15.6.09

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΠ. ΤΣΙΠΟΥ: Η έννοια του «καθ’ εαυτό» στη φιλοσοφία του Καντ και η κριτική που ο Χέγκελ ασκεί

Κάθε γνώση έχει μια μορφή και ένα περιεχόμενο και οι a priori γνώσεις δεν μπορούν να νοηθούν παρά ως μορφές της ίδιας της γνωστικής λειτουργίας. Δεν είναι όμως εύκολο να ανακαλύψουμε και να εξηγήσουμε την προέλευση του περιεχόμενου της γνώσης μας.
Η μεταφυσική απέδωσε την απώτερη αυτή προέλευση των γνώσεών μας σε έμφυτα στοιχεία στην αιτιώδη σχέση πραγμάτων «καθ’ εαυτά» ή ακόμα και στις ικανότητές μας. Ο Καρτέσιος π.χ. πίστευε ότι ολόκληρο το a priori είναι έμφυτο ενώ ο Leibniz έλεγε ότι το a priori είναι έμφυτο ως σπέρματα εννοιών και όχι ως πλήρης έννοιες.
Ο Καντ στην «κριτική του καθαρού λόγου» απορρίπτει κατηγορηματικά την εμφυτοκρατία. Δεν υπάρχει υποστηρίζει νοητός κόσμος, του οποίου ο αισθητός δεν θα ήταν παρά μια ατελής εικόνα ως λύση στο πρόβλημα της καταγωγής των γνώσεών μας η κριτική φιλοσοφία του Καντ είναι στην ουσία ένας υπερβατικός ιδεαλισμός.
Το ζήτημα της χρήσης των αντιλήψεων μας είναι ζήτημα, το οποίο απορρέει από τις σχέσεις τους προς το αντικείμενο. Με λίγα λόγια αυτό ισοδυναμεί με αναγνώρισή του ότι τα φαινόμενα της εσωτερικής και της εξωτερικής παρατήρησης είναι παραστάσεις και όχι ιδιότητες, μέσα από τις οποίες θα βλέπαμε μπροστά μας ένα κόσμο από πράγματα «καθ’ εαυτά».
Η λογική χρήση των αντιλήψεων συνίσταται στην εξέταση τους ιδιαιτέρως στην τυπική τους πραγματικότητα και στην ανάλυση και αναγωγή τους στις αρχές της ταυτότητας και της μη αντίφασης. Τι γνωρίζουμε όμως στην πραγματικότητα από έναν κόσμο που είναι εξ ορισμού ανεξάρτητος από τις γνωστικές μας δυνατότητες; Υπάρχει άραγε ένας κόσμος «καθ’ εαυτόν»;
Ο Καντ μετατρέπει το πρόβλημα αυτό σε φιλοσοφικό, αναλύοντας τους διαφόρους όρους ή καταστάσεις, οι οποίοι επιτρέπουν στο πνεύμα να συναντήσει ένα δεδομένο που προϋπάρχει και να εφαρμόσει το όλο πρόβλημα στην περίπτωση αυτήν. Ο Καντ υποτάσσει το πρόβλημα της εσωτερικής δομής του πνεύματος στον τρόπο χρήσης του λόγου - με τον όρο αυτό εννοεί το λογικό – θεωρώντας ότι υπάρχουν δύο τρόποι χρήσης αυτού: μια μη νόμιμη που είναι υπερβατική γιατί χειριζόμαστε τις έννοιες σαν να πρόκειται για πράγματα με αντικειμενική υπόσταση και μια νόμιμη αντικειμενική η οποία περιορίζεται στον αισθητό κόσμο.
Η «η κριτική του καθαρού λόγου» περιορίζει τον λόγο σε μια επιστημονική ή εμπειρική χρήση και καταγγέλλει τις ψευδαισθήσεις της θεωρητικής μεταφυσικής, αποκαθιστώντας την αντικειμενικότητα των αρχών της επιστήμης.
Στη φιλοσοφία του Καντ η αντικειμενική γνώση απορρέει από μια συνεργασία ανάμεσα στην παρατήρηση και την νόηση, συνεργασία κατά την οποία η πρώτη αποδίδει το περιεχόμενο και η δεύτερη τη μορφή. Χωρίς την εποπτεία, λέει, η γνώση είναι κενή και χωρίς έννοια, είναι τυφλή.
