5.1.10

ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Χριστούγεννα του εννιά

Ο Γιάννης έχει ένα παράξενο σφίξιμο. Έρχονται μέρες γιορτινές. Και στις γιορτές παθαίνει την πλάκα του. Τις βιώνει με τον δικό του παράξενο τρόπο. Έχει από μικρό παιδί ένα παράξενο αίσθημα. Κάθε χρόνο τα ίδια, σιγοψιθύριζε «ή να έλθουν γρήγορα ή να μην έλθουν καθόλου», επαναλάμβανε μονότονα στην μητέρα του. H προσμονή τον σκότωνε. Ήταν και αυτά τα γλυκά, οι κουραμπιέδες, οι ευωδιαστές μυρουδιές, οι προετοιμασίες που δεν τον άφηναν ήσυχο. «Είναι καλά, αλλά αργούν, αργούν πολύ και όταν έρχονται ποτέ δεν είναι έτσι όσο τα φαντάζεται κάποιος. Απομυθοποιούνται στην πράξη, ενώ θεοποιούνται στην προσμονή», έλεγε μονολογώντας. Ύστερα είχε κάθε χρόνο το μπούκωμα. Αυτό το στρίμωγμα των συναισθημάτων, ένας ορμητικός ποταμός αναμνήσεων, αισθημάτων, η λαχτάρας για τις γιορτινές μέρες, που καθόταν πεισματικά μέσα στο στήθος του, λες και είχαν κόλλα, λες και είχαν φωλιά. «Άστο δεν θα το ξεπεράσω μονολογούσε. Αλλά από την άλλη αν το ξεπεράσω και δεν αισθάνομαι τίποτα! Καλύτερα θα είναι; Θα ζήσω λοιπόν μ ΄ αυτό».

Φέτος όμως νοιώθει κάτι άλλο. Δεν ξέρει τι. Αλλά είναι κάτι άλλο, σίγουρα όμως χειρότερο. Κάτι τον βασανίζει. Αποφεύγει να σκεφτεί για τις γιορτές. Φέτος ήταν και η απώλεια του ψαρά, που θα λείψει από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, η βαριά αρρώστια της νοικοκυράς. Παλεύει με την σκέψη του την αποτρέπει, θέλει να κάνει ένα άλμα στον χρόνο, να πάει παρακάτω ξεπερνώντας τις φετινές γιορτές. Μάλλον τις φοβάται. Θυμάται και αναπολεί τις όμορφες στιγμές στην πόλη του. Μία πόλη γεμάτη ζωή, γεμάτη όνειρα, που συγκέντρωνε τρέλα και χαρά όλων των κατοίκων της πόλης και των γύρω περιοχών. Και κυρίως αισιοδοξία για το αύριο. Νέοι, πολλοί νέοι, βουητό από εργάτες, εστιατόρια γεμάτα, χαρούμενα πρόσωπα. Στην αγορά αυτές τις ημέρες άνθρωποι βιαστικοί έτρεχαν να τα προλάβουν όλα, να ψωνίσουν γρήγορα να πάνε στην δουλειά. Συναγωνισμός για δώρα, γεμάτα πορτοφόλια αλλά το κυριότερο καμία ανησυχία για αύριο. Θυμάται ένα βράδυ σε μια παρτίδα χαρακίρι ο Παυλάρας τα έχασε όλα στα χαρτιά. «Δεν χάθηκε τίποτα φώναζε. Θα τα ξαναβγάλω. Μην στεναχωριέσαι φιλαράκι μου η ζωή είναι μπροστά». Ο Γιάννης απορούσε. «Τόσο μεγάλο ποσόν και θα τα ξαναβγάλει», μονολογούσε. «Μιας χρονιάς οικονομίες. Άκου! Μιας χρονιάς λεφτά σε μία βραδιά». Κι όμως πίστευε ότι θα τα αντικαταστήσει, όπως και το έκανε.

