22.6.09

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής και το υδροκέφαλο κράτος

Το 1844, μετά από σχεδόν μία δεκαετία ανεξαρτησίας, η Ελλάδα υιοθέτησε τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της καθολικής ψήφου για τους άντρες. Παρά την πρώιμη εισαγωγή ενός δυτικού τύπου κοινοβουλίου, το ελληνικό πολιτικό σύστημα απέτυχε να αναπτυχθεί στα πρότυπα της Δύσης. Η ελληνική πολιτική έφερε το στίγμα των ανταγωνισμών που δομούνταν πάνω στα προσωπικά φρονήματα παρά στο επίπεδο των ιδεών, με την κατοχή της εξουσίας να αποτελεί αυτοσκοπό και όχι μέσο επιδίωξης κοινωνικοπολιτικών στόχων. Αντί για κόμματα με τη σύγχρονη έννοια του όρου, η χώρα διέθετε ρευστά πολιτικά σχήματα από ετερόκλητες ομάδες οι οποίες συσπειρώνονταν γύρω από πολιτικές προσωπικότητες, όχι στη βάση κοινών αρχών, αλλά στο πλαίσιο πελατειακών συναλλαγών. Η απουσία κομμάτων με συνεκτικές πολιτικές γραμμές άφηνε ελεύθερο χώρο για συναλλαγή ανάμεσα σε άτομα, κλίκες και στενά συμφέροντα. Εξαιτίας της συχνής μεταβολής των φρονημάτων και της έλλειψης κομματικής πειθαρχίας, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις υπήρξαν ασταθείς και σχετικά βραχύβιες.

Η ανάδυση ενός κράτους με υδροκέφαλο χαρακτήρα ήταν άμεση συνέπεια των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής πολιτικής. Το 1870, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό στην Ελλάδα ήταν επτά φορές υψηλότερο από ότι στη Βρετανία(1). Όπως χαρακτηριστικά έχουν επισημάνει οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος «περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, οι δημόσιοι υπάλληλοι συμβόλιζαν, από κάθε άποψη, την Ελλάδα»(2). Σε αντίθεση με τις δυτικές δημοκρατίες, όπου η δημοσιοϋπαλληλία ανταποκρινόταν στις αυξανόμενες απαιτήσεις μιας σύνθετης και δυναμικής κοινωνίας, η δημόσια υπερτροφία στον ελλαδικό χώρο λίγο σχετιζόταν με οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, αλλά ήταν αποτέλεσμα πελατειακών συναλλαγών. Ο έλεγχος της κρατικής μηχανής από πελατειακά κόμματα καθιέρωνε ένα σύστημα το οποίο δεν μπορούσε να αντιδράσει ευέλικτα και αποτελεσματικά στις ανάγκες ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου.

Ο υπερσυγκεντρωτικός χαρακτήρας του συστήματος ανέστειλε κάθε πρωτοβουλία στην περιφέρεια της χώρας, καθώς οι καθοριστικές αποφάσεις λαμβάνονταν στην Αθήνα, ενώ λίγοι ήσαν πρόθυμοι να πάρουν πρωτοβουλίες ή να αναλάβουν ευθύνες χωρίς να έχουν προηγηθεί οδηγίες από τις κεντρικές αρχές. Για τους πολιτικούς, ο έλεγχος της κρατικής μηχανής δεν αποτελούσε απλώς πηγή εξουσίας, αλλά και ένα μέσο απονομής ευνοιών σε πρόσωπα αρεστά και χρήσιμα. Σε μία κατά βάση αγροτική οικονομία, η εξασφάλιση εργασίας στο δημόσιο τομέα αποτελούσε μεγάλο πλεονέκτημα. Η πολιτική πατρωνία είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αφού η εντιμότητα και η αποδοτικότητα στην εργασία δεν ήταν κριτήριο για την επιλογή. Κάθε τακτικός δημόσιος υπάλληλος είχε εξασφαλισμένη εργασία και σύνταξη. Ακόμη και στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων για πολιτικούς λόγους, μπορούσαν αδιακρίτως να επιστρέψουν στις θέσεις τους αν η πολιτική διελκυστίνδα τους ευνοούσε(3). Τέτοιες πρακτικές λίγο συνέκλιναν στη χάραξη σταθερών πολιτικών προσανατολισμών.

Στο πλαίσιο ενός πολιτικού συστήματος που χαρακτηριζόταν από έλλειψη θεσμοθετημένων δομών διαμόρφωσης πολιτικής, δύο ήταν τα ζητήματα που εξήπταν στο μέγιστο βαθμό τα πάθη. Το πρώτο ήταν η «Μεγάλη Ιδέα», η οποία ουσιαστικά αναδείχτηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία του νεογέννητου κράτους, και απέβλεπε στη δημιουργία μιας «Μεγάλης Ελλάδας» που θα εγκόλπωνε στο εσωτερικό της το σύνολο του αλύτρωτου ελληνισμού. Κατ’ αρχάς, η «Μεγάλη Ιδέα» στρεφόταν ευθέως κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των δύο όμορων κρατών συχνά προκαλούσε εχθροπραξίες. Καθώς η αυτοκρατορία παρήκμαζε, η ανάδυση αντίπαλων εθνικισμών στη Βαλκανική χερσόνησο με αποκλίνουσες αλυτρωτικές επιδιώξεις, οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων κρατών. Παρά την επέκταση της επικράτειας από 48.000 τ.χ. σε περίπου 127.000 τ.χ. έως το 1922, οι περισσότερες εδαφικές προσαρτήσεις ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων σε διεθνείς συνδιασκέψεις και όχι ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο στόχος μιας «Μεγάλης Ελλάδας» φάνηκε να εκπληρώνεται το 1920 με τα εδαφικά κέρδη που επιδίκασε η Συνθήκη των Σεβρών, για να καταρρεύσει μετά από δύο μόλις χρόνια, όταν η ανακάμπτουσα Τουρκία εξεδίωξε τις ελληνικές δυνάμεις από τις αμφισβητούμενες περιοχές. Αν και η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε ένα ισχυρό πλήγμα που επιβάρυνε την Ελλάδα με περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, επέτρεψε στη χώρα να επανεστιάσει σε παραμελημένα επί μακρόν εσωτερικά θέματα.

