16.5.08

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ: Τώρα και πάντοτε

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία ευγενική συνεργασία του συγγραφέα κ. Αλεξάνδρου Κοσματόπουλου με την ΟΔΟ. Ο ίδιος είχε παραχωρήσει προς δημοσίευση στην εφημερίδα μέρος αυτού του κειμένου που είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Τώρα και Πάντοτε» (εκδόσεις Πατάκη). Όπως είναι γνωστό, ο κ. Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, διακεκριμένος συγγραφέας, είναι ο δημιουργός του έργου «Τα Δύο Φορέματα» που η πλοκή του διαδραματίζεται στην Καστοριά. Ο ίδιος υπηρέτησε ως λειτουργός την Μέση Εκπαίδευση στην Καστοριά για πολλά χρόνια, μετά την μεταπολίτευση, και είναι φίλος της πόλης αυτής που αποτέλεσε μούσα και πηγή έμπνευσής του. Τώρα ζει στην Θεσσαλονίκη και το διάστημα αυτό προετοιμάζει την εμπλουτισμένη επανέκδοση των «Δύο Φορεμάτων».


Όταν ομιλώ για τον Ισαάκ τον Σύρο, είναι σαν να ομιλώ για ένα πρόσωπο οικείο. Στον αββά Ισαάκ βρήκα απαντήσεις στο βαθύτερο αίσθημα που έχω για τη ζωή. ΄Ολη η εκφραστική μου προσπάθεια είναι να εκφράσω το όραμα που εσωτερικά με συνέχει. Το όραμα δεν είναι μια σύλληψη του μυαλού που υπαγορεύεται από εξωτερικά δεδομένα, αλλά μια κατάσταση εσωτερική, που μπορεί να σαρκωθεί δια του λόγου. Σκοπός μας, κατά τον άγιο Ισαάκ, είναι από την ίδια την άσκησή μας να γεννηθεί η γνώση, αφήνοντας πίσω ό,τι είναι περιττό για το ταξίδι μας, και έχοντας το νου μας μόνο στο ταξίδι. ΄Ενα ταξίδι που προϋπόθεσή του είναι η καθήλωση, και που η οδυνηρή καθήλωση μετατρέπεται σε θαυμαστή πορεία. Είναι η εν ακινησία κίνηση της ψυχής μέσα στο παρόν που σε εισάγει στο θαυμαστό. ΄Ολοι είμαστε εν οδώ, και στο χέρι του καθενός είναι να συμμετάσχει σ’ αυτό το ταξίδι, αφήνοντας πίσω κάθε άλλη επιθυμία, χωρίς να θέλει να είναι κάτι άλλο απ’ ό,τι το ταξίδι υπαγορεύει. Η ίδια η καθήλωση γίνεται κίνηση, γίνεται ταξίδι σε νοήματα ξένα.
Ο Ισαάκ δεν είναι μόνο μεγάλος ασκητής αλλά και μέγας ποιητής. Φέρνει την ποίηση στη ζωή της Εκκλησίας, μάλλον μας λέγει πως η ζωή της Εκκλησίας είναι ποίηση, και ο τρόπος να ζει κανείς μέσα στην Εκκλησία είναι κατεξοχήν ποιητικός. ΄Όχι όπως συμβαίνει σήμερα, που η ποίηση έχει εξοβελιστεί, και όλα έχουν πάρει μια χροιά πρακτική και ωφελιμιστική, ή άκρως θεωρητική και αφηρημένη.
΄Ενας αέρας ακατανόητος, λαμπερός και διαυγής διαπερνά τα γραπτά του αββά Ισαάκ. Αέρας για τα πανιά της ψυχής. Εν συνεχή εγρηγόρσει, στα τεκταινόμενα του κόσμου αμέτοχος, σφύζει από ζωή. Τίποτα δεν ταράζει την εσωτερική του κατάσταση που ριζώνει στην ησυχία.
