15.6.09

ΛΑΖΑΡΟΥ ΤΣΙΚΡΙΤΖΗ: Το «Ξενία» πριν από όλα είναι δημιούργημα με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία

Τα όποια σχέδια για τη χρήση του δεν πρέπει να αναιρούν τη φυσιογνωμία του κτίσματος

Αν και κάτοικος Κοζάνης, παρακολουθώ με ενδιαφέρον μέσω του τοπικού τύπου τα δρώμενα στο νομό Καστοριάς και ειδικά τα θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Ως εκ τούτου μου επιτρέπεται, φαντάζομαι, να αναφερθώ σε μια από τις πολλές διαστάσεις που έχει η στέγαση του πρώτου Πανεπιστημιακού Τμήματος της Καστοριάς. Εκ προοιμίου σημειώνω ότι δεν προτείνω συγκεκριμένη λύση, διότι δεν γνωρίζω όλα τα δεδομένα του προβλήματος (όντας «έξω απ’ το χορό»), αλλά επικεντρώνομαι σε μια παράμετρο η οποία μάλλον διαφεύγει του προβληματισμού των αρμοδίων.
Συγκεκριμένα η πρόταση για στέγαση του Πανεπιστημίου στο «Ξενία» θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη της ότι το εν λόγω κτίσμα θεωρείται ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αρχιτεκτόνων ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ το έχει κατατάξει μεταξύ των «Ξενία» της χώρας, τα οποία πρέπει να χαρακτηριστούν ως νεότερα διατηρητέα και να αποκατασταθούν χωρίς να διαταραχτεί η φυσιογνωμία τους. Ανήκει στην ομάδα των «Ξενία» που κατασκευάστηκαν από τον διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη και τους προδρόμους του. Συγκεκριμένα το «Ξενία» της Καστοριάς χτίστηκε το 1953 από τον αρχιτέκτονα Χ. Σφαέλλο και ήταν από τα πρώτα στην Ελλάδα.

Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αρχιτεκτόνων έχει θέσει επανειλημμένα το αίτημα της προστασίας των κτισμάτων του ΕΟΤ της περιόδου αυτής και οργάνωσε σχετικές επιστημονικές εκδηλώσεις προτείνοντας να ζωντανέψει και να λειτουργήσει ένα δίκτυο με τα εναπομείναντα «Ξενία» της χώρας. Παλιότερα ο σύλλογος είχε διαμαρτυρηθεί έντονα για τα «Ξενία» Ηρακλείου και Λάρισας, τα οποία τελικώς κακοποιηθήκαν ή κατεδαφίστηκαν στα πλαίσια της «αξιοποίησης» τους.
Επίσης η Οικολογική Κίνηση Κοζάνης αγωνίζεται εδώ και έξι χρόνια για τη διάσωση του «Ξενία» της Κοζάνης. Έχει καταθέσει στην εφορία Νεότερων Κτηρίων Κεντρικής Μακεδονίας πρόταση για τον χαρακτηρισμό του «Ξενία» της πόλης ως νεότερου διατηρητέου. (Η υπόθεση βρίσκεται σε καλό δρόμο χάρη στην πολύτιμη βοήθεια και τεκμηρίωση του αρχιτέκτονα Κώστα Δεσποτίδη).

Το «Ξενία» της Καστοριάς λοιπόν, όπως και άλλα επώνυμα κτίσματα του ΕΟΤ αυτής της περιόδου (Ολυμπία, Πόρος, Ξάνθη, Σκιάθος, ξενώνες Επιδαύρου) έχουν λιτή εξωτερική μορφή και προβάλουν την κατασκευαστική τους δομή, ακολουθώντας τις επιταγές του κινήματος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του κ. Δεσποτίδη οι κατόψεις και οι όψεις των «Ξενία» διαμορφώνονται με βάση τον κάνναβο του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ οι τοίχοι πλήρωσης είναι επιχρισμένοι και λευκοί. Οι προεξέχοντες όγκοι των εξωστών, που διαμορφώνονται με λεπτές μεταλλικές διατομές στα άκρα και τα ξύλινα στοιχεία των κουφωμάτων, αποτελούν χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των όψεων με υπαινικτικές αναφορές στην ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Το «Ξενία» της Καστοριάς μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις της νομοθεσίας που αφορά τα νεότερα διατηρητέα. Πράγματι ο Νόμος 3028/02 “για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς” επιχειρεί να εκσυγχρονίσει και να εναρμονίσει το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο με τις επιταγές του Συντάγματος του 1975 και την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και με τις διεθνείς συμβάσεις που η Ελλάδα έχει κατά καιρούς συνυπογράψει. Μεταξύ των άλλων ζητημάτων στο νόμο περιλαμβάνεται και η υιοθέτηση της αρχής του “μνημείου” για τα έργα που ανήκουν σε περιόδους πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Στο άρθρο 6 βεβαιώνεται ότι στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων και “τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασία τους”.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε λίγο και στους δημιουργούς των «Ξενία» και γενικότερα των πρώτων κτισμάτων του ΕΟΤ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αρχίζει μια σημαντική προσπάθεια του Ε.Ο.Τ. στον τομέα της ανάπτυξης του τουρισμού και της κτηριακής υποδομής του. Την περίοδο 1950-1958 ο Χαράλαμπος Σφαέλλος, ως διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του νεοσύστατου Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, αρχίζει να υλοποιεί το πρόγραμμα μελέτης και ανέγερσης των Ξενία. Από το 1957 ως το 1967 προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών ο Άρης Κωνσταντινίδης, που μετατρέπει την υπηρεσία αυτή σε εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης με άξιους συνεργάτες σημαντικούς αρχιτέκτονες. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η συνολική προσέγγιση βασίστηκε σε ένα στέρεο και ουσιαστικό θεωρητικό υπόβαθρο που παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα του Άρη Κωνσταντινίδη, όπου αναλύεται η προσέγγιση για την επιλογή του κατάλληλου χώρου και προσανατολισμού, η σημασία της ένταξης στο τοπίο, η σχέση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, η απλότητα και σαφήνεια της μορφής, η ειλικρίνεια στη χρήση των υλικών, η τυποποίηση στην κατασκευή αλλά και η επιθυμία για την ένταξη των μονάδων αυτών στη ζωή του κάθε τόπου, στοιχεία που καθιστούν το όλο εγχείρημα μοναδικό.