Πέραν της «Μεγάλης Ιδέας», οι εξουσίες του θρόνου αποτέλεσαν το πιο φλέγον ζήτημα της ελληνικής πολιτικής. Το 1864 η αντίδραση ενάντια στη διεύρυνση της βασιλικής εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση του βαυαρού μονάρχη Όθωνα. Έκτοτε το ζήτημα αμβλύνθηκε, αλλά επανήλθε με οξύτητα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό, ο οποίος έμελε να δηλητηριάσει τα ελληνικά πολιτικά πράγματα τις επόμενες δεκαετίες. Το 1914, η σύγκρουση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ ως προς το ζήτημα των στρατιωτικών συμμαχιών, δίχασε τη χώρα και προκάλεσε ένα κατ’ ουσία εμφύλιο πόλεμο, που κορυφώθηκε με τον εξαναγκασμό του βασιλιά σε εξορία. H νίκη των δημοκρατικών αποδείχτηκε βραχύβια καθώς η εκλογική ήττα τους το 1920 είχε ως επακόλουθο την επαναφορά της μοναρχίας. Η δυσαρέσκεια λόγω του Εθνικού Διχασμού προκάλεσε ακόμη εντονότερες διαιρέσεις. Τότε οι δημοκρατικοί εκμεταλλεύτηκαν την τραυματική εμπειρία του 1922 για να ανακτήσουν την εξουσία μία ακόμη φορά. Δύο χρόνια αργότερα ο βασιλιάς εκθρονίστηκε και κηρύχθηκε η Δημοκρατία.

'Οπως η «Μεγάλη Ιδέα», έτσι και ο Εθνικός Διχασμός αποτέλεσε μία επικίνδυνη όσο και μάταιη παραφορά, που θα επισκίαζε όλα τα άλλα ζητήματα. Το θέμα του ρόλου του μονάρχη διέσπασε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο σε δύο εχθρικά στρατόπεδα — τα κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών. Παρά την οξύτητα του αμοιβαίου μίσους, οι διαφορές στο πεδίο της πολιτικής κάθε άλλο παρά θεμελιώδεις ήταν. Μολονότι οι Φιλελεύθεροι θεωρούνταν δημοκρατικοί, μετριοπαθείς και οπαδοί του εκσυγχρονισμού, ενώ οι Λαϊκοί φιλομοναρχικοί με πιο συντηρητικές πολιτικές τάσεις, η μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή μακράν απείχε από το να είναι σαφής. Καμία συνομάδωση δεν προερχόταν από δέσμευση σε κάποια συνεκτική ιδεολογική τοποθέτηση. Αυτή η ασάφεια των διαχωριστικών γραμμών άφηνε ευρύ περιθώριο για καιροσκοπισμό, κυρίως από την πλευρά των στρατιωτικών οι οποίοι άλλαζαν στρατόπεδο ανάλογα με τη συγκυρία. Παρά το ότι οι ατέλειωτες συζητήσεις για το πολιτειακό απέβησαν άκαρπες, το ζήτημα δεν αφέθηκε ποτέ να ξεθωριάσει. Το πολιτικό αδιέξοδο που προέκυψε μετά το 1932 ακολούθησε σειρά αποτυχημένων πραξικοπημάτων εκ μέρους των δημοκρατικών και οδήγησε σε αντικίνημα από την πλευρά των φιλομοναρχικών αξιωματικών, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της δημοκρατίας και την επαναφορά του βασιλικού θεσμού για μία ακόμη φορά.

Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η ελληνική πολιτική είχε εγκλωβιστεί σε ένα άσκοπο κύκλο αντεγκλήσεων και αλληλοκατηγοριών μεταξύ πολιτικών προσωπικοτήτων προχωρημένης ηλικίας, που έχαναν όλο και περισσότερο την επαφή με τις ανάγκες της εποχής. Με την αποχώρηση των παλαιών πρωταγωνιστών (Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Παπαναστασίου), φάνηκε ότι μία νεότερη γενιά πολιτικών θα μπορούσε να παραμερίσει τους παλιούς φατριασμούς προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πιεστικά προβλήματα που ταλάνιζαν τη χώρα. Μάλιστα, με δεδομένη την αυξανόμενη απογοήτευση από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τις μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και την πρόδηλη επιτυχία που σημείωναν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην υπόλοιπη Ευρώπη, ριζοσπαστικότερες λύσεις άρχισαν να κερδίζουν έδαφος.

Η εικόνα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ) αντικατόπτριζε αυτή των ομολόγων κομμάτων στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Όντας σοσιαλιστικό κόμμα στην αρχική μορφή του, προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή και αποδέχτηκε το πρόγραμμα του Λένιν. Η πρόσδεση στην Κομιντέρν αναπόφευκτα οδήγησε σε φατριασμούς και εσωτερικές έριδες, από τις οποίες το κόμμα συνήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Παρά την κρατική καταστολή, το ΚΚΕ ωφελήθηκε από την κοινωνική αστάθεια κερδίζοντας 5% των ψήφων στις γενικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 1932, και 6% τον Ιανουάριο του 1936. Εξίσου αξιοσημείωτη παρουσία είχε και στις δημοτικές εκλογές το Φεβρουάριο του 1934. Έχοντας υψηλό βαθμό συγκεντρωτισμού, καλή οργάνωση και καμία ανοχή στη διαφοροποίηση στο πλαίσιο των εσωκομματικών αντιπαραθέσεων, οι Κομμουνιστές διέφεραν ποιοτικά από τα άλλα ελληνικά κόμματα, και αποτελούσαν μία συνεχή πρόκληση για το κομματικό κατεστημένο.

