ΟΔΟΣ 3.10.2019 | 1013 |
Το φίδι του χρόνου (ή χρόνου φείδου)
Δεν χρειάζεται να βρέχει για να νοιώθεις μόνος. Αυτοί οι επιτηδευμένα ευαίσθητοι και οι λεπταίσθητες ιδιοσυγκρασίες που υπερασπίζονται μονότονα την αδρανή τους σάρκα μπροστά στην έλξη του κενού, κατέστρεψαν οριστικά την άγια ωμότητα των νυχτερινών εξομολογήσεων.
Θα τους άξιζε ίσως, μια ατομική Σαχάρα για να ουρλιάζουν στην έρημο και να μην τους ακούει κανείς.
Χαζεύω τα γλυκερά κείμενα στο Ιντερνέτ που μιλάνε για μουλιασμένα μπανιερά και ασυνήθιστα κοχύλια, γι’ αρμυρές αναμνήσεις που συλλέχθηκαν σε ερημικές αμμουδιές και προκυμαίες και ενθουσιώδεις ή ρομαντικούς ταξιδιώτες σε πλοία βραδυνά και για πράγματα που καταλήγουν στο τέλος με τρόπο προβλέψιμο, σε μικρές θερινές ήττες.
Το καλοκαίρι βεβαίως, συγχωρεί μεγαλόψυχα κάθε βαθμό ατομικής δυστυχίας που περιβάλλεται από ένα θνησιγενές έπος.
Επιστρέφουν όλοι μετά, λυγισμένοι κάτω από το βάρος του χρόνου. Έχοντας αφήσει οριστικά πίσω τους κάθε δυνατότητα αποκάλυψης. Εξ ου και η αδέσποτη μελαγχολία τους, που ήρθαν για λίγο έστω, αντιμέτωποι με την άβυσσο.
Άβολα πράγματα…
Τους υποδεχόμαστε εμείς που δεν είχαμε κάπως να πάμε πουθενά –άντε βαρειά ένα Καλαμάκι– με τη βαθειά και τρυφερή γνώση, πως αν ο Θεός ήθελε να ξαναφτιάξει τον κόσμο, θα απελευθέρωνε την μοναξιά των ανθρώπων, μήπως και κάποια στιγμή, ο καθένας, θα αποχαιρετούσε μεσοπέλαγα τους μορφασμούς της στείρας αυταρέσκειας– «Τέλεια! Περνάμε τέλεια!» –και θα επέστρεφε ξανά στον εαυτό του.
«Ποιος τη ζωή μας κυβερνά…»
Ακούγοντας στις τεσσεράμισι τα χαράματα τον μεταλλικό ήχο της αφύπνισης η πρώτη σκέψη που σου περνά απ’ το νου, είναι ότι δεν αφορά εσένα. Η δεύτερη ακολουθεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα: αν δεν σηκωθείς τώρα βλάκα, το παιχνίδι το’ χεις χαμένο. Οπότε παραμερίζεις τους δόλιους πειρασμούς και κατευθύνεσαι μηχανικά στην καφετιέρα. Εκείνη την ώρα, μές στο κατράμι, ακόμα κι ο ουρανός της Αθήνας, άμα κοιτάξεις ψηλά, έχει κάτι παρήγορα αστέρια που τρεμοσβήνουν. Δεν είναι για σένα, ξεκόβεις. Τα υπόλοιπα έχεις καιρό να τα ξεδιαλύνεις.
Αρχίζει να ξαλεγράρει κάπως το πράγμα στο πρώτο δρομολόγιο του τραμ. Τέμνονται εκεί για λίγο, περιστασιακά, δύο κόσμοι, σε καθεστώς αμοιβαίας αδιαφορίας. Τα βαγόνια είναι κατακλυσμένα από θορυβώδη πιτσιρικαρία που γυρνάνε απ΄ τα ορθάδικα της παραλιακής. Όμορφα κορίτσια με κοντά φορέματα και ψηλές γόβες που γέρνουν αποκαμωμένα και με επιτήδευση στο πλάϊ του διπλανού με τις κιλότες να φωσφορίζουν κι ανυποψίαστα αγόρια –κάποια λιγωμένα με ανεκπλήρωτο πόθο στο βλέμμα– όλα τους με χίλιες δυο έγνοιες. Αντί να ερωτεύονται, συζητάνε για τριτοβάθμιες εξισώσεις και για την ύλη της αυριανής Ιστορίας. Γενιές που βγάζουν το προσωπικό τους «Βιετνάμ» στην άχαρη διαδρομή Σπίτι-Σχολείο-Φροντιστήριο. Την εφηβεία και τις εκρήξεις της που τώρα είναι σε καταστολή, την μεταθέτουν αργότερα, στο πρώτο έτος. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που εκδικητικά, έχει καταργήσει την εφηβεία. Όμως οι σκέψεις αυτές είναι βαρειές για τέτοια ώρα. Οπότε επικεντρώνεσαι στη δική σου συνομοταξία.
