14.2.21

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: "Η μνήμη του ξύλου" του Ηλία Παπαμόσχου




Έχει μνήμη το ξύλο; Ναι, μας λέει ο Ηλίας Παπαμόσχος. Μόνο που διαβάζοντας το πιο πρόσφατο βιβλίο του, βλέπω ότι ο ίδιος ανακαλύπτει μνήμη και σε πολλά άλλα ζωντανά, ή μάλλον στη φύση όλη. Και δικαιωματικά, θα έλεγα. Γιατί, εμείς τα έλλογα όντα της πλάσης, πήραμε πολύ στα σοβαρά τον ρόλο μας στον κόσμο αυτό, μια απειροελάχιστη κουκίδα στο αχανές σύμπαν, και πιστεύουμε πως η μνήμη μάς ανήκει αποκλειστικά. Θα έλεγα επίσης ότι στα διηγήματα του Ηλία δεν είναι η μνήμη που έχει το πάνω χέρι. Είναι αυτός ο καταιγισμός φράσεων και λέξεων, τόσο μαστορικά δουλεμένων και στο κατάλληλο σημείο μπολιασμένων, που δε σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα. Και βέβαια, σπαράζουν εικόνες και συναισθήματα στα κείμενά του. Έχοντας βιώσει αρρώστιες και θανάτους σε πληθυντικό αριθμό ο ίδιος, κεντάει με τις λέξεις του το πλαίσιό τους, προσπαθεί να προσαρμοστεί στο γεγονός ότι ό γέγονε, γέγονε. Και συνεχίζει να ζει ξορκίζοντας το κακό∙ μόνο που καταφέρνει αντί να σε γεμίζει θλίψη, να περισσεύει ο θαυμασμός σου για τη μαεστρία της γραφής του.

Οι καντηλανάφτες, πρώτοι της συλλογής, τόσο ζωντανοί στις όποιες τους κινήσεις, στον τρόπο που σβήνουν τα κεριά, που χτυπούν τις καμπάνες, σε προκαλούν να πας το συντομότερο στην εκκλησιά και να παρακολουθήσεις κάθε τους κίνηση· να μειδιάσεις και να σκεφτείς: ναι, έτσι είναι, όπως μας τα λέει ο γραφιάς. Ο κάτω κόσμος παίρνει και δίνει στα Αρκουδάκια. Ξερός Αχέροντας η άσφαλτος, εκεί αφήνουν την τελευταία τους πνοή με το στόμα πιεσμένο πάνω της να στραβώνει σε «αναζήτηση θηλής στον κάτω κόσμο». Μνήμη ατσάλινη κι ο παπαγάλος. Αυτοσαρκάζεται ο φονιάς του, και το βάζει να στέλνει φάσκελο ή αποχαιρετισμό στον ίδιο, στον απάνω κόσμο, όταν έχει κινήσει για τον κάτω. Όλα είναι μνήμη. Τα κομμένα ξύλα για το τζάκι, θυμούνται το αλυσοπρίονο που έσφαζε το δάσος, όταν δέντρα τα ίδια, τη δική τους ξεχωριστή δενδρίσια ζωή είχαν.

Το αμάξι του φίλου του τού Νίκου, το λυπάται ο Ηλίας που στερείται μνήμης και δεν ξέρει ότι το αφεντικό του δε θα ξανάρθει, που δεν ξέρει τίποτα...Που θα το κατακλείσουν τ’ αγριόχορτα και θα μοιάζει ανάμεσά τους σαν γιγάντιο νεκρολούλουδο. Χωρίς μνήμη, όμως. Το ίδιο και στον «Xenia du Lac», Εγκαταλειμμένο, έρημο και απαρηγόρητα κατεστραμμένο από τον χρόνο και τους δίποδους εισβολείς, καταλαμβάνεται εκ νέου από την οργιάζουσα φύση. Το «κούρσεψε η βλάστηση», μας λέει σε μια αποστροφή του. Αυτή, η βλάστηση δηλαδή, έχει μνήμη και ξαναγυρίζει στα μέρη που της ανήκαν προτού την αποδιώξει ο παράγοντας άνθρωπος. Μου θυμίζουν έντονα αυτά τα δύο διηγήματα, το βιβλίο της Μάρλεν Χάουσχόφερ που εκδόθηκε το χίλια εννιακόσια εξήντα τρία, «Ο Τοίχος». Κι εκεί η πλήρης ερήμωση από ανθρώπινη παρουσία, κι εκεί η φύση ξαναπαίρνει το μερίδιο που της ανήκε. Αν ήθελε ο Δήμος να διαφημίσει τουριστικά την πόλη μας, θα έπρεπε να τυπώσει και να διανείμει σε όλες τις γλώσσες, σε όλους τους επίσημους φιλοξενούμενούς του, απανταχού της γης, το διήγημα «Δίκην Νησίδος». Όταν κάποτε αδειάσει η λίμνη, «το μάτι που είδε τη γέννηση της πόλης, θα καθρεφτίσει τ’ ουρανού τα χρώματα».