Αν και η λαϊκή υποστήριξη προς το ΚΚΕ ήταν σχετικά μικρή, ο αντικομμουνισμός εξελίχτηκε σε θεμελιακό χαρακτηριστικό της πολιτικής και των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Το 1927, μετά το δριμύ κατηγορώ της φιλομοναρχικής αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων για ανοχή προς την Αριστερά, επιβλήθηκε άμεσα σειρά αντικομμουνιστικών κατασταλτικών μέτρων, με αποκορύφωμα το λεγόμενο Ιδιώνυμο του 1929, το οποίο έθετε εκτός νόμου τις μαζικές δημόσιες συναθροίσεις κομμουνιστών και άλλων υπονομευτικών στοιχείων, και επιπλέον ποινικοποιούσε τη διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Το Ιδιώνυμο συμπληρώθηκε από άλλα έκτακτα μέτρα που διεύρυναν τις αρμοδιότητες της αστυνομίας, όπως η εκτόπιση υπόπτων πολιτών χωρίς δίκη. Το 1932, είχαν πραγματοποιηθεί πάνω από 11.000 συλλήψεις και περισσότερες από 2.000 καταδίκες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κομμουνιστική απειλή αποτελούσε ένα βολικό όσο και εύκολο άλλοθι για το πολιτικό κατεστημένο καθώς απέδιδε την κοινωνική αναταραχή στον κομμουνιστικό δάκτυλο παρά στις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές(4).

Ο αντικομμουνισμός λειτούργησε ως η κύρια πρόφαση για την τελευταία μεγάλη πράξη στην ελληνική πολιτική σκηνή προπολεμικά: την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936. Ο Ιωάννης Μεταξάς ανέστειλε τη λειτουργία του κοινοβουλίου, ανακήρυξε τον εαυτό του υπεράνω κομματικών φατριασμών, και διακήρυξε την πρόθεση να εγκαθιδρύσει ένα κορπορατιστικό κράτος με πρότυπο τα φασιστικά και ημιφασιστικά καθεστώτα της υπόλοιπης Ευρώπης. Περισσότερο αυταρχικός παρά ριζοσπαστικός, επεδίωξε να μετασχηματίσει την Ελλάδα με ολοένα αυξανόμενες μεθόδους καταστολής και ακατάπαυστη ρητορεία, χωρίς ωστόσο να επιλύσει τα χρόνια προβλήματα που ταλάνιζαν τη χώρα. Η δικτατορία απέβη βραχύβια, μιας και σαρώθηκε από τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, αλλά διήρκεσε αρκετά για να δημιουργήσει μία νέα κληρονομιά εχθρότητας και αποξένωσης.

Η Ελλάδα πέρασε κάτω από τον έλεγχο των Ναζί, μετά από μία ταραγμένη δεκαετία που σημαδεύτηκε από τη χρεοκοπία του κοινοβουλευτικού συστήματος, την ανυποληψία των πολιτικών ελίτ και το δυσάρεστο πείραμα αυταρχικής διακυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι παλαιές διαιρέσεις ξαναβγήκαν στην επιφάνεια, αλλά με μία σημαντική διαφορά: την εμφάνιση των κομμουνιστών ως μείζονος δύναμης. Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ελεγχόμενο από το ΚΚΕ σθεναρό αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και στα απομεινάρια των παραδοσιακών αστικών κομμάτων έμελε να παίξει τον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γεγονότων που ακολούθησαν.

Οι άγριες μάχες οι οποίες εξαπλώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας το Δεκέμβριο του 1944 μεταξύ μονάδων του ελεγχόμενου από τους κομμουνιστές ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και βρετανικών δυνάμεων αποτυπώθηκε στην ιστορία με το όνομα «Δεκεμβριανά». Μετά την ήττα των κομμουνιστών στο πεδίο της μάχης η χώρα πολωνόταν όλο και περισσότερο: στη Δεξιά οι υπέρμαχοι των παραδοσιακών αξιών του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και στην Αριστερά το ΚΚΕ. Προς τα τέλη του 1945, ο συνολικός αριθμός των φυλακισμένων αριστερών έφθανε τις 49.000, ενώ άλλοι 80.000 ήταν υπό διωγμό. Με τις συνεχείς διώξεις, κρατήσεις και αποκλεισμούς (φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις κ.α.), οι δεξιές δυνάμεις ωθούσαν όλο και περισσότερους αριστερούς στα βουνά και στην ένοπλη ανταρσία. Οι ένοπλες συγκρούσεις αποκλιμακώθηκαν τον Ιούλιο του 1949, όταν ο στρατάρχης Τίτο έκλεισε τα σύνορα με την Ελλάδα. Η τελευταία μεγάλη ομάδα ανταρτών καταδιώχθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1950. Από την επαύριο της ήττας, και με το ΚΚΕ εκτός νόμου ήδη από το Δεκέμβριο του 1947, το κενό συμπλήρωσε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Αν και ο αριθμός των καταδικασμένων αριστερών σε φυλάκιση ή εξορία μειωνόταν σταθερά μετά το 1949, εν τούτοις τον Ιανουάριο του 1952 υπήρχαν 17.089 πολιτικοί κρατούμενοι, 5.396 το 1955 και 1.655 το 1962 (5).

Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου επανεμφανίσθηκαν οι παλαιές διαιρέσεις του πολιτικού κόσμου σε Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι ισχυρές εξουσίες του παλινορθωμένου συντηρητικού καθεστώτος ήταν πλέον μοιρασμένες ανάμεσα στο βασιλιά, τους πολιτικούς, το στρατό και τον αμερικανικό παράγοντα — ο οποίος αποτελούσε το σταθερό συνομιλητή ετερόκλητων πολιτικών συμπράξεων, αλλά και των αρχηγικών και χαλαρών σε οργάνωση πολιτικών κομμάτων. Τα απομεινάρια του Εθνικού Διχασμού, το Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Φιλελευθέρων, χωρίς χαρισματικούς ηγέτες και με ασαφείς ιδεολογικές και προγραμματικές αρχές, βρίσκονταν πλέον σε παρακμή. Το 1951 ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος άδραξε την ευκαιρία και αφού πρώτα παραιτήθηκε από αρχιστράτηγος του στρατού, στον οποίο είχε ασκήσει αδιαμφισβήτητη εξουσία κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης του Εμφυλίου Πολέμου, όχι μόνο συσπείρωσε τη Δεξιά γύρω από το δικό του κόμμα, τον Ελληνικό Συναγερμό (ΕΣ), αλλά και κέρδισε μία μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία το Νοέμβριο του 1952 που έθεσε τη βάση μιας πολύχρονης σταθερής διακυβέρνησης. Με το θάνατο του Παπάγου τον Οκτώβριο του 1955, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετονόμασε το κόμμα σε Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και διατήρησε την πρωθυπουργία έως και τον Ιούνιο του 1963. Απεναντίας, το Κέντρο παρέμεινε βασικά διασπασμένο ανάμεσα στο Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο και πολιτικό κληρονόμο του Ελευθερίου Βενιζέλου, το Γεώργιο Παπανδρέου και το στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα έως τις βουλευτικές εκλογές της βίας και νοθείας του 1961.