Τις γιορτές τα εργαστήρια γιόρταζαν, έφερναν ορχήστρες για το κλείσιμο της χρονιάς. Και δώστου χορούς και φαγοπότι, κρασί, λουκάνικα, φαγητά. Χωρατά, γέλια, πειράγματα. Και αυτά πριν δύο-τρεις δεκαετίες. Χαλαρότητα χωρίς πολύπλοκες συζητήσεις, στρογγυλεμένες απόψεις. Κανείς δεν ήθελε να χαλάσει την χαρά των ημερών. Έτσι βίωσε την πόλη του, έτσι τη ήθελε και σήμερα. Όμως σήμερα άκουσε στο ραδιόφωνο ότι οι συμπολίτες του πηγαίνουν από την μία υπηρεσία στην άλλη για ένα μικρό επίδομα, ότι οι τράπεζες δεν χορηγούν άλλα δάνεια στις επιχειρήσεις, ότι οι άνεργοι δεν θα πάρουν επίδομα, ότι στον ΟΑΕΔ γίνεται χαμός, ότι η αγαπημένη του ομάδα διαλύθηκε, ότι, ότι… Και το χειρότερο απ’ όλα μια αλληλοϋπονόμευση, αλληλοκατηγορία χωρίς όρια, χωρίς τελειωμό. Ο Γιάννης στεναχωριόταν που δεν άκουγε καλό λόγο για κανένα. Ο συνηθισμένος τρόπος ήταν το θάψιμο των πάντων, ο μηδενισμός. «Φτάνει πια» αναφώνησε μια μέρα, και έκλεισε το ραδιόφωνο. Φτάνει. Η σημερινή μορφή της πόλης του είναι πιο όμορφη, πιο περιποιημένη. Έπεσαν χρήματα, φτιάχτηκαν δρόμοι, συγυρίστηκε. Άλλαξε. Ομόρφυνε, γιατί όμως είναι μαραμένη; Γιατί είναι όμως μελαγχολική; Γιατί είναι τόσο γκρινιάρα; Ποιος πονά αυτή την πόλη. Ποιος την αγαπά, ποιος την νοιάζεται; Σίγουρα υπάρχουν αλλά είναι κρυμμένοι, τρομοκρατημένοι. Στο προσκήνιο πάντα οι μηδενιστές οι κακοπροαίρετοι και δώστου κάθε μέρα. «Μπα αναφώνησε μάλλον εγώ τα βλέπω έτσι. Είναι και η ηλικία! Πέρασαν τα χρόνια». Αλλά και τούτη εδώ η εξήγηση δεν, δεν τον κάλυπτε. Ξεκινούσε την μέρα του χαρούμενος πιστεύοντας ότι σήμερα θα είναι καλύτερα, το βράδυ γυρνούσε απογοητευμένος. Τι να τους κάνω και εγώ μονολογούσε, τι να μου κάνουν και αυτοί. Ήλθαν τα πάνω κάτω. Αυτή η πόλη δεν έχει πια κέφι, δεν έχει νεύρο. Ούτε δύναμη. Άλλαξε. Σκεφτόταν μήπως είναι καλύτερα να μην τους συναντά πια. Αφού χόρτασαν από κάποιους με παχιά λόγια, δεν θέλουν να ακούσουν κανένα. Είναι και ότι ο μέσος όρος ηλικίας της πόλης που ανέβηκε εφιαλτικά. Οι δρόμοι έχουν ελάχιστους νέους δεν φαίνονται εργάτες, η πόλη το πρωί φαίνεται έρημη. Και σκυθρωπή. Και αμήχανη. Ο Γιάννης ώρες-ώρες ένοιωθε ότι κανένας δεν μπορούσε να κάνει κάτι. «Λείπει ο οδηγός» μονολογούσε, «ο οραματιστής, ο άνθρωπος που θα τραβήξει μπροστά. Να τον ακολουθήσουμε γιατί τον πιστεύουμε. Αυτή η πόλη πρέπει να βρει τον ρυθμό της. Κάπου έχει μέσα της δυνάμεις. Δεν μπορεί να χάθηκαν όλα». Θυμήθηκε τον μπαρμπα-Γώργο που έλεγε «εκεί που ήταν κάποτε πηγή, κάποια μέρα θα ξαναστάξει». «Δεν μπορεί», έλεγε και ξανάλεγε, «δεν μπορεί πάλι θα ξαναστάξει».

Ο Γιάννης ήταν και είναι αισιόδοξος. Το ποτήρι και με ελάχιστο νερό το βλέπει γεμάτο. Άρχισε να σκέφτεται αισιόδοξα, τα καλά σχόλια των ξένων για την πόλη του, την επίσκεψη τόσων ξένων στην περίοδο των γιορτών. Το έκανε αυτό πάντα από αντίδραση. Δεν μπορούσε την μιζέρια την κακομοιριά, έψαχνε πάντοτε θετικές σκέψεις. «Τουλάχιστο να ισοφαρίζουμε τα θετικά με τα αρνητικά» έλεγε, «να μην χάσουμε είναι το λιγότερο. Να μην χάσουμε, γιατί το να κερδίσουμε σχεδόν το έχουμε ξεχάσει. Αυτή η πόλη βγάζει μόνο αμυντικούς πια», έλεγε χρησιμοποιώντας τον αγαπημένο του παραλληλισμό με το ποδόσφαιρο. «Σέντερ φόρ για να βάζει γκολ πότε θα δούμε;’’
Ο Γιάννης προβληματίζεται , όπως όλοι με τις σκέψεις του. Τα Χριστούγεννα είναι κάτι ιδιαίτερο γι αυτόν όπως προαναφέραμε. Ποιά Χριστούγεννα όμως; Σε κάποια στιγμή επηρεασμένος από την συζήτηση για τις φετινές γιορτές , μ΄ έναν φίλο του σιγοψιθύρισε, «Χριστούγεννα, Χριστούγεννα του εβδομήντα εννιά» Ο φίλος τον σκούντηξε. Μ΄ έχεις ζαλίσει μια εβδομήντα εννιά, μια ογδόντα εννιά, μόνο που είναι Χριστούγεννα του δυο χιλιάδες εννιά. Σύνελθε. Είχε δίκιο. Είναι Χριστούγεννα του δύο χιλιάδες εννιά.

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος9/11/10

    nai, den katalaba an einai dihghma h xronografima. an einai to prwto, tote, nomizw, einai poly adynamo. H istoria auth de mporei na stathei apo monh ths. Nai men thelei na pei polla, alla den yparxei plokh na ta stiriksei.
    an einai apla ena xronografima, mallon kalo einai. kai einai kalo dioti thetei erwtimata kai apaitei na energopoihsoume th skepsi mas.

    egw pantws, diabazontas to keimeno, skeftika oti nai einai polla auta pou exoun allaksei stin ellhniki koinwnia apo to 79 ws to 09. Alla, enas basikos logos pou oi anthrwpoi pernousan pio 'diaskedastika' tote einai oti zousane me ligotera kai xwris neoploutismo. simera, mia basikh pigh mizerias einai h adynamia na ekplirwsoume lifestyle epiloges typou tade amaksi, diakopes dipla stin pisina klp. as kanoume tis zwes mas aploteres. auto tha proetrepa egw, kai toulaxisto auto prattw egw.

    xairetismous,

    ilias/gl

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