7.7.15

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΑΝΤΣΟΥ: Κριτική λογοτεχνική ανάγνωση των πεζογραφημάτων της Ουρανίας Μπάγκου Σαν τη μύτη του Τζων Γουέιν



Το κείμενο που ακολουθεί, είναι από την παρουσίαση του βιβλίου της κ. Ουρανίας Μπάγγου, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς, στις 23 Νοεμβρίου 2014.


Κατ’ αρχήν θα ήθελα να καλωσορίσω και εγώ με τη σειρά μου όλους εσάς που παρευρίσκεστε στη σημερινή εκδήλωση. Σε ότι αφορά τη δική μου παρουσία σε αυτήν, παρευρίσκομαι εδώ ως ζηλωτής της κριτικής λογοτεχνικής ανάγνωσης, για να βρεθώ αντιμέτωπη με τις βαθιές αλήθειες που ταλανίζουν έναν εραστή και δημιουργό της λογοτεχνίας, όπως η επιστήθια φίλη μου Ουρανία Μπάγκου.

‘Ολοι μας γνωρίζουμε ότι η Ουρανία άσκησε επί μακρόν τη δερματολογία στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης μας, ένα γεγονός που δεν επιβεβαιώνει απλά τη συνάντηση της Ιατρικής Επιστήμης με τη λογοτεχνία- εξάλλου η σχέση μεταξύ των δύο ανάγεται στην αρχαιότητα- αλλά ανατρέπει την καθιερωμένη εικόνα του ψυχρού επαγγελματία γιατρού που μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Για αυτό λοιπόν, η ενασχόληση της Ουρανίας με τη λογοτεχνία αποκαλύπτει την ευαίσθητη πλευρά ενός επιστήμονα, ο οποίος όχι μόνο συμπάσχει με τον ασθενή, αλλά και επιπλέον στοχάζεται βαθιά πάνω στα τόσο εύθραυστα όρια που χωρίζουν τη ζωή από τον θάνατο.

Σε ότι αφορά αυτήν καθ’ αυτήν τη λογοτεχνική παραγωγή της Ουρανίας Μπάγκου, η συγγραφέας επιζήτησε να κοινωνήσει ξανά με το αναγνωστικό κοινό ύστερα από το πρώτο της βιβλίο, τα Γραμμένα Λόγια, το οποίο εκδόθηκε το 2008. Η δεύτερη λογοτεχνική δουλειά της, λοιπόν, η οποία ακούει στον τίτλο Σαν Τη Μύτη Του Τζων Γουέιν σαφώς εμφανίζεται ως μια πιο στοχευμένη συγγραφική απόπειρα, η οποία διεκδικεί να αφήσει το στίγμα της, όχι μέσω του κατ’ επίφασιν provocative τίτλου της, αλλά μέσα από τη θεωρία του διηγήματος και της νουβέλας, η οποία ποντάρει στο μικρό που γίνεται μεγάλο και στο απλό που συνδιαλέγεται με το αληθινό.

Έτσι και τα πεζογραφήματα της Ουρανίας είναι μικρές καθημερινές ιστορίες απλών ανθρώπων, οι οποίες, ωστόσο, καταγράφουν εμπειρίες ζωής έντονα βιωμένης. Εξάλλου, η ίδια η συγγραφέας ομολογεί ότι δεν ήταν στις επιδιώξεις της να μας παρουσιάσει ένα έργο ύφους. Αντίθετα, μέσα στις προτεραιότητές της ήταν να υποτάξει τα τρία συστατικά της λογοτεχνικής θεωρίας, το σκηνικό, την πλοκή και τους χαρακτήρες σε έναν χώρο κοινωνικό, η γεωγραφία του οποίου καθορίζεται πρωτίστως από τη δράση ανθρώπων της διπλανής πόρτας, οι οποίοι, ωστόσο, μέσα στις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές τους φαίνεται να είναι τελικά οι αληθινοί πρωταγωνιστές της ζωής, όπως ο «χαζούλης» και «ελαφρύς» κατά τους πολύ έξυπνους βέβαια Τζώνυ, ο οποίος κρατεί τον κεντρικό ρόλο στο πρώτο διήγημα των πεζογραφημάτων της Ουρανίας.