Είναι σαν να βρίσκεσαι έξω από τα όρια του κόσμου, καταλαβαίνοντας πού φτάνουν αυτά τα όρια. Ανατρέπεται κάθε ανθρώπινη πολιτισμική τάξη, για να αναδειχτεί η αναγέννηση εκ των ένδον που εδράζεται στην αγάπη και μόνο. Αφήνεις να καταγραφεί η έκπληξη που ξεσπά καθώς πλησιάζεις αυτό το θαύμα.
«Ο κόσμος έσμιξε με τον Θεό, και κτίση και Δημιουργός έγιναν ένα» (Β΄ Μέρος, Λόγος Ε, 18). Τούτη η φράση μας εισάγει στην πραγματικότητα ενός μοναδικού παρόντος, που προϋποθέτει ένα στάδιο καρτερίας και συναγωγής του νου στα ενδότερα της υπάρξεως. Μας λέγει ο αββάς Ισαάκ ότι σμικρύνεται η καρδιά απ’ το περίσσευμα της ελεημοσύνης, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δει να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό στον κόσμο (Α΄ Μέρος, Λόγος ΠΑ)*. Τούτη η σμίκρυνση της καρδιάς, αυτή η βυθομέτρηση της συντετριμμένης από τον πόνο του κόσμου καρδιάς, της ποτισμένης από νου, μας δίνει μια αίσθηση της θείας ευσπλαχνίας. Η καρδιά συντρίβεται από τον πόνο του κόσμου, όταν συναισθανθούμε πως δεν είμαστε αμέτοχοι στη βία και την διαστροφή, πως δεν είμαστε ενάρετα ξένοι προς το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Συντριβή της καρδιάς σημαίνει την εγκατάλειψη όλων των προσωπείων και όλων των ιδιοτήτων εν ονόματι της αγάπης. Εκεί μας οδηγεί η Ενσάρκωση του Χριστού. Ο άγιος Ισαάκ λέγει πως η γέννηση του Χριστού είναι το ευτυχέστερο γεγονός που συνέβη στην ιστορία του κόσμου. Και μας λέγει ακόμα πως ο Θεός ενσαρκώθηκε όχι για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη Του. Ο Θεός είναι ο πανάγαθος Πατέρας όπου σ’ αυτόν όλα τα λογικά όντα βρίσκουν τη θέση τους, χωρίς καμιά αντίθεση και αντιπαλότητα. Καμιά κατηγορία μπροστά Του δεν ευσταθεί, και η ενοχή είναι άγνωστη.
Ο αββάς Ισαάκ πλησιάζει και αποκαθιστά τον άνθρωπο. Μας εισάγει σε μια φωτεινότητα αδιανόητη, ένα λαμπρό άστρο, ένας ήλιος που αναδύεται στον σκοτεινό ουρανό και τον φωτίζει με φως υπερκόσμιο. Εξετάζοντας τα γραπτά του αναλογιζόμαστε το ευαγγελικό: Δει δε προσκυνείν τον Θεόν εν πνεύματι και αληθεία. Η εν πνεύματι προσκύνησις δεν είναι άμοιρη του φωτός του μέλλοντος αιώνος, που μπορεί να καταυγάσει την ζωή του ανθρώπου, παρέχοντάς του δυνάμεις αστείρευτες υπομονής των δοκιμασιών και των θλίψεων.
Ο κατακερματισμένος άνθρωπος, ο μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι, αποζητά την άγνωστη ελπίδα μέσα στο ζόφο του σκότους που βασιλεύει εντός του. Εκεί που η παρούσα ζωή δεν προσφέρει παρά απόγνωση και αποκαρδίωση, έρχεται το φως του μέλλοντος αιώνος, η ελπίδα και η προσδοκία που ξεπερνά την πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου, και μια δύναμη που δεν γνωρίζει από πού προέρχεται αναδύεται στα σωθικά του. Η επίγνωση της ματαιότητας των εγκοσμίων είναι που γεννά την ελπίδα του μέλλοντος αιώνος. Ενώ δεν προσδοκά και δεν περιμένει τίποτα, μια δύναμη εσωτερική τον γεμίζει ευφροσύνη. Ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο, και έγιναν ένα. Το τέλος δεν είναι το μηδέν και η καταστροφή, αλλά μια εν Θεώ ολοκλήρωση που η υπερβατικότητά της δεν μπορεί να προσεγγιστεί από την ανθρώπινη διάνοια. Μια ολοκλήρωση σταθερά προσανατολισμένη προς τον πλησίον και την ζωή, και όχι προς την οδύνη, τον παραλογισμό και τον θάνατο.

