29.6.08

ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΡΚΟΥ: Ο συγγραφέας Φίλιππος Μανδηλαράς στην Κωνσταντινίδειο Βιβλιοθήκη

Η Σοφία Μαντουβάλου, η Νανίνα Σακκά, η Πόλυ Βασιλάκη και πριν λίγες μέρες ο Φίλιππος Μανδηλαράς ζέσταναν φέτος με την παρουσία τους τη Βιβλιοθήκη του Δήμου μας. Κι εμείς περιπλανηθήκαμε στα μονοπάτια τους…
Μόνο που το τελευταίο μονοπάτι μάλλον το χαράξαμε μαζί με τον Φίλιππο Μανδηλαρά. Ίσως μας έδειξε τον τρόπο…
Θα σας πω δυο λόγια για τον συγγραφέα.

Ο Φίλιππος Μανδηλαράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Παρίσι και στη συνέχεια στράφηκε στις κοινωνικές επιστήμες μελετώντας τα ξωτικά του Ελλαδικού και Μεσογειακού χώρου.
Απόρροια των σπουδών του είναι κατ΄αρχάς η ενασχόλησή του με τον ελληνικό υπερρεαλισμό και ιδιαίτερα με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο.
Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημιουργία και την εφαρμογή μιας μεθόδου Δημιουργικής Γραφής για παιδιά, αλλά και για ενήλικες με σεμινάρια σε εκπαιδευτικούς, ανακοινώσεις σε συνέδρια και εργαστήρια με παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου.
Από το 1998 ασχολείται συστηματικά με την παιδική λογοτεχνία ως μεταφραστής, επιμελητής, αναγνώστης και συγγραφέας. Έχει γράψει γύρω στα εικοσιπέντε βιβλία και πάνω από οχτακόσιες μεταφράσεις. Kαι επισκέπτεται σχολεία και βιβλιοθήκες σ΄όλη την Ελλάδα όπου στήνει αυτοσχέδιες παραστάσεις με τη συμμετοχή μαθητών που δραματοποιούν ελεύθερα τις ιστορίες που έχει εκδώσει.

Κάποια βιβλία του που ξεχώρισα και θα τα βρείτε στη Βιβλιοθήκη μας:
Ρίκγι το μυρμήκγι, 1998, με την Αγγελική Πασσιά, εκδόσεις Φυτράκη, Η φεγγαρόσουπα, 2006, με τη Βάσω Γιαρένη, Πιάστε τους!, 2003, με τη Μαρία Παπαγιάννη. Το βιβλίο τιμήθηκε με έπαινο από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου και ήταν η αιτία για την προηγούμενη επίσκεψη του συγγραφέα στην Καστοριά το 2004 μαζί με τη Μαρία Παπαγιάννη. Ο Ολυμπιονίκης που έβλεπε τα ψάρια να περνούν, 2003, Ο Άγιος Βασίλης είμαι εγώ, εσύ κι όλοι αυτοί που έχουν καρδιά να αγαπάνε, 2007. Το βιβλίο αυτό το παρουσιάσαμε ως θεατρικό δρώμενο στη χριστουγεννιάτικη γιορτή μας στη Βιβλιοθήκη, το Δεκέμβριο. Νίκη ή αυτό που φαίνεται κι αυτό που είναι, 2005, το αγαπημένο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζεται με πολύ ενθουσιασμό από τους εφήβους, Τα μπανανόψαρα, 2007, Εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής για παιδιά, 2001, με την Αγγελική Πασσιά. Όλα αυτά από τις εκδόσεις Πατάκη. Και Τα Ξωτικά. Όψεις του φανταστικού στον νεοελληνικό πολιτισμό, 2004, από τις εκδόσεις Φυτράκη. Από τις μεταφράσεις του ξεχώρισα τα βιβλία: Με αγάπη Κλάρις Μπιν και Πού έμπλεξες πάλι Κλάρις Μπιν της Λόρενς Τσάιλντ από τις εκδόσεις Πατάκη, που εντυπωσίασαν τα παιδιά του Γυμνασίου.
Θα προσπαθήσω, τώρα, να σας δώσω μια ιδέα της γιορτής, γιατί την αίσθηση την αποκτάς μόνο αν είσαι εκεί…