Η ΕΔΑ, σε αντίθεση με τα κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς, είχε τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης κομματικής οργάνωσης με σαφή ιδεολογία και στόχους, η οποία στη συγκυρία επωφελούμενη και από τη διάσπαση του Κέντρου αναδείχθηκε ως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές του 1958, όταν έλαβε το 24% του εκλογικού σώματος. Παρά τις διεργασίες ως προς το μέλλον της ελληνικής αριστεράς, μία διαδικασία η οποία κορυφώθηκε με τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 σε δύο κόμματα, ένα πιστό στη Σοβιετική Ένωση και ένα με δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό (ΚΚΕ Εσωτερικού), η πρόκληση για την ΕΔΑ δεν προήλθε από το εσωτερικό του κόμματος, αλλά από την Ένωση Κέντρου (ΕΚ) υπό τον παλαίμαχο φιλελεύθερο πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου. Αν και η ΕΚ ήταν ένας ετερόκλητος συνασπισμός κεντρώων, ριζοσπαστικών και συντηρητικών στοιχείων, η νέα συμμαχία κατάφερε να απομακρύνει την ΕΡΕ από την εξουσία, κερδίζοντας το 52,8% των ψήφων στις εκλογές του 1964. Η κυβέρνηση Παπανδρέου ανατράπηκε, όταν τον Ιούλιο του 1965 η ΕΚ διεκδίκησε μεγαλύτερο μερίδιο ελέγχου και λόγου για τις εξελίξεις στο στράτευμα. Παρά την οξύτητα της διαμάχης, η οποία παρέπεμπε ευθέως στην ανάλογη περίπτωση του 1916, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ θεώρησε ότι το στράτευμα ανήκε στη δικαιοδοσία του, δίνοντας έτσι το έναυσμα για την κρίση των «Ιουλιανών», η οποία κατέληξε στη δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Tο Δεκέμβριο o βασιλιάς προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία, κινητοποιώντας φιλομοναρχικούς αξιωματικούς, ωστόσο τελικά απέτυχε και κατέφυγε στο εξωτερικό.

Όπως και προπολεμικά τα ηγετικά στελέχη της δικτατορίας επικαλέστηκαν την «κομμουνιστική συνομωσία» ως πρόσχημα για το στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι συνταγματάρχες κατάργησαν το σύνταγμα και τα ατομικά δικαιώματα, υπέβαλαν τα πανεπιστήμια σε άμεσο αστυνομικό έλεγχο, απαγόρευσαν κάθε ελεύθερη πολιτική δραστηριότητα, διέλυσαν τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, δήμευσαν την περιουσία πολλών εργατικών σωματείων, συνέλαβαν τους πολιτικούς, απομάκρυναν πολλές επιφανείς προσωπικότητες στα ιδρύματα που τελούσαν υπό κρατικό έλεγχο και άνοιξαν πάλι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές σε απομακρυσμένα νησιά. Παρά τις λαϊκιστικές χειρονομίες υπέρ των αγροτών και των εργατών, με την ελπίδα ότι έτσι θα κέρδιζαν την εύνοιά τους, οι πουριτανικές και αναχρονιστικές αξίες που πρέσβευαν δεν ενέπνευσαν τις λαϊκές μάζες. Το γεγονός μάλιστα ότι το καθεστώς στηριζόταν στην καταπίεση και τον απροκάλυπτο εκφοβισμό προκαλούσε ιδιαίτερα μεγάλη δυσαρέσκεια: τα βασανιστήρια ήταν συχνό φαινόμενο, ο αριθμός δε των πολιτικών κρατουμένων ξεπερνούσε τα 1.000 άτομα ακόμη και το 1971(6). Η δικτατορία κατέρρευσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας την οποία η ίδια είχε προκαλέσει, με το πραξικόπημα που επιχειρήθηκε κατά της νόμιμης κυβέρνησης του αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974.

Με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γεγονός που άλλαξε ριζικά την ιστορία και το πρόσωπο της χώρας, οι ισχυρές εξουσίες της προδιδακτορικής Ελλάδας παραμερίστηκαν γρήγορα. Τα πρώτα βήματα έγιναν με τις πρώτες βουλευτικές εκλογές το Νοέμβριο του 1974, την ενσωμάτωση της Αριστεράς στην πολιτική διαδικασία με τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, και τη δίκη και καταδίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος και των βασανιστών. Ένα μήνα μετά τις εκλογές ακολούθησε δημοψήφισμα για το μέλλον της μοναρχίας: η μεγάλη διαφορά υπέρ της δημοκρατίας (69,2%) έκλεισε για πάντα μία διαμάχη που κράτησε πολλές δεκαετίες. Το 1981 η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τη Δεξιά σε ένα ριζοσπαστικό κόμμα που ήθελε να αυτοχαρακτηρίζεται σοσιαλιστικό καταδείκνυε τη σταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών και την ωριμότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Στο μεταξύ, η κατάργηση των υπολλειμάτων της νομοθεσίας και των συμβόλων του Εμφυλίου Πολέμου και η αναγνώριση όλων των αντιστασιακών ομάδων της Κατοχής, αριστερών και δεξιών, έθεσε τέλος σε ένα ζήτημα που είχε ταλανίσει επί χρόνια τη χώρα.

Έτσι, από την «καχεκτική δημοκρατία» όπως εύστοχα χαρακτήρισε τη μεταπολεμική πολιτική οργάνωση του κράτους ο Ηλίας Νικολακόπουλος(7) , στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο σταθερές δημοκρατίες(8), σε βαθμό που ποτέ δεν γνώρισε στη μακρά πορεία του κοινοβουλευτικού της βίου.
Ενέργεια-τομή, που σφράγισε το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, υπήρξε η πλήρης ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981. Βέβαια, αν και η ένταξη δεν αποδείχθηκε πανάκεια για τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα της χώρας, εντούτοις αυτά ωχριούσαν σε σύγκριση με εκείνα που αντιμετώπιζαν οι βόρειοι γείτονες μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989.