Ο Τζώνυ, ο οποίος ζει ανάμεσά μας, κάποια στιγμή φιγουράρει δίπλα στον κύριο βουλευτή, καθώς «μια γλυκιά χρησιμότητα – κατά την συγγραφέα - του διαπότιζε την ψυχή». Όλες του οι ενέργειες, οι οποίες σαφώς αντανακλούν στο βρώμικο και απαξιωμένο χώρο της πολιτικής, καταδεικνύουν μέσα στις κοινοτοπίες τους ότι ο Τζώνυ, σε αντιδιαστολή με τους μεγαλόσχημους πολιτικούς, είχε πραγματικούς στόχους και οράματα. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που αυτή η δύσμοιρη λογοτεχνική persona κερδίζει τελικά τη συμπάθεια του αναγνώστη. Εξάλλου, ο Τζώνυ δε στερήθηκε της ιδιαίτερης φροντίδας της συγγραφέως, η οποία με το πλέον περίτεχνο «τέχνασμα της εξαφάνισής του» κατ’ ουσίαν αποκαθιστά τον ήρωά της. Έτσι λοιπόν, ο Τζώνυ αποκτά υπόσταση και προσφωνείται πλέον από τα παιδιά ως «Κύριος Γιάννης». Γιατί μόνο τα απονήρευτα παιδιά μπορούν να ξεχωρίσουν έναν πραγματικό κύριο σαν τον Τζώνυ.

Το σκηνικό της νουβέλας Ανεκπλήρωτες Επιθυμίες, εκτυλίσσεται σε κάποια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου αναγκαστικά είχαν καταφύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες όσοι βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Αυτοί, ζώντας μακριά από την πατρίδα, τρέφονταν από το ιδανικό μιας εξελιγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας, η οποία, ωστόσο, στην πράξη αποδείχτηκε ότι ήταν ένα ουτοπικό όνειρο, καθώς ο κομμουνισμός, αδυνατώντας να υπηρετήσει το ανθρωπιστικό ιδεώδες, πολύ γρήγορα απομυθοποιήθηκε. Η συγγραφέας, έχοντας ως κριτήριο στάσης την αντικειμενική αφήγηση, διερευνά την τραυματική εμπειρία της διάψευσης του επίγειου σοσιαλιστικού παραδείσου. Μέσα από την περιγραφή των σκοτεινών σχέσεων των μελών του κόμματος, τις παρακολουθήσεις και τις απειλές αλλήλων, ακόμη και τους κατ΄ ανάγκην έρωτες, η αγαπητή Ουρανία, καθιστώντας τους ήρωές της εξερευνητές μιας «απούσας αλήθειας», φανερώνει την ύπαρξη ενός «ανθρωπάριου», το οποίο εντοπίζεται ανεξαιρέτως σε όλα τα καθεστώτα.

Είναι όλοι αυτοί οι «υπάνθρωποι» που στη συγκεκριμένη περίπτωση αντιπροσωπεύουν το τύπο του κομματικού στελέχους που, στο όνομα των δήθεν αγώνων και των θυσιών του, επιφυλάσσει για τον εαυτό του όχι μόνον το διαρκές καθοδηγητικό προνόμιο, αλλά και απαιτεί από τους άλλους την απόλυτη υπακοή στα προστάγματά του. Αυτό το τόσο αριστοτεχνικά δοσμένο από την συγγραφέα βρώμικο παιγνίδι, όπου η παρέκκλιση και η διαστροφή αποτελούν κομμάτια ενός κόσμου όπου ο καθένας παραμορφώνει και παραμορφώνεται, σαφώς παραπέμπει στα transgressive motifs του Graham Greene, δηλαδή σε απεικονίσεις του Άγγλου νομπελίστα πεζογράφου συμπεριφορών οι οποίες παραβιάζουν κατάφορα τις κοινωνικά αποδεκτές νόρμες. Ωστόσο, ο «νόστος», ο οποίος εκπληρώνεται ύστερα από πολλά χρόνια, αποδεικνύεται τελικά ως το καλύτερο επουλωτικό για τις πληγές αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι πλήρωσαν πολύ ακριβά το τίμημα ενός αδελφοκτόνου πολέμου.