Παντού η μνήμη του Ηλία επανέρχεται και συγκλονίζει. Μνημόσυνα απανωτά σε γονείς, αδελφή και άλλους πολλούς συγχωρεμένους του. Στέκομαι, ωστόσο, στα «Κουμπιά». Όσες φορές κι αν το διαβάσω, και δεν είναι λίγες μέχρι τώρα, εκείνο το απόσπασμα «ώρες μετά θυμήθηκα τα λόγια του, και σκέφτηκα εκείνα τα κουμπιά, σαν δυο μάτια σιωπηλά, τη βέρα να κοιτούν, από το λυμένο οστό του μετακαρπίου να πέφτει, μέσα από της λεκάνης τα κόκαλα να κυλά και ν’  αναπαύεται στα χώματα, πλάι στ’ άλλο, ξεσκλαβωμένο προτού καιρό δίδυμο χρυσό τσέρκι», μ’ αφήνει για ώρα σκεπτική. Εδώ και τα αντικείμενα αποκτούν μνήμη, και παρηγοριά μεγάλη γίνονται για τον συγγραφέα. Δεν παραλείπω να αναφερθώ στο μυθιστόρημα του George Saunnders, «Η Λήθη του Λίνκολν», το οποίο έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Στο βιβλίο αυτό, αναφέρεται στον θάνατο του γιου του αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν. Ο Λίνκολν, δυο μέρες μετά τον θάνατο του γιού του φθάνει μόνος στο νεκροταφείο, θέλοντας να περάσει χρόνο με το άψυχο σώμα του μικρού παιδιού. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, τα φαντάσματα αυτών που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή και αυτών που έχουν πεθάνει από καιρό, συνυπάρχουν και πραγματοποιείται μια μνημειώδης μάχη για την ψυχή του μικρού Γουίλι. Λυπούμαι, αλλά κάνοντας τη σύγκριση, θα σηκώσω το χέρι υπέρ του δικού μας συγγραφέα, ο οποίος δεν αφήνει τους νεκρούς του να πεθάνουν. Η ψυχή τους είναι πάντα εδώ…

Να είσαι καλά, Ηλία, και να ομορφαίνεις τη ζωή μας με τα κείμενά σου.


Υ.Γ. Το παρόν κείμενο γράφτηκε για να διαβαστεί κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Η. Παπαμόσχου στο κοινό της πόλης μας. Ήρθε ο Κόβιντ και μας τα χάλασε. Ούτε που μπορώ να υποθέσω πότε θα γίνει παρουσίαση και αν. Γι αυτό και αποφάσισα να προβώ στη δημοσίευσή του, τώρα που οι μνήμες από την απολαυστική του ανάγνωση είναι ακόμη νωπές.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Ιουλίου 2020, αρ. φύλλου 1039.

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος14/2/21

    Ρωτήστε τον δήμαρχο αν έχει μνήμη το... Ξύλο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιώργος Χατζηδημητρίου [fb]14/2/21

    Γενναιόδωρη και τρυφερή παρουσίαση αγαπητή Χρυσούλα. Κι όχι πως δεν την αξίζει ο Ηλίας Παπαμόσχος. Αλλά, είναι ο στοχαστικός και ζεστός τρόπος σου. Να είσαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