Το νέο κόμμα της Δεξιάς, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος διαδραμάτισε ζωτικό ρόλο στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και εξασφάλισε το 54% των ψήφων στις πρώτες βουλευτικές εκλογές. Αν και η ΝΔ άργησε να στήσει τον κομματικό της μηχανισμό πάνω σε σύγχρονες βάσεις, με διακριτή ιδεολογία, πρόγραμμα και μαζική οργάνωση, υπήρχε σαφής διαφορά με την εικόνα που εδραίωσε το νέο κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), το οποίο κέρδισε το 13,6% των ψήφων. Αντίθετα, η κοινωνική σύνθεση της εκλογικής τους βάσης δεν ήταν τόσο σαφής. Σε γενικές γραμμές, το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε εν μέρει την κρατική ιδιοκτησία σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και την αναδιανομή του πλούτου, ενώ η ΝΔ σταθερά εκινείτο προς την κατεύθυνση του ελεύθερου καπιταλισμού. Στην πορεία και τα δύο κόμματα συνέπλευσαν με το λαϊκισμό και ασπάστηκαν τον κρατισμό για να μετατραπούν τελικά σε ιδεολογικά και πολιτικά αφυδατωμένους μηχανισμούς νομής της εξουσίας.

Το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ έφθασε στο 48,1% και 45,8% στις εκλογές του 1981 και 1985 αντίστοιχα, που όχι μόνο περιόρισαν τη δύναμη της ΝΔ, αλλά και του έδωσαν ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η επιρροή του ΠΑΣΟΚ από το 1986 και μετά μειώθηκε με σταθερό ρυθμό, γεγονός που έγινε πιο έντονο από τα σκάνδαλα διαφθοράς το καλοκαίρι του 1988. Όμως, παρά το αρνητικό κλίμα για το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ δεν έπειθε επαρκώς το εκλογικό σώμα, ενώ το ΚΚΕ και η Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), όπως πλέον ονομαζόταν το ΚΚΕ Εσωτερικού, συγκρότησαν το Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, το Φεβρουάριο του 1989, ο οποίος κατέστησε την Αριστερά ρυθμιστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής, όταν έλαβε 13,1% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου. Μετά το νεοδημοκρατικό διάλειμμα (1990-93), το ΠΑΣΟΚ επεκράτησε με 46,9% των ψήφων στις εκλογές του 1993. Αν και η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ έδειχνε να φθίνει, το κλίμα άλλαξε δραστικά με την εκλογή του Κώστα Σημίτη ως νέου προέδρου, υπό την ηγεσία του οποίου κέρδισε με ποσοστό 41,5% στις εκλογές του 1996. Στις εκλογές του 2000 το ΠΑΣΟΚ αύξησε και πάλι τη δύναμή του (43,8%), κερδίζοντας οριακά τη ΝΔ (42,7%), αρχηγός της οποίας ήταν από το 1997 ο Κώστας Καραμανλής. Το Μάρτιο του 2004 η ΝΔ έλαβε το 45,4% των ψήφων και ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία(9).

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι μεγάλοι κομματικοί σχηματισμοί στηρίζονταν τόσο στην προσωπικότητα του ηγέτη όσο και στο κυρίαρχο ρόλο του τοπικού κομματάρχη. Βαθμιαία, ο κομματικός μηχανισμός διαδραμάτισε μεγαλύτερο ρόλο προς όφελος πολιτικών και μηχανισμών εθνικής εμβέλειας. Το 1986 όταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αριθμούσαν περί τα 600.000 μέλη, η συνοχή τους βασιζόταν κυρίως στη μαζική οργάνωση, επάνω στην οποία οι εξουσίες του ηγέτη ήταν πλέον αδιαμφισβήτητες. Ο μεμονωμένος βουλευτής ως ανεξάρτητος πάτρωνας περιορίστηκε στο ρόλο του «διαμεσολαβητή ανάμεσα στους ψηφοφόρους και το κόμμα ή την κυβέρνηση». Έτσι, ενώ στο παρελθόν ο βουλευτής παρείχε την πατρωνία, τώρα προσβλέποντας στην ευρύτερη επικράτεια αυτό γινόταν από το κυβερνών κόμμα, με αποτέλεσμα η «σύμφυση κόμματος και κράτους να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις φαινομένων διαφθοράς»(10).

Κατά τη δεκαετία του 1960, καταγγελίες στον τύπο της εποχής για συναλλαγές ανάμεσα σε κρατικούς αξιωματούχους και επιχειρηματίες ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Μάλιστα, η διαπλοκή πολιτικής και οικονομίας θα είναι αισθητή σχεδόν κάθε φορά που θα ξεκινά ένα μεγάλο παραγωγικό έργο(11). Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, τα κρούσματα και οι καταγγελίες σκανδάλων διαφθοράς πλήθαιναν, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα σήψης, παρακμής και ηθικής ασφυξίας (12). Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο αριθμός των σκανδάλων που καταγγέλθηκαν στον ημερήσιο τύπο υπερέβη τα 200, από τα οποία 85% αφορούσαν στο δημόσιο και 15% στον τραπεζικό τομέα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, 53 σκάνδαλα οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη, με ύποπτα ως εμπλεκόμενα 478 άτομα. Μετά τις ανακρίσεις, 329 απαλλάχθηκαν από την κατηγορία, 75 αθωώθηκαν με βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών, 45 αθωώθηκαν από το δικαστήριο, 7 καταδικάσθηκαν σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ το Σεπτέμβριο του 1993 άλλοι 22 ανάμεναν να δικασθούν. Τελικά και οι 22 αθωώθηκαν το 1995. Έτσι, παρά τον εντυπωσιακό αρχικά αριθμό καταγγελιών σκανδάλων διαφθοράς, ο αριθμός των καταδικασθέντων δημοσίων υπαλλήλων για πράξεις χρηματισμού και άλλα εγκλήματα έπεσε, από 505 σε 137 άτομα κατά την περίοδο 1959-62 και 1983-86 αντίστοιχα: μικρή ανάκαμψη παρατηρείται κατά την περίοδο 1987-90 (341) και 1990-94 (346), όμως το μέγεθος παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα από προηγούμενες περιόδους 1963-66 (414) και 1967-70 (436)(13).

