Βάσει αυτών των Συνθηκών, τα κράτη μέλη της Ένωσης παραχωρούν μέρος της εθνικής κυριαρχίας τους στα κοινά θεσμικά όργανα που αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τα εθνικά τους συμφέροντα αλλά και το συλλογικό συμφέρον τους.
Οι Συνθήκες αποτελούν αυτό που είναι γνωστό ως «πρωτογενής» νομοθεσία. Με βάση αυτές τις Συνθήκες θεσπίζονται πάρα πολλές νομοθετικές πράξεις (γνωστές ως «παράγωγο δίκαιο») που έχουν άμεση επίπτωση στην καθημερινή ζωή των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παράγωγο δίκαιο αποτελείται κυρίως από κανονισμούς, οδηγίες και συστάσεις.
Αυτοί οι νόμοι, μαζί με τις πολιτικές της Ε.Ε γενικά, είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνουν τρία κύρια θεσμικά όργανα:
• το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που αντιπροσωπεύει τα κράτη μέλη)
• το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (που αντιπροσωπεύει τους πολίτες) και
• η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ένα πολιτικά ανεξάρτητο όργανο που προασπίζει το συλλογικό ευρωπαϊκό συμφέρον).
Αυτό το «θεσμικό τρίγωνο» μπορεί να λειτουργεί μόνο αν τα τρία αυτά θεσμικά όργανα συνεργάζονται στενά και εμπιστεύονται το ένα το άλλο. «Για να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με την παρούσα Συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή εκδίδουν κανονισμούς και οδηγίες, λαμβάνουν αποφάσεις και διατυπώνουν συστάσεις ή γνώμες». (Άρθρο 249 της Συνθήκης του Μάαστριχ).
Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το κύριο θεσμικό όργανο της Ε.Ε που λαμβάνει αποφάσεις. Παλαιότερα ήταν γνωστό ως «Συμβούλιο Υπουργών», αλλά για λόγους συντομίας αποκαλείται απλά «το Συμβούλιο».
Κάθε χώρα της Ε.Ε ασκεί εκ περιτροπής την προεδρία του Συμβουλίου για ένα εξάμηνο. Σε κάθε σύνοδο του Συμβουλίου συμμετέχει ένας υπουργός από κάθε κράτος μέλος. Το ποιοι υπουργοί συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση εξαρτάται από το θέμα της ημερήσιας διάταξης: εξωτερική πολιτική, γεωργία, βιομηχανία, μεταφορές, περιβάλλον κλπ. Υπάρχουν εννέα διαφορετικές «συνθέσεις» του Συμβουλίου που καλύπτουν όλους αυτούς τους τομείς πολιτικής. Οι εργασίες του Συμβουλίου συνολικά προγραμματίζονται και συντονίζονται από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων.
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τις συνόδους του Συμβουλίου πραγματοποιούνται από την Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper), στην οποία συμμετέχουν οι πρέσβεις των κρατών μελών στην Ε.Ε, οι οποίοι υποβοηθούνται από υπαλλήλους των υπουργείων της κάθε χώρας. Η διοικητική εργασία του Συμβουλίου ασκείται από τη Γενική Γραμματεία του, που έχει έδρα τις Βρυξέλλες.
Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέχουν από κοινού την νομοθετική εξουσία και την ευθύνη για τον προϋπολογισμό. Το Συμβούλιο συνάπτει, επίσης, διεθνείς συμφωνίες, τις οποίες έχει διαπραγματευθεί η Επιτροπή. Σύμφωνα με τις Συνθήκες, το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του ή με ομοφωνία ή με πλειοψηφία ή με «ειδική πλειοψηφία».
Για σημαντικά θέματα, όπως η τροποποίηση των Συνθηκών, η θέσπιση μιας νέας κοινής πολιτικής ή η έγκριση της προσχώρησης μιας νέας χώρας στην Ένωση, το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίζει ομόφωνα.