Τη Δευτέρα, λοιπόν, 12 Μαΐου στις 6 το απόγευμα ήμασταν εκεί, στο ζεστό χώρο της Βιβλιοθήκης μας και πετάξαμε με «Τα μπανανόψαρα», το πρόσφατο βιβλίο του συγγραφέα. Η Πολιτιστική ομάδα του Γυμνασίου Κορησού παρουσίασε με τη μορφή θεατρικού αναλογίου εφτά από τις έντεκα ιστορίες του βιβλίου. Τα παιδιά μαζί με τον Ιερεμία Κουντζ, τη Ζωή, το Νοά, τη Μαλού, τον Λάλο, τον Μάρτιν Άιζενχοφ, και τον κύριο Νίκμπελ πέταξαν καβάλα στα μπανανόψαρα τραβώντας μαζί τους στο ταξίδι όσους μπόρεσαν να συναισθανθούν. Κι όπως είπε ο συγγραφέας στο τέλος, οι ιστορίες του είναι σκιές που τις νιώθεις, αν μπορείς. Αυτό κυρίως. Δεν έχει σημασία, αν θα τις καταλάβεις. Μόνο να τις νιώσεις κι έχεις βρει τη δική σου αλήθεια...

Το πρωί της Δευτέρας ο συγγραφέας επισκέφτηκε το Γυμνάσιο της Κορησού όπου έκανε μια πρώτη επαφή με τα παιδιά της Πολιτιστικής ομάδας, αλλά γνωρίστηκε και με τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου, κουβέντιασε κι έπαιξε μαζί τους. Την Τρίτη το πρωί στο 1ο Δημοτικό Καστοριάς και στο Δημοτικό της Κορησού είχαν την ευκαιρία τα παιδιά να περάσουν ευχάριστα και δημιουργικά, αφού δραματοποίησαν ρόλους από τις ιστορίες του.
Καθώς έφευγε το απόγευμα της Τρίτης από την Καστοριά με ένα κοπάδι μπανανόψαρα να παίζουν μέσα στα μαλλιά του, νιώσαμε την ανάγκη να του πετάξουμε μια χούφτα χρώματα, για να τον χαιρετήσουμε. Τότε, τα μπανανόψαρα άφησαν για λίγο το παιχνίδι τους με τα μαλλιά του, στροβιλίστηκαν για λίγο μέσα στα χρώματα, τα έμπλεξαν, τα ξέμπλεξαν κι έπειτα τσίμπησαν προσεκτικά τις άκρες τους και τα έδεσαν μακριά κλωστή. Μ΄ αυτή πέταξαν ως εμάς, μας άπλωσαν τη μια της άκρη και πέταξαν γρήγορα να τον προλάβουν που απομακρυνόταν…


Ιδανικές μέρες για μπανανόψαρα

Του Φίλιππου Μανδηλαρά


ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΠΑΝΑΝΟψαρο το είδα στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, τη στιγμή ακριβώς που ο συνοφρυωμένος υπάλληλος στον έλεγχο αποσκευών μου ανακοίνωνε ότι η πτήση για την Καστοριά είχε ακυρωθεί.
Το είδα να εμφανίζεται πάνω από τον ιμάντα που μεταφέρει τις αποσκευές, να υψώνεται ως τον πίνακα ανακοινώσεων με το σήμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας και στη συνέχεια να βουτάει μέσα στο πλήθος που διασταύρωνε τα βήματά του (αλλά όχι και τις ματιές του) στo καλογυαλισμένο πάτωμα της εισόδου του αεροδρομίου. Μετά, κάποιος ενεργοποίησε την αυτόματη πόρτα και το μπανανόψαρο γλίστρησε από το άνοιγμά της, πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι ενός ιδιωτικού αστυνομικού και χάθηκε στον ανοιξιάτικο ουρανό.
Κοίταξα γύρω να διαπιστώσω αν κάποιος το είχε προσέξει αλλά όλοι ήταν τόσο απασχολημένοι με τον αριθμό της πτήσης τους, την έξοδο στην οποία θα έπρεπε να κατευθυνθούν και την τήρηση της σειράς στον έλεγχο αποσκευών, που αποκλείεται –σκέφτηκα- να παρατηρούσαν ένα τόσο δα ψαράκι, κι ας ήταν και ιπτάμενο.
«Το είδατε;» άκουσα κάποιον να μου ψιθυρίζει συνωμοτικά πίσω μου.
Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον Ιερεμία Κουντζ.
Τον κύριο Κουντζ τον είχα συναντήσει μία και μοναδική φορά σε μια βιβλιοθήκη. Εκεί μου είχε διηγηθεί τη θαυμαστή ζωή του, όπως και το όνειρό του να βρει τις συντεταγμένες του νησιού όπου ζουν τα μπανανόψαρα.
«Ταξιδεύετε, κύριε Κουντζ;» τον ρώτησα.
«Όχι απαραίτητα» μου απάντησε. «Ξέρετε, αγαπητέ μου, τα καλύτερα ταξίδια, γίνονται με τη φαντασία μας. Τους ομορφότερους προορισμούς, μόνοι μας τους επινοούμε».
Τον κοίταξα απορημένος. Τι προσπαθούσε να μου πει;
«Εσείς ταξιδεύετε;» με ρώτησε.
Του μίλησα για την πτήση μου που ακυρώθηκε, για τα παιδιά του Γυμνασίου στην Κορησό που με περίμεναν, για τον ενθουσιασμό τους με τα μπανανόψαρα... Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι με κοιτούσε δίχως να με ακούει.
«Αυτές οι πρώτες μέρες του Μαγιού είναι ιδανικές για μπανανόψαρα» είπε. «Δεν συμφωνείτε;» Και με μια κίνηση του χεριού, μου έδειξε προς την τζαμαρία της εξόδου. Τη στιγμή εκείνη, ένα κοπάδι μπανανόψαρα έπλεε αργά προς τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου.
Τα παρακολουθήσαμε και οι δύο με τα μάτια κι έπειτα, όταν χάθηκαν από το οπτικό μας πεδίο, ο κύριος Κουντζ γύρισε προς τη μεριά μου, μου έσφιξε το χέρι, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και κατευθύνθηκε προς το κοντινότερο καφέ. Λίγο μετά, χάθηκε στο πλήθος που εξακολουθούσε να σέρνει βουβό τις βαλίτσες στο καλογυαλισμένο πάτωμα.
Το παράδοξο με τα μπανανόψαρα, είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις αν σε ακολουθούν αυτά ή αν εσύ τα ακολουθείς. Έχει όμως σημασία; Σημασία έχει ότι παντού στο δρόμο μέχρι την Καστοριά συναντούσα μπανανόψαρα (θες ανάμεσα στα σπάρτα που θάμπωναν τους οδηγούς στην εθνική οδό με το ζεστό τους κίτρινο, θες στις εξόδους των τούνελ όπου έπλεαν μαζεμένα, σαν ψάρια εξωτικά μέσα σε ενυδρείο, θες στις διασταυρώσεις των επαρχιακών δρόμων ή στις γέφυρες ποταμών και ξεροποτάμων) –παντού. Κι όταν, επιτέλους, έφτασα στην πόλη που ‘ναι χτισμένη γύρω από τη λίμνη, διαπίστωσα ότι μέσα στην υγρασία που ‘χε καλύψει κτίρια, δέντρα και ανθρώπους, έπλεαν εκατοντάδες μπανανόψαρα. Υπέροχα!
Σκέφτηκα τα λόγια του Ιερεμία Κουντζ: «Τους ομορφότερους προορισμούς, μόνοι μας τους επινοούμε». Χαμογέλασα. Έτσι είναι, ψιθύρισα κι έκανα να πιάσω ένα μπανανόψαρο που έφερνε γύρους το σακίδιό μου. Με μια δυνατή ώθηση των πτερυγίων του, το μπανανόψαρο απομακρύνθηκε ως ένα στενό, πίσω από τη Νομαρχία.
Όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος που έβλεπε τα μπανανόψαρα. Όχι! Κι άλλοι πολλοί τα έβλεπαν κι ο καθένας τους έδινε τα δικά του χαρακτηριστικά που καθρέφτιζαν τη δική του ανάγκη για υπέρβαση, τις δικές του ανησυχίες -τη δική του αλήθεια, εντέλει. Έξαφνα, διαπίστωσα ότι τα μπανανόψαρα δεν ήταν πια ένα μυστικό που μοιραζόμουν με τον κύριο Κουντζ και μερικούς φίλους και αναγνώστες, αλλά ότι είχαν αποκτήσει δική τους οντότητα, δρούσαν ανεξάρτητα στη φαντασία του καθενός, ελεύθερα. Και τότε συνειδητοποίησα τη βαθύτερη αλήθεια των λόγων του Ιερεμία Κουντζ. Τα καλύτερα ταξίδια δεν είναι ποτέ γεωγραφικά. Οι ομορφότεροι προορισμοί βρίσκονται στα σημεία εκεί όπου τέμνεται η άλεκτη ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία. Εκεί όπου επινοείται μια νέα, προσωρινή αλήθεια μέχρι το επόμενο ταξίδι. Αυτήν την αλήθεια έζησα με τους μαθητές του Γυμνασίου της Κορησού και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Τελικά, οι πρώτες μέρες του Μαγιού είναι ιδανικές για μπανανόψαρα. Να το θυμάστε!


[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5.6.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