* **

Ο Ιησούς μιλά πάντοτε με όρους της Βασιλείας των Ουρανών και όχι με όρους τούτου του κόσμου. Γνώμονας των λόγων Tου είναι η Βασιλεία του Θεού. Παρεγένοντο δε προς αυτόν η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτώ δια τον όχλον. Και απηγγέλθη αυτώ λεγόντων˙ η μήτηρ και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες. Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς˙ μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι εισιν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν. Και οι εφαρμόζοντες τον λόγο του Θεού δεν είναι εκείνοι που τον «επιβάλλουν» στους άλλους, σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και την δική τους αντίληψη, αλλά εκείνοι που τον εφαρμόζουν στον εαυτό τους, ώστε μέσα στην προσμονή να λάμψουν στο φως.
«Με τι μοιάζει αυτό το αόρατο Ον, που δεν έχει αρχή στη φύση του, που είναι μοναδικό στον εαυτό του, που εκ φύσεως είναι πέρα από κάθε γνώση, διάνοια, και αίσθηση των κτι¬στών όντων, που βρίσκεται πέρα από τον χρόνο και τον χώρο…… Ας σκεφτούμε κατόπιν, πώς βαστά τα πάντα με την φιλευσπλαχνία Του, ενεργώντας με πρόνοια, καθώς καθοδηγεί την κτίση, και πώς με μια αγάπη που δεν μπορεί να μετρηθεί, έφθασε στην εγκαθίδρυση του κόσμου και στην αρχή της δημιουργίας. και πόσο φιλεύσπλαχνος είναι ο Θεός, και πόσο υπομονετικός˙ πόσο αγαπά την κτίση, και πώς την βαστά, υπομένοντας ευγενικά την ασυδοσία της, τις αμαρτίες και τις αχρειότητές της, τις φοβερές βλασφημίες των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων».
Τα λόγια που εκστομίζει ο αββάς Ισαάκ είναι λόγια θάμβους και ανεκλάλητου έρωτα. Εκθειάζοντας την αγάπη του Δημιουργού, μας κάνει να μην φοβόμαστε το θάνατο. Να νιώθουμε σαν κληρονόμοι μιας υψηλής κληρονομιάς, που δεν μπορούμε να λογαριάσουμε ή να διανοηθούμε. Τι λογής είναι η εξουσία του Δημιουργού, αφού δημιούργησε το αυτεξούσιο στον άνθρωπο και του έδωσε την ελεύθερη βούληση; Εκεί έγκειται και το απρόσιτο της φύσεώς Του. Ο Θεός μας καλεί, αλλά ποια είναι η κατάσταση του κληθέντος; Πώς να εκτοπίσουμε τα εμπόδια που εμποδίζουν τον Θεό να μας αυτο-αποκαλυφθεί; Η κατάσταση της αγάπης είναι πολύ λεπτή. Η παραμικρή βίαιη πνοή μπορεί να την αλλοιώσει και να την απομακρύνει. Αξίζει, ωστόσο, να χάσουμε κάθε κοινωνική υπόσταση, να κατεβούμε στα χαμηλότερα μέρη της γης, να προσφέρουμε όλον μας τον επιούσιο, προκειμένου να κερδίσουμε αυτή την αγάπη. Ο απογυμνωμένος άνθρωπος που παραμένει ανοικτός είναι που δέχεται τον θείο φωτισμό και εισέρχεται στην θεία αγάπη. Μια τέτοια αντίληψη, θαρρώ, έκανε τον Ντοστογιέβσκη να βάλει στο στόμα του τιποτένιου Μαρμελάντοφ, στο ΄Εγκλημα και Τιμωρία, τούτα τα λόγια: «Κι όλους θα τους δικάσει και θα τους συγχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς και τους σοφούς και τους ταπεινούς... Κι όταν θα έχει τελειώσει με όλους, τότε θα γυρίσει και σε μας: ‘Ελάτε και σεις!’, θα πει, ‘Ελάτε, μεθύστακες, ελάτε, αδύναμοι, ελάτε, ντροπιασμένοι’. Κι εμείς θα βγούμε όλοι, χωρίς να ντραπούμε και θα σταθούμε μπροστά του. Κι Εκείνος θα πει: ‘Είσαστε γουρούνια! Έχετε τη μορφή και τη σφραγίδα του ζώου, όμως ελάτε και σεις!’ Και θα υψώσουν τη φωνή τους οι σοφοί, και θα υψώσουν τη φωνή τους οι σώφρονες: ‘Κύριε, γιατί τους δέχεσαι αυτούς;’ Και θα πει: ‘Τους δέχομαι, σοφοί, τους δέχομαι, σώφρονες, γιατί κανείς τους δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο αυτής της τιμής..¬.’ Και θα μας απλώσει το χέρι, κι εμείς θα πέσουμε στα πόδια Του, και θα κλάψουμε, και όλα θα τα καταλάβουμε! ... Κύριε, ελθέτω η Βασιλεία Σου»!
Ο απόβλητος Μαρμελάντοφ στρέφεται στον Θεό που απλώνει το χέρι στα απομονωμένα και συντετριμμένα θύματα, ακόμη και του εαυτού τους. Η κοινωνία τον έχει αποβάλλει ως παράσιτο, και ο Θεός τον παίρνει στην αγκαλιά Του. Εδώ απεικονίζεται και η συνείδηση του Ντοστογιέβσκη που δεν έχει καμιά σχέση με την ειδωλοποίηση είτε του εαυτού μας, είτε των άλλων. Ειδωλοποίηση που έχει εισαχθεί και στους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Τα της Εκκλησίας αποίμαντα, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, θα πει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός από τον τέταρτο ακόμα αιώνα.
Υπάρχει άβυσσος ανάμεσα στη συνείδηση του χριστιανού και στη συνείδηση εκείνων που εκλαμβάνουν τα φαινόμενα του πλήθους ως αλήθειες. Η επίσημη Εκκλησία αγωνίζεται με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη θέση και την επιρροή της σε μια κοινωνία που το έδαφός της αποσαθρώνεται. Επιδιώκει να προσφέρει στον άνθρωπο μια τακτοποίηση, μια θέση κοινωνική που να τυγχάνει του σεβασμού στα πλαίσια ενός φιλοπρόοδου χριστιανισμού. Τούτο όμως αποκλείει την δοκιμασία που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί την αγάπη του Θεού, να αισθανθεί και να γνωρίσει τον βαθύτερο εαυτό του, και να στραφεί προς τον Χριστό, δηλαδή να μετανοήσει. Διότι η μετάνοια είναι η στροφή προς τον Χριστό, και η αλλαγή των προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
΄Άλλο μετάνοια και άλλο μεταμέλεια για ένα λάθος ή μια εσφαλμένη πράξη. Ο Πέτρος μετανοεί και επιστρέφει στον Χριστό, ο Ιούδας μεταμελείται και απομακρύνεται. Αν ο Ιούδας στρεφόταν στον Χριστό, ο Χριστός θα τον δεχόταν, γιατί το Πάθος Του δεν ήταν αποτέλεσμα της προδοσίας. Η προδοσία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τον Χριστό σταυρώνουν οι άρχοντες του κόσμου για να εξαλείψουν τον ίδιο και τον λόγο Του από την γη, ώστε να συνεχίσουν να κυριαρχούν ανενόχλητοι. ΄Όμως τους ξεσκέπασε ο σταυρός. Ξεσκέπασε τα ψεύδη και τα γελοία τεχνάσματά τους. Διότι η μόνη γλώσσα που γνωρίζουν είναι η γλώσσα της εξουσίας και της ισχύος. Η γλώσσα της αγάπης τους είναι ακατάληπτη.