Το αίτημα της εξυγίανσης —που τέθηκε κατά τρόπο ηχηρό ήδη από την πρώτη περίοδο της «συνταγματικής μοναρχίας» του Όθωνα— παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο.
Η πρώτη αυτή περίοδος σημαδεύτηκε από την άνοδο στην εξουσία του Ιωάννη Κωλέττη το 1844: ενός πρωθυπουργού ο οποίος, όσο κανείς προηγούμενός του, καλλιέργησε τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων και τη διαφθορά στο δημόσιο βίο. Οι εκλογικές αναμετρήσεις της πρώτης εκείνης περιόδου αλλά και αυτής μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα το 1862 ήταν σχεδόν όλες αμείλικτες σε βία, δόλο και καλπονοθεύσεις, με ένα και μοναδικό στόχο την ιδιοτελή νομή της εξουσίας. Κοντολογίς, οι δωροδοκίες, οι εκβιασμοί και η διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, η ανυπαρξία προσόντων ως εχέγγυα ηθικής και αποτελεσματικότητας στη δημόσια διοίκηση, η εκλογική συναλλαγή και οι πελατειακές σχέσεις τοπικών κομματαρχών και εκλογέων και η νόθευση του εκλογικού φρονήματος των ψηφοφόρων ήταν μερικά από τα ζητήματα που στηλίτευε και καταδίκαζε στις δημόσιες παρεμβάσεις του ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο σημαντικότερος έλληνας πολιτικός του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα και πρόδρομος του άλλου μεγάλου εκπροσώπου του ελληνικού κράτους, του Ελευθερίου Βενιζέλου(14).

Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν η βάση επάνω στην οποία θα στηριζόταν η οικονομική ανάπτυξη και οι διαρθρωτικές εν γένει αλλαγές στην οικονομία, ενώ για τον κύριο αντίπαλό του, τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, το κράτος ήταν ένα λάφυρο προς κατάκτηση, αρπαγή, άλωση: είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Δηλιγιάννη στις αρχές του 1885 ήταν η κατάργηση του νόμου Τρικούπη περί προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων(15). Σημείο καμπής υπήρξε η μεταρρύθμιση του Βενιζέλου που θέσπισε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων το 1911, η οποία αν και αποσκοπούσε στην προστασία της κρατικής μηχανής από τις παρεμβάσεις των πολιτικών και στην αύξηση της αποδοτικότητας, σε τελική ανάλυση εξασφάλισε την πλήρη άλωση και εκποίηση του δημοσίου, αφενός επειδή αύξησε δραματικά τη ζήτηση θέσεων, αφετέρου επειδή συνέβαλε στη διόγκωση της κρατικής μηχανής(16).

Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου το σκάνδαλο του «λογιστικού λάθους» ή του σίτου που αφορούσε στην τιμή του ψωμιού και το «σκάνδαλο του κινίνου» δεν ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Μερικές καθυστερημένες προσπάθειες να απαλειφθούν διαχρονικές αγκυλώσεις στο διοικητικό-οργανωτικό μηχανισμό του κράτους επιχειρήθηκαν κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά(17). Σε κάθε περίπτωση, τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και το ηθικό της δημόσιας διοίκησης έμελε να καταρρεύσουν κατά τη δεκαετία του 1940, με βαριές συνέπειες στο μέγεθος της ήδη πληθωριστικά στελεχωμένης δημοσιοϋπαλληλίας, προϊόν των συνηθειών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και του άκρατου κομματισμού αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ενώ ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έφθανε το 1940 στο ύψος των 54.090, το 1952 είχε σημειώσει μέση ετήσια αύξηση 4,7% και ανερχόταν σε 72.671 υπαλλήλους δηλ. αύξηση 32,3% έναντι του προπολεμικού επιπέδου. Κατά την περίοδο που ακολούθησε 1956-61 και 1961-65 η αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων ανήλθε σε ποσοστό 13,6% (μέση ετήσια αύξηση 2,72%) και 21% (μέση ετήσια αύξηση 5,25%) αντίστοιχα(18).

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι σχετικές αδυναμίες της διοικητικής μηχανής δεν διέλαθαν της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας και των ξένων εμπειρογνωμόνων και παρατηρητών που δραστηριοποιήθηκαν στο πλαίσιο των βρετανικών και αμερικανικών αποστολών βοήθειας. Πολλοί μάλιστα υποστήριζαν πως βασική προϋπόθεση της ανασυγκρότησης αποτελούσε η ριζική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης(19). Όπως χαρακτηριστικά συμπεραίνει ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος στη μνημειώδη Έκθεσή του «ουδεμία πραγματική βελτίωσις των οικονομικών της χώρας θα καταστή δυνατή, εφ’ όσον δεν αντιμετωπίζεται το βασικόν τούτο πρόβλημα της πλημμελώς λειτουργούσης διοικητικής μηχανής»(20) . Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 αν και εκδηλώθηκαν σειρά από προσπάθειες που στόχευαν στη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του διοικητικού συστήματος, με μετάκληση ακόμη και ξένων ειδικών(21) στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η κατάσταση στη δημόσια διοίκηση δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα αποφασιστικότητα και θάρρος παρά τις εμφανείς και επείγουσες ανάγκες της χώρας. Οι όποιες σχετικές οργανωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν ήταν μεμονωμένες και ασυντόνιστες ενέργειες, αφορούσαν δε στα συμπτώματα και όχι στα θεμελιώδη αίτια της διοικητικής παθολογίας. Κατά συνέπεια, είτε ανατρέπονταν λόγω αντιδράσεων από τη γραφειοκρατία αφού απειλούνταν προνόμια και παραδοσιακοί τρόποι οργάνωσης και λειτουργίας είτε ατονούσαν ελλείψει των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση των επιβαλλόμενων αλλαγών(22). Δεν εκπλήσσει, επομένως, το γεγονός ότι περίπου μία δεκαπενταετία μετά την Έκθεση Βαρβαρέσου ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) διαπίστωνε στην ετήσια έκθεσή του για το 1964 ότι «το ισχύον γραφειοκρατικόν σύστημα αποτελεί αναμφισβητήτως ανασχετικόν παράγοντα της οικονομικής αναπτύξεως»(23) .