Όσο για τα σπονδυλωτά μέρη του πεζογραφήματος με τον τίτλο Δεν Φαίνεται Να Έχει Τόση Σημασία, προσωπικά θα τα χαρακτήριζα ως πολύ τρυφερές ιστορίες που αφορούν στο γενεαλογικό δένδρο μιας οικογένειας. Καθώς τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι διάσπαρτα εδώ, αυτό το ιδιότυπο ως προς την εξωτερική του μορφή διήγημα θα μπορούσε να αποτελέσει παρακαταθήκη προς την δισεγγονή των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας, στην οποία εξάλλου αφιερώνεται το εν λόγω συγγραφικό έργο. Η Βικτώρια, λοιπόν, θα μπορούσε να γνωρίσει, όταν το θελήσει, τις ρίζες της, και ιδιαίτερα την μητέρα της την εποχή που η ίδια υπήρξε εγγονή, για να ξεκινήσει ακολούθως μέσα από την έρευνα των προγόνων της το δικό της ταξίδι αυτογνωσίας. Επιπλέον, καθώς ο θεσμός της οικογένειας κουβαλάει μέσα του ένα τόσο βαρύ ανθρωπολογικό, πολιτισμικό και κοινωνικό φορτίο, ίσως η αξιολάτρευτη εγγονή της Ουρανίας να θελήσει κάποτε να περάσει το μήνυμα στη δική της γενιά για τη σταθερή και διαχρονική αξία της οικογένειας, η οποία δεν υποκαθίσταται και δεν εκχωρείται.

Το διήγημα Έτσι Απλά η συγγραφέας το αφιερώνει σε έναν ευρύτερο φιλικό κύκλο ώριμων γυναικών, με την ίδια να αποτελεί το συνδετικό κρίκο των πολυεπίπεδων ομάδων αυτού του κύκλου. Σε αυτήν τη λογοτεχνική σύνθεση η μοντέρνα ασθένεια της εποχής μας, η εκφυλιστική νόσος του Αλτσχάιμερ, δεν προβάλλεται μόνον ως ένα έναυσμα γραφής, αλλά και ως μια από τις πλέον σοβαρές αιτίες, περισσότερο ή λιγότερο για την κάθε ηρωίδα του διηγήματος ξεχωριστά, του εγχειρήματος της επιστροφής τριών ώριμων γυναικών στην εφηβική ηλικία. Αυτή η εσωτερική ανάγκη για ανανέωση μέσω της επίμονης αναζήτησης της επαφής με την πρώτη πνοή της νιότης, η οποία αποτελεί και το βασικό άξονα της προβληματικής του διηγήματος, σαφώς έχει την αφετηρία της στο πρώτο καλωσόρισμα του γήρατος, το οποίο, συλλαμβάνοντάς απ΄ό,τι φαίνεται τις ηρωίδες του διηγήματος εξαπίνης, τις οδηγεί στην απατηλή πίστη της ύπαρξης μιας ανακυκλούμενης νεότητας.

Ωστόσο, το δροσερό χιούμορ, το δυνατό συναίσθημα και οι συνεχείς ανατροπές του διηγήματος καταδεικνύουν πως η προσέγγιση της Ουρανίας δε συνιστά μονάχα ένα συμβατικό λογοτεχνικό μοτίβο που πιθανόν να πηγάζει από τον πανάρχαιο «μύθο του θνήσκοντος θεού», για τον οποίο όλοι μας περιμένουμε ότι κάποτε θα αναστηθεί, αλλά κυρίως στοχεύει στην τραγική συνειδητοποίηση ότι τα «νιάτα δεν μπορούν να είναι δυο φορές και τα γηρατειά καμία». Θεωρώ ότι η αναφορά στην αριστουργηματική ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος, θα ενίσχυε την ανωτέρω επιχειρηματολογία. Ο εμβληματικός αυτός ποιητής, διερευνώντας το ίδιο θεματικό μοτίβο, επιβεβαιώνει περίτρανα την αδιέξοδη απόπειρα της ώριμης γυναίκας να ξαναζήσει και να απολαύσει για μία ακόμη φορά τις χαρές της νιότης, καθώς ο νεαρός αποδέκτης της ερωτικής της επίκλησης παραμένει αδιάφορος στο σπαραχτικό της κάλεσμα «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου».