***

Μόνο το Πνεύμα του Θεού μπορεί να μας τραβήξει έξω από το πνεύμα του κόσμου και τις φονικές του εξάρσεις, όταν ο άνθρωπος καταληφθεί από το Πνεύμα του Θεού που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Ουδείς μπορεί να δει κατάματα την αλήθεια και να δεηθεί εν πνεύματι και αληθεία αν δεν ανοίξει την καρδιά του στον Παράκλητο, που θα τον βγάλει από τις διαμάχες και τις επιθυμίες, σβήνοντας τον φόβο του κόσμου απ’ την καρδιά του. Τότε οι επιθυμίες και το πνεύμα του κόσμου δεν τον αγγίζουν, μήτε παρασύρεται απ’ αυτό. Ποιος μπορεί να ξεφύγει από το πνεύμα του κόσμου; Τότε θα καταλάβει και ποιος είναι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος που γεννά η αγάπη, ή μάλλον είναι αγάπη, και δεν είναι αποτέλεσμα τιμωρίας και ανταπόδοσης. «Ποια αγάπη εργάστηκε για να αρχίσει η δημιουργία του κόσμου!… Με αγάπη έφερε τον κόσμο στην ύπαρξη, με αγάπη θα τον φέρει σ’ εκείνη την θαυμάσια μεταμορφωμένη κατάσταση, και με αγάπη ο κόσμος θα καταποθεί στο μέγα μυστήριο Εκείνου που επιτέλεσε όλα αυτά τα πράγματα. με αγάπη θα ολοκληρωθεί τελικά όλη η πορεία της οικονομίας της κτίσης».

****

Η ουσία της δοκιμασίας μας, λέγει ο Ισαάκ, έγκειται στην αποκάλυψη της θείας αγάπης. Ο πέπλος που καλύπτει τους οφθαλμούς για να μην βλέπουμε την αγάπη του Θεού, μπορεί να ανασηκωθεί είτε με την οδό του μοναχού, ο οποίος εγκαταλείπει τον κόσμο, ή με ένα ψυχικό τραύμα που προκαλεί μια διαπεραστική δοκιμασία, αφήνοντας τον άνθρωπο ταπεινωμένο και γυμνό μπροστά στον εαυτό του και τον Θεό. Μια διαπεραστική δοκιμασία που τραυματίζει την ψυχή, την γκρεμίζει στα τάρταρα του άδη, όπου και πάσχει τα έσχατα. Μια τέτοια δοκιμασία δίνει μια αίσθηση της γέεννας. Μια αίσθηση απόλυτης ερήμωσης και οδύνης που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το άλγος ξεπερνά σε μέγεθος τους λόγους που υποτίθεται πως το δημιούργησαν. Η καταρράκωση του εαυτού συνοδεύεται από την κατάρρευση μέσα μας του κόσμου. Από την αίσθηση αυτή αντλείται η δύναμη που γεννά την ακατανίκητη ορμή για τον Χριστό. ΄Όμως ποιοι μπορούν ν’ αντέξουν σε μια τέτοια δοκιμασία χωρίς να καταβληθεί η ψυχή τους; Εκείνοι που αναθέτουν την πάσα ελπίδα τους στον Χριστό. Εκείνοι που νεκρώνονται για τον κόσμο. Και από την νέκρωσή τους για τον κόσμο ξεπηδά η ατελεύτητη ζωή. Τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη Χάρη του Θεού, και ότι και ο τελευταίος των ανθρώπων μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτή τη Χάρη και να απολαύσει την ευφροσύνη της. Ο Θεός μας καλεί σε ατέλειωτη ηδονή και απόλαυση, που κανένα θέλγητρο του κόσμου δεν μπορεί να επισκιάσει και να σβήσει.