Στις περισσότερες άλλες περιπτώσεις, απαιτείται ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, δηλαδή μια απόφαση δεν είναι δυνατό να ληφθεί εάν δεν συγκεντρώσει ένα συγκεκριμένο ελάχιστο αριθμό ψήφων. Ο αριθμός ψήφων που διαθέτει κάθε χώρα της Ε.Ε αντανακλά σε γενικές γραμμές το μέγεθος του πληθυσμού της.
Από της 1ης Νοεμβρίου 2004, ο αριθμός ψήφων που διαθέτει η κάθε χώρα είναι ο ακόλουθος:
• Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο : 29
• Ισπανία και Πολωνία : 27
• Κάτω Χώρες : 13
• Βέλγιο, Τσεχική Δημοκρατία, Ελλάδα, Ουγγαρία και Πορτογαλία : 12
• Αυστρία και Σουηδία : 10
• Δανία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Σλοβακία και Φινλανδία : 7
• Κύπρος, Εσθονία, Λετονία, Λουξεμβούργο και Σλοβενία : 4
• Μάλτα : 3
Για να επιτευχθεί ειδική πλειοψηφικά θα απαιτούνται τουλάχιστον 232 ψήφοι (72,3%). Επιπλέον,
• θα απαιτείται πλειοψηφία κρατών μελών (σε ορισμένες περιπτώσεις δύο τρίτων) για την έκδοση της απόφασης, και
• κάθε κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει να επιβεβαιωθεί ότι οι θετικές ψήφοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 62% του συνολικού πληθυσμού της Ε.Ε.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμμετέχουν οι πρόεδροι ή οι πρωθυπουργοί όλων των χωρών της Ε.Ε και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απευθύνεται σε κάθε σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δημιουργήθηκε με την πρακτική που καθιέρωσαν οι πολιτικοί ηγέτες της ΕΕ (οι «αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων») μετά το 1974 να συναντιούνται σε τακτά διαστήματα. Η πρακτική αυτή επισημοποιήθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1987). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται πλέον τέσσερις φορές τον χρόνο. Στις συνόδους του προεδρεύει ο πρόεδρος ή πρωθυπουργός της χώρας η οποία ασκεί την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επειδή οι εξελίξεις στην Ε.Ε αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην εθνική πολιτική ζωή της κάθε χώρας, είναι απαραίτητο οι πρόεδροι και πρωθυπουργοί των κρατών μελών να έχουν αυτή την ευκαιρία να συνεδριάζουν και να συζητούν τα σημαντικά ευρωπαϊκά θέματα. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακηρύχθηκε επίσημα σε όργανο που χαράζει τις βασικές πολιτικές της Ένωσης και ανατέθηκε σε αυτό η εξουσία να ρυθμίζει τα δύσκολα ζητήματα για τα οποία δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία οι υπουργοί (στη σύνοδο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποτελεί σημαντικό γεγονός στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εφόσον οι συμμετέχοντες είναι γνωστά πολιτικά πρόσωπα και συζητούνται σε αυτό σοβαρά ζητήματα. Εξετάζει επίσης τα ζητήματα της διεθνούς επικαιρότητας. Στόχος του είναι να εκφράζεται με μία φωνή για τα διεθνή ζητήματα, διαμορφώνοντας μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Το ρόλο του «Mr Europe» διαδραματίζει ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ένα πόστο που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), ο οποίος είναι και Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το εκλεγόμενο όργανο που αντιπροσωπεύει τους πολίτες της Ε.Ε και συμμετέχει στη νομοθετική διαδικασία. Από το 1979 τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΜΕΚ) εκλέγονται απευθείας με καθολική ψηφοφορία, κάθε πέντε έτη.