Μπορεί βέβαια η ανυπαρξία της δυνατότητας να γίνει ένας κόσμος γνωστός «καθ’ εαυτόν» γιατί η παρατήρησή του δεν ανήκει στην ανθρώπινη γνωστική συνειδησιακή δύναμη να φαίνεται ανταγωνιστική ο Καντ όμως διαβεβαιώνει ότι ένας τέτοιος κόσμος υπάρχει πραγματικά και ότι παρεμβαίνει στη διαδικασία της αντίληψης κατά τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να κατανοήσουμε και αυτό περιορίζει αυτόν τον ανταγωνισμό.
Στον Καντ ο λόγος (Vernuft) είναι η συνειδησιακή δύναμη που χάρη στις ιδέες ενοποιεί την εμπειρική γνώση, χωρίς να είναι ο ίδιος γνώση.
Η νόηση κατά τον Χέγκελ, είναι η πεπερασμένη σκέψη. Ο Χέγκελ ασκεί κριτική στις φιλοσοφίες της άμεσης γνώσης που ισχυρίζονται ότι φτάνουν στο απόλυτο με ένα είδος μυστικής ενόρασης. Διατείνεται ότι φτάνει στη γνώση του όλου επιστημονικά.
Ο λόγος είναι η εσωτερική δύναμη που επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει τον εαυτό του, να ξεπεράσει το περιορισμένο είναι του και να ενωθεί με τις δυνάμεις του αντικειμενικού είναι.
Στον Καντ το πράγμα «καθ΄ εαυτό» (Ding an Sich) είναι το πράγμα το «ίδιο», ανεξάρτητα από το υποκείμενο, τη γνωρίζουσα συνείδηση, και από τον τρόπο με τον οποίο εκφαίνεται στον άνθρωπο.
Στη φιλοσοφία του Χέγκελ η έννοια ενυπάρχει στα αντικείμενα είναι «ο ίδιος ο εαυτός» του αντικειμένου (Gegenstand).
Για τον Χέγκελ η κατανόηση της πραγματικότητας σημαίνει απόσταση του νοητικού στοιχείου που αυτή περιέχει. Θεμελιώδης αρχή είναι ότι το είναι ή η έννοια εκδηλώνει την αλήθεια του μόνο μέσα στο όλο που απαιτεί και οφείλει να μην τεθεί απομονωμένα.
Στον Χέγκελ το «καθ’ εαυτόν είναι» (An sichs sein) και το für sich (δι ‘εαυτό είναι) ισοδυναμούν καμιά φορά με την αριστοτελική αντίθεση ανάμεσα στην δύναμη και την ενέργεια: διάταξη, ικανότητα, σπερματικό είναι που αντιτίθεται στην « εν ενεργεία» κατάσταση.
Η πνευματική δραστηριότητα είναι ακατανόητη για τη νόηση (Verstand), στην οποία η τρέχουσα γνώμη ανάγει κάθε σκέψη, όμως η σκέψη αυτή, αντίθετα, είναι ταυτόσημη με το θεωρητικό λόγο (Vernuft). Το απόλυτο, ο λόγος (Vernuft), δεν εκφράζεται σε καμία καθορισμένη σκέψη, αλλά εκφράζεται σε όλες, επειδή είναι η πράξη που τις σκέπτεται, η διαλεκτική τους.
«Το πνεύμα «καθ’ εαυτό» συνιστάται στο να βρίσκεται ως πνεύμα, και αυτό στο οποίο βρίσκεται ή μάλλον αυτό που βρίσκει ότι είναι, είναι η απειρότητα. Το πνεύμα είναι μόνο εφόσον βρίσκεται. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να διατηρείται «καθ’ εαυτό».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μολυβάς Γ., Φιλοσοφία στην Ευρώπη: Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2001
-Βαλλιανός Π. ,Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Νεότερα και σύγχρονα ρεύματα (19ος -20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000
-Windelband W.-Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας,
β τόμος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003
-Kant I, Κριτική του καθαρού λόγου, εκδ. Παπαζήση
Encyclopedie de la pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας,
ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1987


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28.5.2009



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