«Ο Θεός έχει για τον καθένα μια μοναδική θέση πλήρους και αδιατάρακτης αγάπης, και έχει μια μοναδική φροντίδα για εκεί¬νους που έχουν πέσει, όση και για εκείνους που δεν έχουν πέσε…. Δεν υπάρχουν μεταβολές, ή κάποιες προγενέστερες ή μεταγενέστερες προθέσεις στον Δημι¬ουργό: δεν υπάρχει μίσος ή μνησικακία στη φύση Του, ούτε μεγαλύτε¬ρη ή μικρότερη θέση στην αγάπη του, ούτε πριν ή μετά στη γνώση του. Γιατί, αν όλοι πιστεύουν πως η κτίση ήρθε στην ύπαρξη ως αποτέλεσμα του ελέους και της αγάπης του Δημιουργού, τότε γνωρίζουμε πως αυτή η πρωταρχική αιτία δεν μειώνεται ούτε μεταβάλλεται ποτέ στη Φύση του Δημιουργού, ως συνέπεια της ακατάστατης πορείας της δημιουργίας».
Τίποτα δεν μεταβάλλει στην φύση του Δημιουργού την αγάπη του για τον κόσμο. Η τάση να κατηγορούμε τον Θεό για την ακατάστατη πορεία του κόσμου και να αποσείουμε τις δικές μας ευθύνες, να λαμβάνουμε την άγνοια που μας διακατέχει ως φωτισμό και να εμμένουμε σ’ αυτήν, δεν αρκεί για να αποκρύψει το φτώχεμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το φτώχεμα αυτό είναι που θα αποκαλύψει την ευθύνη μας στην ιστορία του κόσμου. ΄Ότι η βία της ιστορίας προέρχεται αποκλειστικά από τους ανθρώπους, και όχι από τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ θύμα του Θεού, ο Θεός είναι πάντοτε θύμα του ανθρώπου. Η αντίληψη ότι το κακό αρκεί να αλλάξουν οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής για να πάψει να υπάρχει, είναι τουλάχιστον αφελής, αν όχι ύποπτη. Λέγεται πως η κατάσταση της σήψης και της διάλυσης που ζούμε οφείλεται εν πολλοίς στο ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει πόλεμος. ΄Όμως και αν ο πλανήτης σωθεί από μια ενδεχόμενη πυρηνική καταστροφή, η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει ποτέ πλέον να θέσει μια καινούρια αρχή. Δεν θα υπάρξει καινούρια αρχή αν δεν παραιτηθούμε άνευ όρων από την βία και τα έργα της, και η ζωή θα γίνεται ολοένα πιο ολέθρια και πιο καταστροφική.
Το Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι (Λουκ. 23, 34), δεν αποτελεί ένα ρητορικό σχήμα, αλλά μια συγκλονιστική διαπίστωση. Το ίδιο και τα λόγια του Πέτρου στις Πράξεις των Αποστόλων: Και νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ώσπερ και οι άρχοντες υμών (Πραξ. 3, 17). Δηλώνουν την τύφλωση των ανθρώπων να βγουν από την κατάσταση που λογαριάζουν ως δίκαια και αληθινή, και να αντικρίσουν την αλήθεια. Δηλώνουν ακόμα την τάση του ανθρώπου να παρασύρεται και να εκλαμβάνει τα φαινόμενα που παίρνουν μαζικές διαστάσεις ως αλήθειες. Και το περίεργο είναι ότι ενώ η σύγχρονη τεχνολογία ισχυρίζεται ότι υπάρχει για να διαφωτίζει και να πληροφορεί για τα πάντα, αντιθέτως ενισχύει την τύφλωση και διαιωνίζει το σκοτάδι.