Αποκαμωμένες καθαρίστριες και νυσταγμένες «αποκλειστικές» από τις Ανατολικές χώρες ως επί το πλείστον που γυρνάν απ΄ την φύλαξη, συντετριμμένοι νυχτοφύλακες, άχρωμοι σεκιουριτάδες που δεν τους δίνει καμία αίγλη η στολή εκείνες τις ώρες, η πρωινή βάρδια των αγουροξυπνημένων περιπτερούχων, διπλωμένα στα δυό, δίχως καμία έπαρση αρσενικά και θηλυκά σερβιτοράκια, άγγελοι χωρίς φτερά –οι γυναίκες κοιτάζουν με μια μακρινή αδιαφορία τα νύχια τους– κωμικά αλεξίσφαιροι θαρρείς λαχειοπώλες, έτσι όπως φοράνε τα φτενά «φωσβοριζέ» γιλέκα τους, αδιαβάθμητα ρεμάλια που πηγαινοέρχονται χωρίς προορισμό γιατί στο τραμ έχει δροσιά, κομψές και «μη μου άπτου», ή και κωλοπετσωμένες σε στυλ "δεν ανήκω εδώ"– αεροσυνοδοί ντυμένες στην πένα που κατηφορίζουνε με τα υπηρεσιακά καλτσόν τους τραβηγμένα για το μετρό του Συντάγματος με ιδιαίτερη επιμέλεια και οπωσδήποτε τα μαλλιά κοτσίδα από το σπίτι, όλα στην τρίχα, κάτι αταξινόμητες περιπτώσεις ανθρώπων που κρατούν συνήθως σφιχτά έναν φορητό υπολογιστή στα χέρια, ή κάτι τέλος πάντων που μοιάζει με χαρτοφύλακα, έτσι που νομίζεις πως άμα τους τον αφαιρέσεις δεν θα έχει μετά κανέναν προορισμό η ζωή τους, αλάνια σημαδεμένα που πηγαίνουν για ύπνο κρατώντας για ξεκάρφωμα έναν φραπέ στο χέρι, μπορεί και να μην έχει στάση γι’ αυτούς, και πρωινοί «αλήτες δημοσιογράφοι» που παρατηρούν όλον αυτόν τον ετερόκλητο εσμό που υπογεί – ως φλέγεται και φανερά μιλάει –για όποιον έχει μάτια και βυθίζεται στην φαινομενική πρωινή ακινησία κρατώντας τα ανοιχτά– και μάλλον δεν έχουν τρόπο να τον περιγράψουνε και τραβάνε μετά υπηρεσιακώς για τη δουλειά τους επειδή συνήθως πρέπει αργότερα να κλείσουν κάπως οι σελίδες κι ο αρχισυντάκτης έχει τα χούγια του κι πλήττει αδερφέ βαρύτατα κάθε φορά να λογαριάζει ξένα φορτία.
Μας πάει όλους εμάς στο μεταξύ, ο αυτάρεσκος τραμβαγέρης. Σαν αδιάφορος ψυχοπομπός. Κανείς δεν τον μελετάει. Την πλάτη του όλοι βλέπουμε. Κι από τον τρόπο του συντονιζόμαστε κάπως κι εμείς. Έτσι κι αποφασίσει ξαφνικά να πατήσει φρένο, γύρευε τώρα ποιος θα σωθεί από τις μετέωρες χειρολαβές.
(*) Για τα γενέθλια της ΟΔΟΥ, με ευχές να τα χιλιάσει.
Φωτογραφία: Σάλι Μαν (1951), Τζέσι Μπάιτς (1985), Μουσείο Γκούγκενχαϊμ Νέας Υόρκης.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Οκτωβρίου 2019, αρ. φύλλου 1003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.