παπαμόσχος φαίνεται να λέει: η Ιθάκη είναι σκληρή αλλά είναι πάντα Ιθάκη: σου δίνεται με τρόπο αμετάκλητο ως φως, ως αγαπημένη, ως Τηλέμαχος.

Προσπάθησα να πω κάποιες από τις σκέψεις που έκανα διαβάζοντας τες και για τα διηγήματα του Παπαμόσχου. Το βιβλίο αυτό με ξανάστειλε σε περασμένα διαβάσματα και με την ευκαιρία αυτή ψιλοδιασκεύασα μια φράση ενός αγαπημένου συγγραφέα του συγγραφέα και θέλω να κλείσω αφιερώνοντάς του την:
Το επ εμοί εν όσω ζω και αναπνέω και σοφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα ανθρώπινα: πόνους, πόθους και πάθη.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Νοεμβρίου 2004, αρ.φύλλου 282

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