Στα χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες και μεταρρυθμιστικές απόπειρες που σημειώθηκαν σε δευτερεύοντα στοιχεία του διοικητικού συστήματος, σπάνιες έως ανύπαρκτες υπήρξαν οι αλλαγές στη βαθιά δομή του. Έτσι, όπως έχει επισημάνει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, η δημόσια διοίκηση «λειτούργησε περισσότερο ως εμπόδιο παρά ως μοχλός και εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό». Ενώ η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 συνιστούσε μία πρώτου μεγέθους πρόκληση λόγω της ουσιαστικότερης πλέον διασύνδεσης με τα εξελιγμένα διοικητικά συστήματα της Δυτικής Ευρώπης, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης (1975-81) η δημόσια διοίκηση παρέμεινε προσκολλημένη σε οργανωτικά πρότυπα τα θεμέλια των οποίων είχαν τεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, παρά το γεγονός ότι εγκαινιάστηκαν σειρά μέτρων και μεταβολών σε όλους σχεδόν τους τομείς της δημόσιας ζωής στο πλαίσιο του «εκδημοκρατισμού» του κράτους, η λαϊκιστική λογική του εξισωτισμού στο σύστημα προσλήψεων, προαγωγών και αμοιβών είχε ως συνέπεια τον υπερδιπλασιασμό των δημοσίων υπαλλήλων από 343.989 σε 700.000 περίπου το 1974 και 1989 αντίστοιχα. Οι όποιες δειλές ενέργειες προς την αντίθετη κατεύθυνση προσέκρουσαν στο λαϊκιστικό κλίμα της εποχής καθώς και στην αντίδραση της γραφειοκρατίας, με αποτέλεσμα τελικά οι ίδιες οι αλλαγές να πέσουν θύματα της κυρίαρχης εξισωτικής και πελατειακής αντίληψης και νοοτροπίας(24).

Η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 1993 σήμανε την έναρξη ενός νέου κύκλου πελατειακής κυριαρχίας του κόμματος πάνω στο κράτος. Το 1996 παρά την άνοδο στην εξουσία μιας νέας ηγεσίας υπό τον Κώστα Σημίτη, η οποία κατέστησε κεντρικό πολιτικό ζήτημα την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, και που συνοψίστηκε στον όρο «εκσυγχρονισμός», το πολιτικό σύστημα συνέχισε να χαρακτηρίζεται από την πατρωνία, τη λογική των πελατειακών πρακτικών και τη διαπλοκή επιχειρηματικών συμφερόντων με την κρατική εξουσία. Έτσι, αν και ο «εκσυγχρονισμός» αποτέλεσε το νέο ιδεώδες, σειρά από μέτρα δεν κατάφεραν να επιφέρουν τις αναγκαίες αλλαγές στο διοικητικό μηχανισμό του κράτους, ο οποίος σε συνδυασμό με το πλέγμα των πολλαπλών υπουργείων, γενικών γραμματειών και χιλιάδων ΝΠΔΔ παρέμεινε κατά βάση φαύλος, αντιπαραγωγικός, συγκεντρωτικός, δυσκίνητος, κομματοκρατούμενος, σπάταλος και προσκολλημένος στα παραδοσιακά πρότυπα οργάνωσης και λειτουργίας, περιλαμβανομένης «της διαφθοράς, του χρηματισμού, της κακοδιοίκησης, της αδιαφάνειας και της αδιαφορίας»(25). Το πλέον αξιοσημείωτο ήταν η δημιουργία νέων ανεξάρτητων αρχών, η συγχώνευση των οργανισμών της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης με το σχέδιο «Καποδίστριας» και η διευκόλυνση της επαφής των πολιτών με τις δημόσιες υπηρεσίες: μεταξύ αυτών ο Συνήγορος του Πολίτη, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών.

Τα επόμενα χρόνια, στο νέο οικονομικό περιβάλλον που είχαν δημιουργήσει η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη και η παγκοσμιοποίηση, η κυβέρνηση της ΝΔ υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή εμφάνισε και αυτή «δύο πρόσωπα». Το ένα όπως χαρακτηριστικά συνοψίστηκε στο σύνθημα «επανίδρυση του κράτους» δηλ. την εξυγίανση της δημόσιας οικονομίας και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, και το άλλο όπως καίρια έχει επισημάνει ο Πάνος Καζάκος με «βραχυχρόνιους τακτικισμούς, πελατειακές λογικές, υποταγή στο στόχο της πολιτικής επιβίωσης και μετριότητα, σε σχέση με τις ανάγκες του μέλλοντος»(26) , μη επιτρέποντας να διαμορφωθεί ένα διοικητικό σύστημα ουδέτερο, αποτελεσματικό και αξιοκρατικά στελεχωμένο. Παρά τις βαρύγδουπες εξαγγελίες της νέας διακυβέρνησης υπέρ της σεμνότητας, της ταπεινότητας και της διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και της πάταξης της διαφθοράς, το κόστος και η έκταση της διαφθοράς στη χώρα αυξήθηκαν σε ανησυχητικά επίπεδα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς, κατά το έτος 2008, το εκτιμώμενο μέγεθος της διαφθοράς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε €748 εκ., σημειώνοντας αύξηση €109 εκ. ή 10% σε σχέση με το 2007: οι πολεοδομίες, οι εφορίες και τα νοσοκομεία βρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις αυτής της λίστας(27). Η μεγάλη αύξηση του φαινομένου της διαφθοράς επιβεβαιώνεται και σε διεθνές επίπεδο, καθώς από το 2004 έως το 2008 η Ελλάδα υποβιβάστηκε από την 46η στην 57η θέση της κατάταξης, ενώ κατέχει την 23η θέση μεταξύ των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)(28).