***

Η φιλευσπλαχνία του Θεού και η αγάπη Του δεν έχουν όρια, η φύση του είναι ξένη προς την εκδίκηση, την τιμωρία, την μομφή, την ανταπόδοση. Στον Θεό δεν προσάπτεται κανενός είδους βία, όπως συμβαίνει με τις κίβδηλες θρησκείες και τις ψευτοθεότητες˙ διατρανώνεται το άμετρο της αγάπης και της καλοσύνης Του. Ο Θεός δεν τοποθετεί κανένα εμπόδιο μεταξύ ημών και Εκείνου. Εμείς είναι που υψώνουμε εμπόδια. Εμείς επιδιώκουμε την επιβολή και την ισχύ έναντι των άλλων, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που μας προσφέρονται. «Μακριά από μας η σκέψη πως θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ εκδίκηση σ’ αυτή την πηγή της αγάπης, στον ωκεανό που ξεχειλίζει από καλοσύνη». Κι ακόμη: «Το έλεος αντιπαρατίθεται στη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία είναι ισότητα στην οριζόντια κλίμακα, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει και δεν κλίνει προς την μία πλευρά ως προς τα πρόσωπα. Το έλεος, από την άλλη, είναι μια θλίψη και μια συμπόνια που προκαλείται από την καλοσύνη.... δεν τιμωρεί κάποιον που αξίζει το κακό, και σ’ αυτόν που αξίζει το καλό του δίνει διπλή μερίδα. Αν, λοιπόν, είναι φανερό πως το έλεος ανήκει στη μερίδα της δικαιοσύνης, τότε η δικαιοκρισία ανήκει στη μερίδα της κακίας. Όπως δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο χόρτα και φωτιά, έτσι έλεος και δικαιοκρισία δεν μπορούν να συγκατοικούν σε μια ψυχή».
Η δικαιοκρισία παραβάλλεται με την αδικία και εμπεριέχει την τιμωρία, με μια ισότητα σε οριζόντια κλίμακα που δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί. Η δικαιοσύνη του Θεού περιέχει μόνο την αγάπη και το έλεος. Ανασηκώνει τον αδύναμο, θεραπεύει τον πληγωμένο και κατατρεγμένο, δεν τιμωρεί αυτόν που πράττει το κακό και αναπαύει εκείνον που πράττει το καλό. Η δικαιοσύνη του Θεού τους βλέπει όλους με τα ίδια μάτια. Μια αγκαλιά η συμπόνια και η ευσπλαχνία της δικαιοσύνης Του. Μια αγκαλιά που σκεπάζει όλες τις κακίες και τις ανθρώπινες αθλιότητες, που περιθάλπει τα θύματα και βάζει βάλσαμο στις πληγές. Το βάρος της σάρκας, το βάρος της ύπαρξης ανεπαίσθητα ελαφρώνουν, γίνεται το φορτίο ελαφρύ, όταν ο νους αποσπάται από τα γήινα, από τα περιτρίμματα ενός κόσμου χωρίς προσανατολισμό. Ο πειρασμός της μιας μέρας ελλοχεύει στην επόμενη, το κακό της μιας παραμονεύει στην άλλη, μέσα στον χρόνο που κυλά, όταν το βράδυ δεν κρατά κανένα ίχνος της μέρας που πέρασε μέσα στην τύρβη και τις δραστηριότητες που τυφλώνουν τα μάτια. ΄Όμως μη φοβάστε, μας λέγει ο Ισαάκ. Οι αμαρτίες της σάρκας είναι σαν μια χούφτα άμμος που ρίχνεται στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Το έλεος του Θεού δεν ανακόπτεται από τις κακίες των ανθρώπων. Η αγάπη του Θεού κινείται πέρα από την ανθρώπινη διάνοια.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24.4.2008, Μ. Πέμπτη]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