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη νουβέλα Γειτνιάζοντες Κύκλοι, η οποία ομολογουμένως έχει καταφέρει να κλέψει τις αναγνωστικές εντυπώσεις. Στο επίκεντρο αυτού του πεζογραφήματος βρίσκεται η μοντέρνα και ευημερούσα Αθήνα, η οποία όμως με την έλευση της οικονομικής κρίσης αρχίζει να παρακμάζει μέρα με τη μέρα. Η συγγραφέας, προσδίδοντας στη λογοτεχνική αυτή σύνθεση γεωμετρικό χαρακτήρα, χαρτογραφεί τις παθογένειες της κοινωνίας μέσα από το γράφημα των γειτνιαζόντων κύκλων. Έτσι, οι εικόνες που αναδύονται από ένα τέτοιο γεωμετρικό σχεδίασμα, δεν αποδεικνύουν μόνον τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, αλλά και την επακόλουθη ηθική εξαχρείωση της Ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, αυτό που κάνει τη διαφορά σε αυτήν τη νατουραλιστική-ρεαλιστική προσέγγιση είναι ότι η Ουρανία Μπάγκου δε θέτει ως προτεραιότητα την προβολή ηρώων οι οποίοι πασχίζουν να προσδιοριστούν ως «οι ισχυροί εμείς», όπως το συζυγικό ζεύγος του κυρίου Πασαλίδη και της κυρίας Μάρθας. Αντιθέτως, μέσα από τη δράση αυτών των χαρακτήρων προσπαθεί να αναδείξει τους αντιήρωες του διηγήματος, όπως τον Γιώργο, το πρόσωπο που έχει παρεισφρύσει στη σχέση των δύο συζύγων, και την Βερώνη, τουτέστιν τους «περιθωριακούς άλλους», οποίοι, αν και προέρχονται από μειονεκτικά περιβάλλοντα, τελικά είναι αυτοί που υφαίνουν τα νήματα της ιστορίας. Όταν, όμως, η ζωή αυτών των ανθρώπων καταλήγει να είναι ένα βαρύ φορτίο για αυτούς, η συγγραφέας δεν διστάζει να επιλέξει τη «δια αυτοχειρίας» λύτρωσή τους, καθώς φαίνεται να θεωρεί ότι ο θάνατος είναι δικαίωμα. Εξάλλου, με τον ίδιο τρόπο η συγγραφέας λυτρώνει την τραγική φιγούρα της Βορειοηπειρώτισσας μάνας, καθώς και τον γιο της γιαγιάς Ουρανίας στα διηγήματα Εγώ Το Έκανα και Οι Αδερφές αντίστοιχα. Τα σύντομα αυτά λογοτεχνικά πονήματα, διεγείροντας κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας το φόβο στην ψυχή των αναγνωστών, τους ωθούν ακολούθως να επιζητούν για τον ήρωα που πάσχει και συντρίβεται, ίσως και για τον ίδιο τον εαυτό τους, το έλεος.

Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή μου, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συγγραφέα, η οποία σε αντίξοους για τη σκέψη καιρούς, καταπιάνεται με τέτοιου είδους εγχειρήματα. Είναι παρήγορο που υπάρχουν άνθρωποι στις μέρες μας, οι οποίοι, αντιπαραθέτοντας τη λογοτεχνία στον πολιτισμό της ελαφρότητας, συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός αξιακού συστήματος ικανού να υπερασπιστεί τη ζωή και τον άνθρωπο. Η Ουρανία, ερωτευμένη με τους ανθρώπους, εμπνέεται και γράφει, γιατί απλά δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Φεβρουαρίου 2015 | αρ. φύλλου 776




Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