1. Ν. Μουζέλης, «Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις. Το κράτος και το κομματικό φουτμπόλ», στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η Εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2005, σ. 20.
2. Θ. Βερέμης και Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς - Η Σύγχρονη Συνέχεια: Από το 1821 μέχρι Σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, σ.153.
3. H. R. Gallagher, ‘Administrative Reorganization in the Greek Crisis’, Public Administration Review, VIII (4), 1948, σ. 250-58˙ W. G. Colman, ‘Civil Service Reform in Greece’, Public Personnel Review, 10(20), 1949, σ. 86-93˙ FO371/67101 R2377, Interim Report of the British Economic Mission to Greece, 31.1.1947, σ. 8-19˙ DSR 868.50/4-347, Tentative Report of the American Economic Mission to Greece, 1.4.1947, κεφ. 4.
4. D. H. Close, The Origins of the Greek Civil War, London: Longman, 1995, σ. 15-27˙ M. Mazower, ‘Policing the Anti-Communist State in Greece, 1922-1974’, στο M. Mazower (επιμ.) The Policing of Politics in the Twentieth Century, Providence: Berghahn Books, 1997, σ. 137-41.
5. Κατά τη διάρκεια της οκτάχρονης εμφύλιας σύρραξης, διάφορες πηγές συγκλίνουν σε ένα συνολικό αριθμό 100.000 περίπου θυμάτων. Ο αριθμός των εξόριστων, πολλοί από τους οποίους επέστρεψαν τις δεκαετίες του 1970 και 1980, υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τις 50.000, ενώ οι εσωτερικοί πρόσφυγες είχαν αγγίξει τις 700.000 στις αρχές του 1949. D. Close, Ελλάδα 1945-2004: Πολιτική, Κοινωνία, Οικονομία. Αθήνα: Εκδόσεις Θύραθεν, 2006, σ. 51, 75, 78-79, 156.
6. Στο ίδιο, σ. 183-87.
7. Η. Νικολακόπουλος, Η Καχεκτική Δημοκρατία: Κόμματα και Εκλογές 1946-1967. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2000.
8. Close, ό.π., 2006, σ. 221-22.
9. Η. Νικολακόπουλος, «Εκλογές και ψηφοφόροι, 1974-2004: Παλιές ρήξεις και νέα ζητήματα», στο K. Featherstone (επιμ.), Πολιτική στην Ελλάδα: Η Πρόκληση του Εκσυγχρονισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ, 2007, σ. 69-91.
10. Close, ό.π., 2006, σ. 241-42. R. Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770-1990. Αθήνα: Ιστορητής/Κάτοπτρο, 1995, σ. 221. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: Πόλις, 2008, σ. 103-104.
11. Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: Οικονομία και Οικονομική Πολιτική στη Μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000. Αθήνα, 2001, σ. 229-31, 262-64. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση της επιχείρησης Αλουμίνιον της Ελλάδος (Pechiney) που έφθασε έως τη Βουλή και απασχόλησε τον τύπο, την κοινή γνώμη και τα πολιτικά κόμματα, με κύριο στόχο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Βλ. Κ.Π. Κωστής, Ο Μύθος του Ξένου ή η Pechiney στην Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1999, σ. 61-90.
12. Τα σημαντικότερα σκάνδαλα διαφθοράς που αποκαλύφθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 και πήραν όχι μόνο ευρεία δημοσιότητα αλλά και τη δικαστική οδό ήταν: του τραπεζίτη Κοσκωτά, του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού, της προμήθειας αμυντικού αξοπλισμού, των ΔΕΚΟ και της παρακολούθησης των τηλεφώνων των αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
13. Κ.Σ. Κουτσούκης, Παθολογία της Πολιτικής: Όψεις της Διαφθοράς στο Νεοελληνικό Κράτος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, χ.χ., σ. 105, 117. Κ. Κουτσούκης, «Η διαφθορά ως ιστορικό φαινόμενο στο νεοελληνικό κράτος», στο Α.Π. Νικολοπούλου (επιμ.), Κράτος & Διαφθορά. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1998, σ. 151.
14. Κουτσούκης, ό.π., 1998, σ. 128-46. Ε. Κοροβίνης, Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός, 2008, σ. 24-26.
15. Κοροβίνης, ό.π., 2008, σ. 49-50.
16. Βερέμης και Κολιόπουλος, ό.π., 2006, σ. 151-52.
17. D.H. Close, The Character of the Metaxas Dictatorship: An International Perspective, London: Centre of Contemporary Greek Studies, King’s College London, Occasional Paper 3, 1990, σ. 13.
18. Α. Μακρυδημήτρης, «Κυβέρνηση και διοίκηση: Ο διοικητικός μηχανισμός του κράτους κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης», στο Η Ελληνική Κοινωνία κατά την Πρώτη Μεταπολεμική Περίοδο (1945-1967). Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 1994, σ. 474.
19. Βλ. Κ. Βαρβαρέσσος, Έκθεσις επί του Οικονομικού Προβλήματος της Ελλάδος. Αθήνα, 1952, κεφ. Δ΄, σελ. 180-205. Α.Θ. Αγγελόπουλος, «Προϋποθέσεις και σκοποί της ανασυγκροτήσεως», Νέα Οικονομία, Απρ. 1950, σ. 161-64.
20. Βαρβαρέσσος, ό.π., 1952, σ. 181.
21. Βλ. σχετικά Α. Μακρυδημήτρης και Ν. Μιχαλόπουλος (επιμ.), Εκθέσεις Εμπειρογνωμόνων για τη Δημόσια Διοίκηση 1950-1998. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2000.
22. Μακρυδημήτρης, ό.π., 1994, 471-79. Ίδρυμα Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης, Ιστορικό Αρχείο, Η Διοικητική Μεταρρύθμισις, Υπόμνημα προς τον υπουργό κ. Μητσοτάκη, ΠΟΛ 63-67, Φ018.
23. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 577(1965), σ. 341(9). Βλ. και ΕΤΕ, Έκθεσις του Διοικητού κ. Γ. Μαύρου εξ Ονόματος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος κατά την Γενικήν Συνέλευσιν της 30ης Απριλίου, 1965. Αθήνα, 1965, σ. 17.
24. Α. Μακρυδημήτρης, «Έκδηλες οι ‘ασυγχρονίες εκσυγχρονισμού’», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 19 Δεκ. 1996, σ. 124-30.
25. Στο ίδιο, σ. 124-30.
26. Π. Καζάκος, «Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα 2000/07: Αποτίμηση και Προοπτικές», στο Τάσεις – Η Ελληνική Οικονομία 2008. Αθήνα, 2008, σ. 86.
27. Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς, Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα – 2008, 17 Φεβρουαρίου 2009.
28. Έθνος, 3 Φεβρουαρίου 2009

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.6.2009




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