Το σημερινό Κοινοβούλιο που εκλέχθηκε το 2004 έχει 732 μέλη. Μετά, ο αριθμός των μελών του θα αυξάνεται λόγω των διευρύνσεων της Ε.Ε. Οι σύνοδοι ολομελείας του Κοινοβουλίου πραγματοποιούνται συνήθως στο Στρασβούργο και οι έκτακτες σύνοδοι στις Βρυξέλλες. Το Κοινοβούλιο έχει 17 επιτροπές, οι οποίες διεκπεραιώνουν το προπαρασκευαστικό έργο για τις συνόδους ολομελείας, και ορισμένες πολιτικές ομάδες που συνεδριάζουν κυρίως στις Βρυξέλλες. Η Γενική Γραμματεία έχει έδρα το Λουξεμβούργο.
Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέχουν από κοινού τη νομοθετική εξουσία και την ασκούν με τρεις διαφορετικές διαδικασίες (εκτός από την απλή διαβούλευση).
• Πρώτον, είναι η «διαδικασία συνεργασίας» η οποία θεσπίστηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986. Με βάση αυτή τη διαδικασία, το Κοινοβούλιο διατυπώνει τη γνώμη του για τα σχέδια οδηγιών και κανονισμών που προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να τροποποιήσει την πρότασή της για να λάβει υπόψη τη γνώμη του Κοινοβουλίου.
• Δεύτερον, είναι η «διαδικασία της σύμφωνης γνώμης» η οποία επίσης θεσπίστηκε το 1986. Βάσει αυτής της διαδικασίας, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη του για διεθνείς συμφωνίες τις οποίες διαπραγματεύεται η Επιτροπή και για κάθε προτεινόμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και για ορισμένα άλλα θέματα στα οποία περιλαμβάνονται οι αλλαγές του τρόπου εκλογής του Κοινοβουλίου.
• Τρίτον, είναι η «διαδικασία συναπόφασης», η οποία θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992). Η διαδικασία αυτή παρέχει στο Κοινοβούλιο τις ίδιες εξουσίες με το Συμβούλιο όταν εκδίδονται νομοθετικές πράξεις για ένα σύνολο σημαντικών θεμάτων που περιλαμβάνουν την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, την εσωτερική αγορά, την εκπαίδευση, την έρευνα, το περιβάλλον, τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα, την Υγεία, τον Πολιτισμό και την Προστασία των Καταναλωτών. Το Κοινοβούλιο διαθέτει την εξουσία να απορρίψει μια προταθείσα νομοθετική πράξη σε αυτούς τους τομείς, εάν η απόλυτη πλειοψηφία των ΜΕΚ καταψηφίσουν την «κοινή θέση» του Συμβουλίου. Όμως, το θέμα μπορεί να παραπεμφθεί σε μια επιτροπή συνδιαλλαγής.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ πρόσθετε άλλους 23 και η Συνθήκη της Νίκαιας άλλους επτά τομείς στους οποίους εφαρμόζεται η διαδικασία συναπόφασης.
Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν επίσης κοινή αρμοδιότητα να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο προϋπολογισμού το οποίο συζητείται στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί να απορρίψει τον προταθέντα προϋπολογισμό και το έχει ήδη πράξει αρκετές φορές. Σε αυτή την περίπτωση, η όλη διαδικασία του προϋπολογισμού πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή. Το Κοινοβούλιο έχει χρησιμοποιήσει πλήρως την εξουσία του στον τομέα του προϋπολογισμού για να επηρεάσει τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικών της Ε.Ε. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες δαπάνες της Ε.Ε για τη γεωργία υπόκεινται στον έλεγχο του Κοινοβουλίου.
Το Κοινοβούλιο είναι η κινητήρια δύναμη για τη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πολιτικών. Είναι το πρώτο βήμα διαλόγου της Ε.Ε, ένας χώρος στον οποίο πρέπει να συναντηθούν και να ζυμωθούν οι πολιτικές απόψεις και οι εθνικές απόψεις όλων των κρατών μελών. Έτσι είναι απολύτως φυσικό το Κοινοβούλιο να αποτελεί την αφετηρία πολλών πολιτικών πρωτοβουλιών.
Οι συζητήσεις στο Κοινοβούλιο πραγματοποιούνται από τις πολιτικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες από αυτές είναι:
• το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (Χριστιανοδημοκράτες) και οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες – η ομάδα EPP-ED•
• το κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών – PES.
