μετάφραση ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ
Καστοριά
Χιόνι σκέπαζε τα κλαδιά. Ο πολυβολητής τραγουδούσε. Στεκόταν σε ένα ρώσικο δάσος σε πολύ προχωρημένη σκοπιά. Τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, παρόλο που ήταν αρχές του Φλεβάρη. Αλλά έτσι του ερχόταν, επειδή το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο. Χιόνι ανάμεσα στους μαύρους κορμούς. Χιόνι στα πρασινόμαυρα κλωνάρια. Στα κλαδιά κρεμόταν προς τα κάτω, το έπαιρνε ο αέρας και το έριχνε πάνω στους θάμνους, βαμβάκι απαλό, το εκσφενδόνιζε στους μαύρους κορμούς. Χιόνι, πολύ χιόνι. Και ο πολυβολητής τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αν και είχε μπει ήδη ο Φλεβάρης.
Κάπου-κάπου πρέπει να ρίχνεις και κανέναν πυροβολισμό. Αλλιώς θα παγώσει το μηχάνημα. Απλά ρίξε στα σκοτεινά, κατευθείαν μπροστά σου. Για να μην παγώσει. Ρίχνουμε εκεί, στους θάμνους. Ναι, εκείνους εκεί, τότε ξέρεις αμέσως ότι δεν κρύβεται κανείς εκεί. Και αυτό σε ηρεμεί. Μπορείς να ρίχνεις με την ησυχία σου, μια βολή κάθε τέταρτο. Έτσι ηρεμείς. Αλλιώς θα παγώσει το μηχάνημα. Και δεν είναι και τόση απόλυτη ησυχία, όταν κάπου-κάπου πυροβολείς. Αυτά του τα είχε πει εκείνος που αντικατέστησε. Και επίσης: Πρέπει να βγάλεις τα καλύμματα από τα αυτιά. Εντολή της διοίκησης. Στη σκοπιά πρέπει να βγάζουμε τα καλύμματα των αυτιών. Γιατί διαφορετικά δεν ακούς τίποτα. Είναι διαταγή. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ακούγεται τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Ούτε κιχ. Ολόκληρες εβδομάδες. Ούτε κιχ. Ε, τότε ρίχνεις μια κάπου-κάπου. Αυτό σε ηρεμεί.
Το είχε πει εκείνος. Και έπειτα ήταν ολομόναχος. Έβγαλε τα καλύμματα από τα αυτιά και το κρύο τα διαπέρασε μέχρι μέσα. Ήταν ολομόναχος. Και το χιόνι λύγιζε τα κλαδιά. Κολλούσε στους σκουρόχρωμους κορμούς. Συσσωρευόταν πάνω στα χαμόκλαδα. Υψωνόταν σαν πύργος, έπεφτε πάνω σε κοιλώματα και το σάρωνε ο αγέρας. Χιόνι, πολύ χιόνι.
Και το χιόνι που επάνω του στεκόταν έκανε τον κίνδυνο αθόρυβο. Και ήταν τόσο απόμακρα. Και μπορούσε νάναι κιόλας πίσω του. Τον έκρυβε σιωπηρά. Και το χιόνι που πάνω του στεκόταν, που στεκόταν ολομόναχος μέσα στη νύχτα, για πρώτη φορά στεκόταν ολομόναχος, έκρυβε καλά τα βήματα όποιου πλησίαζε. Τα έκανε να χάνονται στο βάθος. Τα έκρυβε σιωπηρά, γιατί γίνονταν όλα τόσο αθόρυβα, που ένιωθες το αίμα να βουίζει στα αυτιά σου, τόσο δυνατά, ώστε δεν μπορούσες πια να του ξεφύγεις. Έτσι, σιωπηλά,τα έκρυβε το χιόνι.
Και τότε ακούστηκε ο αναστεναγμός. Αριστερά. Μπροστά. Έπειτα δεξιά. Πάλι αριστερά. Και ξάφνου πίσω. Του πολυβολητή του κόπηκε η ανάσα. Να, πάλι. Ο αναστεναγμός. Το βουητό στ` αυτιά του έγινε ανυπόφορο. Και πάλι ο αναστεναγμός. Σήκωσε ψηλά το γιακά της χλαίνης. Τα δάχτυλα σέρνονταν, έτρεμαν. Έσυραν ψηλά το γιακά , τόσο που να μη σκεπάσει τα αυτιά. Να. Ο αναστεναγμός. Ο ιδρώτας παγωμένος γλίστρησε από το κράνος και πάγωσε στο μέτωπο. Εκεί έμεινε παγωμένος. Είχε θερμοκρασία σαράντα δύο βαθμούς κάτω από το μηδέν. Και ο ιδρώτας γλιστρούσε από το κράνος και πάγωνε. Ο αναστεναγμός. Πίσω. Και δεξιά. Στο βάθος μπροστά. Μετά εδώ. Εκεί. Κι εκεί τώρα.