Μέσα από τα κτήρια αυτά διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό η σύγχρονη αρχιτεκτονική θεώρηση όπως άλλωστε εκτίμησε το 1962 ο Π. Μιχελής σημειώνοντας ότι "…τα κτηριακά έργα του Ε.Ο.Τ. προάγουν την εξέλιξιν της Αρχιτεκτονικής εν Ελλάδι." Είναι γεγονός ότι τα κτίρια αυτά έχουν τεράστια σημασία για την ελληνική αρχιτεκτονική, καθώς αποτελούν τη σημαντικότερη παραγωγή δημοσίων κτηρίων μεταπολεμικά, επιτυγχάνοντας μέσα από την ένταξη στο ιδιόμορφο και αρχέγονο ελληνικό τοπίο, την ερρίζωση μιας σύγχρονης καθαρής και ειλικρινούς αρχιτεκτονικής έκφρασης, που με συνέπεια ερμήνευσε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, μέσα από έναν κώδικα πολιτισμικής εντοπιότητας (Δελτίο τύπου ΣΑΔΑΣ 2003).
Ο Άρης Κωνσταντινίδης ειδικότερα είχε και έχει διεθνή αναγνώριση. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1968-70), ενώ υπήρξε και αντεπιστέλλον μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου (1985). Το έργο του έχει παρουσιασθεί με εκθέσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και με δημοσιεύσεις σε ξένα αρχιτεκτονικά περιοδικά. Βασική αρχή του όσον αφορά το έργο του ήταν η “σύγχρονη αληθινή αρχιτεκτονική” η οποία πλάθει “δοχεία ζωής” μέσα από κοινή κατασκευαστική διάρθρωση και ενσωματώνει αυτό οργανικά στο φυσικό του περιβάλλον.

Δυστυχώς τα περισσότερα «Ξενία» σήμερα δεν μοιάζουν με το έργα που παρέδωσαν οι δημιουργοί τους. (Το ίδιο συμβαίνει και με το «Ξενία» της Καστοριάς που έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα του). Ο ίδιος ο μεγάλος αρχιτέκτονας και διανοητής Άρης Κωνσταντινίδης δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του είχε ξεσπάσει οργισμένος σε σχετική συνέντευξη (1991): “ Ότι έχω κτίσει στη ζωή μου, σήμερα δεν το αναγνωρίζω. Το έχουν αλλάξει. Μόλις τέλειωνα κάθε τι που έκτιζα και έφευγα, το αλλάζανε. Με άφηναν να το κάνω, διότι είχα τον τρόπο να επιμένω, αλλά μετά το αλλάζανε. Τα Ξενία που έχω κτίσει, αγνώριστα. Τα έχουν αλλάξει. Στα χρώματα, στα έπιπλα, σε όλα. Ή στα σπίτια. Αγνώριστα !! ”

Τα όποια σχέδια για τη χρήση του «Ξενία» δεν πρέπει να αναιρούν τη φυσιογνωμία του κτίσματος. Συνεπώς όσοι προτείνουν να στεγαστεί το Πανεπιστήμιο στο «Ξενία» θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλα τα παραπάνω. Με τη σημερινή του μορφή το κτίσμα είναι αδύνατο να εξυπηρετήσει ένα σύγχρονο Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης. Μόνον ως χώρος συμπληρωματικών λειτουργιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Αν λοιπόν σκοπεύουν να γίνουν μεγάλες επεμβάσεις στο «Ξενία», και να το κάνουν αγνώριστο, καλύτερα να το ξεχάσουν. Ο νόμος 3028/02 (άρθρο 40) είναι σαφής: Ορίζει ότι “οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία που αποβλέπουν στην επαναχρησιμοποίηση τους πρέπει να διατηρούν την υλική υπόσταση και την αυθεντικότητά των μνημείων”.

Με άλλα λόγια οι εργασίες αποκατάστασης σε ένα κτήριο του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, πρέπει να βασίζονται σε σχεδιαστικά ντοκουμέντα και σε μια άλλη σειρά τεχνικών και ιστορικών αναλύσεων που να επιτρέπουν την πιστή ανακατασκευή του έργου με στόχο την αποκατάσταση του επικοινωνιακού, μορφοπλαστικού και αισθητικού δυναμισμού του κτηρίου και την απόδοση ενός δοκιμίου που να διακρίνεται από το χαρακτηρισμό της πρωτοτυπίας (της αρχιτεκτονικής σύνθεσης) και όχι της αυθεντικότητας (της κτηριακής ύλης), όπως προτρέπει η Χάρτα της Βενετίας. Τα παραπάνω υποστηρίζει ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο ΑΠΘ.

Θα ήταν λοιπόν κρίμα στη λογική των «πρακτικών λύσεων» που διαπερνά τη νεοελληνική πολιτεία και κοινωνία, να πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων ένα ακόμη κομμάτι της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και μάλιστα για να στεγαστεί μια Αρχιτεκτονική Σχολή!

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