Το Κοινοβούλιο έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε (που ανακοινώθηκε το Δεκέμβριο του 2000) και στη σύσταση της ευρωπαϊκής Συνέλευσης μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν (Βέλγιο) τον Δεκέμβριο του 2001.
Επίσης, το Κοινοβούλιο ασκεί τον Δημοκρατικό Έλεγχο της Ένωσης. Έχει την εξουσία να αποπέμψει την Επιτροπή ψηφίζοντας πρόταση δυσπιστίας σε βάρος της (για την απόφαση αυτή απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων). Ελέγχει τη σωστή διαχείριση και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ, παραδείγματος χάρη εξετάζοντας τις εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και υποβάλλοντας προφορικές και γραπτές ερωτήσεις στην Επιτροπή και το Συμβούλιο. Επίσης, ο εκάστοτε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι πολιτικοί ηγέτες της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η Επιτροπή είναι ένα από τα βασικά θεσμικά όργανα της ΕΕ. Από την 1η Νοεμβρίου 2004 η νέα Επιτροπή έχει 25 μέλη, ένα για κάθε χώρα. Η Επιτροπή ενεργεί με πλήρη πολιτική ανεξαρτησία. Αποστολή της είναι να προασπίζει τα συμφέροντα της ΕΕ συνολικά, και για το σκοπό αυτό δεν πρέπει να δέχεται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση κράτους μέλους. Ως «Θεματοφύλακας των Συνθηκών», οφείλει να διασφαλίζει την εφαρμογή των κανονισμών και οδηγιών που εκδίδουν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο. Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά οιουδήποτε μέρους που διαπράττει παράβαση προκειμένου να το υποχρεώσει να συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ε.Ε.
Η Επιτροπή είναι το μοναδικό θεσμικό όργανο που έχει το δικαίωμα να προτείνει νέες νομοθετικές πράξεις της Ε.Ε και μπορεί να παρεμβαίνει σε κάθε στάδιο για να επιτευχθεί συμφωνία τόσο στο εσωτερικό του Συμβουλίου όσο και μεταξύ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου.
Ως εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε, η Επιτροπή εκτελεί τις αποφάσεις που λαμβάνει το Συμβούλιο, παραδείγματος χάρη όσον αφορά την Κοινή Γεωργική Πολιτική. Η Επιτροπή είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την άσκηση των κοινών πολιτικών της ΕΕ, όπως οι πολιτικές στους τομείς της έρευνας, της αναπτυξιακής βοήθειας, όπως επίσης η περιφερειακή πολιτική, κλπ. Διαχειρίζεται επίσης τον προϋπολογισμό για την άσκηση αυτών των πολιτικών.
Η Επιτροπή είναι υπόλογη στο Κοινοβούλιο και ολόκληρη η Επιτροπή οφείλει να παραιτηθεί ως σώμα, εάν το Κοινοβούλιο ψηφίσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον της. Όταν αντιμετώπισε παρόμοια πρόταση δυσπιστίας, ο Πρόεδρος Ζακ Σαντέρ υπέβαλε τη συλλογική παραίτηση της Επιτροπής στις 16 Μαρτίου 1999. Η Επιτροπή στηρίζεται από μία δημόσια διοίκηση που αποτελείται από 36 «Γενικές Διευθύνσεις» (ΓΔ) και υπηρεσίες, οι οποίες έχουν ως έδρα κυρίως τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Σε αντίθεση με τις γραμματείες των παραδοσιακών διεθνών οργανισμών, η Επιτροπή διαθέτει δικούς της δημοσιονομικούς πόρους και, ως εκ τούτου, μπορεί να λειτουργεί με απόλυτη ανεξαρτησία.