Ο πολυβολητής βρισκόταν στο ρώσικο δάσος. Τα κλαδιά τα σκέπαζε το χιόνι. Και το αίμα βούιζε σαν τρελό στ` αυτιά του. Και ο ιδρώτας πάγωνε στο μέτωπο. Και ο ιδρώτας έτρεχε κάτω από το κράνος. Γιατί ακουγόταν ένας αναστεναγμός. Κάτι αναστέναζε. Ή κάποιος. Το χιόνι τον κάλυπτε. Γι αυτό και πάγωνε ο ιδρώτας στο μέτωπο. Γιατί ο φόβος στα αυτιά όλο και μεγάλωνε. Επειδή ακουγόταν ένας αναστεναγμός.
Και τότε ξανάρχισε το τραγούδι. Τραγουδούσε δυνατά, έτσι που να μην ακούει πια τον φόβο. Ούτε και τον αναστεναγμό. Και για να μην παγώνει πια ο ιδρώτας. Τραγουδούσε. Και δεν άκουγε πια το φόβο. Χριστουγεννιάτικα τραγούδια έλεγε, και δεν άκουγε πια τον αναστεναγμό. Τραγουδούσε δυνατά χριστουγεννιάτικα τραγούδια μέσα στο ρώσικο δάσος. Γιατί το χιόνι σκέπαζε τα σκουρόχρωμα κλαδιά στο ρώσικο δάσος. Πολύ χιόνι.
Αλλά τότε έσπασε ξάφνου ένα κλωνάρι. Και ο πολυβολητής σώπασε. Κι έκανε μια στροφή. Και έβγαλε το πιστόλι. Και νάσου προβάλει μέσα από το χιόνι ο λοχίας και προχωρεί με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος του.
Τώρα θα με σκοτώσουν, σκέφτηκε ο πολυβολητής. Τραγουδούσα την ώρα της σκοπιάς. Και τώρα θα με σκοτώσουν. Έρχεται κιόλας ο λοχίας. Και τι γρήγορα που βαδίζει. Τραγουδούσα στην σκοπιά και τώρα έρχονται να με σκοτώσουν.
Και κράτησε σφιχτά το πιστόλι στο χέρι.
Έφτασε ο λοχίας. Και κρατήθηκε πάνω του. Και κοίταξε γύρω του. Και αναπήδησε. Και μετά είπε με κομμένη την ανάσα:
Θεέ μου, κράτα με, μανούλα μου. Θεέ μου! Θεέ μου! Και έβαλε τα γέλια. Τίναξε τα χέρια. Και γελούσε: Ακούγονται χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Χριστουγεννιάτικα τραγούδια σ` αυτό το καταραμένο ρώσικο δάσος. Χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Φλεβάρης δεν είναι; Και βέβαια έχουμε Φλεβάρη. Κι ακούμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Σίγουρα είναι εξαιτίας της τρομερής ησυχίας. Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Αχ, Θεέ μου! Αχ, μανούλα μου, κράτα με γερά. Για σταμάτα. Να! Όχι. Τώρα σταμάτησαν. Μην γελάς, είπε ο λοχίας και συνέχισε να βαριανασαίνει και κρατούσε σφιχτά τον πολυβολητή, μην γελάς κι εσύ. Είναι εξαιτίας της ησυχίας. Εβδομάδες ολόκληρες αυτή η ησυχία. Ούτε κιχ! Τίποτα! Ε, τότε ακούς χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Και να φανταστείς ότι μπήκαμε στον Φλεβάρη. Όμως, οφείλεται στο χιόνι. Έχει τόσο πολύ εδώ. Μην γελάς, σου λέω. Σε τρελαίνει, άκου που σου λέω. Είσαι εδώ μόνο δύο μέρες. Εμείς όμως έχουμε κολλήσει εδώ, εβδομάδες ολόκληρες. Ούτε ένα κιχ. Τίποτα. Σε τρελαίνει. Συνέχεια απόλυτη σιωπή. Ούτε κιχ. Εβδομάδες ολόκληρες. Φυσικό είναι να ακούς τότε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, φίλε μου. Μην γελάς. Μόνον όταν σε είδα σταμάτησαν ξαφνικά. Θεέ μου. Σε τρελαίνει. Αυτή η αιώνια σιωπή. Αιώνια σιωπή!
Ο λοχίας ακόμη βαριανάσαινε. Και γελούσε. Και τον κρατούσε γερά. Και ο πολυβολητής τον στήριζε επάνω του. Και μετά γελάσανε και οι δυο. Στο ρώσικο δάσος. Τον Φλεβάρη.
Καμιά φορά λύγιζε κανένα κλαδάκι από το χιόνι. Και αυτό γλιστρούσε ανάμεσα στα σκουρόχρωμα κλωνάρια και έπεφτε στο έδαφος. Και αναστέναζε κάπως. Πολύ, πολύ αμυδρά. Μια μπροστά. Αριστερά. Πότε εδώ. Κι εκεί επίσης. Παντού ένας αναστεναγμός. Γιατί το χιόνι σκέπαζε τα κλαδιά. Πολύ, πολύ χιόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.