Το Δικαστήριο
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με έδρα το Λουξεμβούργο, αποτελείται από ένα δικαστή από κάθε χώρα της Ε.Ε και επικουρείτε από οκτώ γενικούς εισαγγελείς. Τα μέλη του διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Κάθε δικαστής διορίζεται για θητεία έξι ετών, η οποία είναι δυνατό να ανανεωθεί. Τα μέλη του Δικαστηρίου λειτουργούν με πλήρη αμεροληψία.
Αποστολή του Δικαστηρίου είναι να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου της Ε.Ε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών.
Το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε που δεν εκπληροί τις υποχρεώσεις του βάσει των Συνθηκών. Ελέγχει τη σωστή εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων με προσφυγές ακυρώσεως και μπορεί να διαπιστώσει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή παρέλειψαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους.
Το Δικαστήριο είναι επίσης το μόνο θεσμικό όργανο που μπορεί, εάν το ζητήσουν τα εθνικά δικαστήρια, να εκδώσει απόφαση σχετικά με την ερμηνεία των συνθηκών και την εγκυρότητα και την ερμηνεία των νομοθετικών πράξεων της Ε.Ε. Έτσι, όταν παραπεμφθεί παρόμοιο ζήτημα ενώπιον ενός δικαστηρίου κράτους μέλους, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί – και σε ορισμένες περιπτώσεις οφείλει – να ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση.
Το σύστημα αυτό διασφαλίζει ότι η νομοθεσία της Ε.Ε ερμηνεύεται και εφαρμόζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Συνθήκης αναθέτουν ρητά στο Δικαστήριο να κρίνει αν η νομοθεσία της Ε.Ε σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών της Ε.Ε και να εκδίδει αποφάσεις για ζητήματα προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας.
Το Πρωτοδικείο, που δημιουργήθηκε το 1989 και αποτελείται από ένα δικαστή από κάθε χώρα της Ε.Ε, είναι αρμόδιο να εκδίδει αποφάσεις για συγκεκριμένες υποθέσεις, ιδίως για αγωγές που ασκούν εταιρείες ή ιδιώτες και υποθέσεις που υπάγονται στο δίκαιο του ανταγωνισμού.
Οι τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το νομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρθρώνεται σε τρεις πυλώνες : ο πρώτος , ο λεγόμενος κοινοτικός πυλώνας , οριοθετείται από τις Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τομέας όπου ισχύει η κοινοτική διαδικασία. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει τις – χαμηλού βαθμού ενοποίησης – ρυθμίσεις για την ΚΕΠΠΑ και ο τρίτος την συνεργασία των κρατών μελών σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων , στον οποίο ισχύουν ρυθμίσεις που συμφωνούνται στα πλαίσια της στενής διακρατικής συνεργασίας.
Η εκπροσώπηση των πολιτών στην Ε.Ε και το “δημοκρατικό έλλειμμα”
Τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει οι φωνές αυτών που κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ειδικά την European Commission) για αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση χαρακτηρίζεται λένε από «Δημοκρατικό Έλλειμμα.» Η έλευση του «ευρώ» έκανε αυτές τις φωνές ακόμη πιο δυνατές και η αγωνία αυτών που ανησυχούν για την δημοκρατικότητα των θεσμών της Ε.Ε. αλλά και το μέλλον της κορυφώθηκε.
Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. είναι όντως κατασκευασμένα έτσι ώστε να υπερισχύουν οι κρατικοί αντιπρόσωποι ακολουθούμενοι από τους τεχνοκράτες της Κομμισιόν, τους Δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και, τελευταία, από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τελικά, στο υπάρχων σύστημα οι υπήκοοι των κρατών-μελών έχουν διπλή αντιπροσώπευση! Από το κράτος στο οποίο ανήκουν και του οποίου την κυβέρνηση εκλέγουν σε τακτικές και ελεύθερες εκλογές όπως επίσης κι από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο οποίο οι πολίτες της κάθε χώρας εκλέγουν όχι μόνον αντιπροσώπους από το κυβερνών κόμμα αλλά και από το ευρύτερο πολιτικό φάσμα της χώρας.
Το «Δημοκρατικό Έλλειμμα» γίνετε «ελλειμματική έννοια» ακόμη και με την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής τράπεζας που, όπως κι άλλες κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών, είναι το λιγότερο δημοκρατικό θεσμικό όργανο όμως, παράλληλα με τον παραπάνω θεσμό, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στην Ε.Ε., άλλους πού κατοχυρώνουν την ελευθερία του ατόμου και πλαισιώνουν την δημοκρατία, όπως τον θεσμό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τα παραδείγματα είναι πολλά για να αναφερθούν σε αυτήν την εργασία αλλά δειγματοληπτικά αναφέρω τις αποφάσεις για τα δικαιώματα των Ευρωπαϊκών μειονοτήτων, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι Τσιγγάνοι (Ρόμα). Στην περίπτωση που η Ε.Ε. παραμείνει πρωτίστως μια ένωση κρατών (συνομοσπονδία) το λεγόμενο «Δημοκρατικό Έλλειμμα» δεν αποτελεί κατά την γνώμη μου εστία ανησυχίας.
Το δημοκρατικό έλλειμμα ως το « αναγκαίο κακό» μιας φιλόδοξης ευρωπαϊκής αντιτρομοκρατικής συμμαχίας.
Με το πρόσχημα της άμεσης και αποτελεσματικής ανταπόκρισης στην πιεστική τρομοκρατική απειλή, προωθούνται μορφές διαβούλευσης στο περιθώριο της θεσμοποιημένης δράσης της Ένωσης και με ιδιαίτερα μυστικές διεργασίες, τοποθετώντας έτσι τη σχετική δραστηριότητα στο απυρόβλητο κάθε μορφής πολιτικού, κοινοβουλευτικού ή δικαιοδοτικού ελέγχου
H αποδυνάμωση του ρόλου του Κοινοβουλίου και η ενίσχυση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου, στη βάση μάλιστα της ομοφωνίας, διατρέχει τις διατάξεις του τρίτου πυλώνα που αφορούν τη λήψη των αποφάσεων, στερώντας έτσι τα νομικά εργαλεία του τρίτου πυλώνα από ένα σημαντικότατο μέρος της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης. Το Κοινοβούλιο έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο, η γνωμοδότησή του παραμένει υποχρεωτική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει παρακαμφθεί στο παρελθόν.
Το Κοινοβούλιο τονίζει σε κάθε ευκαιρία την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατικής νομιμότητας του διαμορφούμενου χώρου και αποκατάστασης της ισορροπίας μεταξύ των αναγκών σε ασφάλεια και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα που συνοδεύει το εργαλείο προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, τις αποφάσεις – πλαίσιο, και η απουσία δεσμευτικής κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της Ε.Ε, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτές δε θα πρέπει να θεωρούνται δεσμευτικές για τα εθνικά κοινοβούλια, εφόσον κρίνεται ότι παραβιάζουν τις εθνικές συνταγματικές αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των επιμέρους κρατών μελών
Το Ευρωκοινοβούλιο και τα άλλα όργανα της Ε.Ε είναι "θεσμοί" που υπηρετούν και εξυπηρετούν τα συμφέροντα της "Ελίτ" των Μεγάλων, που κρύβεται πίσω απ' τους αντιπροσώπους των κρατών-μελών, οι οποίοι (αντιπρόσωποι), δηλαδή οι Ευρωβουλευτές δεν εκλέγονται απευθείας απ' τους πολίτες της Ευρώπης, αλλά αναδεικνύονται μέσα απ' τις κατευθυνόμενες απ' τα παρασκήνια "λίστες" των πολιτικών κομμάτων.
Το "Έλλειμμα δημοκρατίας" υπάρχει και ανάμεσα στις Χώρες-μέλη της Ε.Ε, γιατί η συμμετοχή των Χωρών-μελών στα διάφορα όργανα λειτουργίας και εξουσίας δεν είναι ισότιμη, όπου κάθε Χώρα-μέλος πρέπει να έχει μία μόνο ψήφο. Οι Μεγάλες Χώρες-μέλη της Ένωσης έχουν το πάνω χέρι και οπωσδήποτε η συμμετοχή σ' όλα τα όργανα είναι άνιση και άδικη για τις μικρές Χώρες.
Συγκεκριμένα, η Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία έχουν από (10) ψήφους στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ οι άλλες από (3) μέχρι (5) πλην της Ισπανίας που έχει (8). Στο Κοινοβούλιο, η μεν Γερμανία έχει (99) και η Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία από (87), ενώ οι άλλες από (6) μέχρι (25) ψήφους, πλην της Ισπανίας που έχει (64). Στην Οικονομική και Κοινωνική επιτροπή (Ο.Κ.Ε.) οι μεν "Μεγάλες" έχουν από (24) ψήφους, ενώ οι "Μικρές" χώρες από (6) μέχρι (9).
Αυτά όλα σημαίνουν πως στην "Ευρωπαϊκή Ένωση" τις αποφάσεις τις παίρνουν οι λεγόμενες "Μεγάλες" Χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) με ουραγό αυτών την Ισπανία, αφού σε όλα τα όργανα διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ οι υπόλοιπες αρκούνται στο ρόλο του παρατηρητή. Έτσι, έχουμε την Ευρώπη της Πρώτης, Δεύτερης και Τρίτης Ταχύτητας.
Ακόμα, το "Έλλειμμα δημοκρατίας" απεικονίζεται στο γεγονός ότι απ' τις δεκαπέντε Χώρες της "Ευρωπαϊκής Ένωσης", οι (8), ήτοι περισσότερες από τις μισές, έχουν πολίτευμα Μοναρχικό με κοινοβούλιο και οι άλλες (7) έχουν δημοκρατικό με κοινοβούλιο. Τούτο σημαίνει ότι η Ε.Ε στο μεγάλο της ποσοστό είναι συντηρητική και δεν μπορεί να προσαρμοσθεί σ' ένα άμεσα δημοκρατικό (συμμετοχικό) πολιτικό Σύστημα, που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη, αλλά και όλος ο Κόσμος.
Πιστεύω ότι το μέλλον βρίσκεται στην ενίσχυση της Ευρώπης και των θεσμών της και της συνέχισης του δρόμου προς μια αυξημένη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση. Αυτό δε συνεπάγεται τη δημιουργία ενός μονολιθικού ευρωπαϊκού υπέρ-κράτους, αλλά μάλλον στη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών θεσμών για να καταστούν πιο αποτελεσματικοί, λιγότερο γραφειοκρατικοί και να πλησιάσουν πιο κοντά στους ανθρώπους τους οποίους σχεδιάστηκαν να υπηρετούν. Σε κάποιο βαθμό, οι θεσμοί της Ε.Ε χρειάζονται μια αλλαγή εικόνας. Θα πρέπει να εμφανίζονται πιο διαφανείς στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ότι εξυπηρετούν πάνω από όλα τα συμφέροντα του απλού πολίτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κατερίνα Μπατζέλη, Γιώργος Ρωμανιάς, Οι δρόμοι της ΟΝΕ, Εκδ. ΙΣΤΑΜΕ, , Αθήνα 2000
2. Μαραβεγιάς Ν, Μ. Τσινισιζέλης, Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2002
3. Μούσης Νικόλαος, Ευρωπαϊκή Ένωση. Δίκαιο, οικονομία, πολιτική, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα2001
4. Θεοδωρόπουλος Σ, Ευρωπαϊκή Οικονομική Ολοκλήρωση, Εκδ. Σταμούλης, Αθήνα1998
5. Δαγτόγλου, Π.Δ., Βασικά Στοιχεία της Συνθήκης του Μάαστριχ. Μια κριτική ανάλυση, Αθήνα 1993
6. Κ.Λάβδας, Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδ.ΕΑΠ ,Πάτρα 2002
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.6.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.