25.5.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Για την αιματοβαμμένη φετινή γιορτή της μάνας…

Όχι μία, αλλά τρεις είναι οι μάνες που έκλαψαν και θρήνησαν τα παιδιά τους που έχασαν τόσο απροσδόκητα και τόσο άδικα: την Αγγελική, την Παρασκευή, τον Επαμεινώνδα. Η Αγγελική, μάλιστα, ήταν πολύ χαρούμενη, καθώς σε λίγους μήνες ήταν να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, το αγοράκι της που πέθανε μαζί της πριν αντικρίσει το φως του ήλιου. Πνιγμένοι όλοι τους από ένα σκοτάδι, για το οποίο ευθύνονται πολλοί∙ ευθυνόμαστε πολλοί. Άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Αλλά πάντως όλοι κι ας πιστεύουμε το αντίθετο.

Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια πως ζούμε σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή, γιατί, στρέφοντας το νου μου πίσω, ξανά δύσκολες εποχές συναντώ. Κι αν μου φέρετε για παράδειγμα την αμέσως πριν από την οικονομική κρίση εποχή και τις ευκολίες της, θα σας πω ότι μάλλον οι ευκολίες τεχνητές ήταν και κατασκευασμένες από την αφεντιά μας, που νόμιζε πως θα τα κατάφερνε να ζει διαρκώς μέσα στον τεχνητό παράδεισο που είχαμε δημιουργήσει για λογαριασμό μας και σε βάρος των άλλων. Όμως, να που τα ψέματα τελειώσανε κι εμείς το αντιλαμβανόμαστε με φρίκη που δεν είναι εύκολο να αντέξουμε και να ξεπεράσουμε. Ανεξάρτητα από το ποιος φταίει περισσότερο (γιατί ασφαλώς κάποιοι φταίνε πολύ περισσότερο από άλλους) και ποιος λιγότερο…

Όμως το θέμα μου είναι η γιορτή της Μάνας κι ας μην ξεφύγω. Ήταν, λοιπόν, ένα πρωί καθημερινής του Μαρτίου όταν η 7χρονη Θεοδώρα, μαθήτριά μου, με το «καλημέρα» της μου ξεφούρνισε κάτι που άκουσε στις ειδήσεις και προφανώς την τάραξε: για το ζευγάρι των Νοτιοκορεατών που άφησε το μόλις τριών μηνών βρέφος του να πεθάνει από την πείνα, καθώς οι δυο τους, μάνα και πατέρας, ήταν απασχολημένοι με το να φροντίζουν το εικονικό τους μωρό. Έτσι, τάιζαν το πραγματικό τους μωρό μόλις μία φορά την ημέρα και μετά το παρατούσαν για να πάνε στο γειτονικό τους ίντερνετ-καφέ, όπου έπαιζαν τους καλούς εικονικούς γονείς. Συντριπτική νίκη της εικονικής πραγματικότητας έναντι της πραγματικής, του ίντερνετ, στο οποίο οι συγκεκριμένοι γονείς (;) αφιέρωναν το χρόνο και τη μέγιστη αφοσίωσή τους.

Απόλυτα δικαιολογημένα θορυβήθηκε η μικρούλα από την είδηση που άκουσε. Αλλά, καθώς από κάπου παλεύουμε όλοι να πιαστούμε για να μην τρομάξουμε, είπα πως ευτυχώς δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα ακόμη. Αυτό μας σώζει κάπως, έστω προσωρινά. Και φυσικά δεν έκανα καμία νύξη για το πρόσφατο αφιέρωμα της ελληνικής εφημερίδας με θέμα τα παιδιά που παρατάνε νεογέννητα οι γονείς τους, τα παιδιά που μένουν στα αζήτητα, επειδή είχαν την ατυχία να γεννηθούν με κάποιο πρόβλημα υγείας. Είναι πολύ λεπτό το ζήτημα, θα μου πείτε. Και θα συμφωνούσα με το χαρακτηρισμό του ζητήματος, αν δε διάβαζα παρακάτω πως τα παιδιά που παρατιούνται από τους γονείς τους δεν πάσχουν πάντα από κάποια βαριά πάθηση, αφού έχει καταγραφεί και περίπτωση νεογέννητου Ελληνόπουλου με δερματική πάθηση για την οποία οι γιατροί εγγυήθηκαν στους γονείς πως ήταν θεραπεύσιμη, αλλά οι γονείς δεν πείστηκαν και… απέφυγαν να το πάρουν μαζί τους… Δε θα μπω στον πειρασμό να κρίνω κάποιον ούτε και ν’ απαντήσω με οποιονδήποτε τρόπο. Μονάχα ένα πράγμα αναρωτιέμαι: τι θα έκαναν αυτοί οι γονείς στην περίπτωση που το παιδί τους γεννιόταν υγιέστατο και στη συνέχεια, λόγω κάποιου ατυχήματος ή κάποιας αρρώστιας, πάθαινε κάτι; Θα το εγκατέλειπαν με την ίδια ευκολία; Θα το ξεφορτώνονταν το ίδιο αβασάνιστα;

Δεν κρίνω κανέναν. Απλώς θεωρώ πως στην εποχή μας θα ήταν πολύ δύσκολο για μια μαμά-Μπάρμπι (κανονική Μπάρμπι όμως) να αφοσιωθεί σε ένα παιδί που χρειάζεται περισσότερη φροντίδα από τα άλλα∙ σε ένα παιδί που, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα προβλήματα που άθελά του προκαλεί, χαλάει και την αστραφτερή εικόνα μιας σύγχρονης μαμάς που κάνει τον υπέρ πάντων αγώνα να παραμένει νέα και όμορφη, όσο κι αν περνούν τα χρόνια. Γιατί ζούμε στην εποχή που έχει θεοποιηθεί η βιτρίνα και το περιτύλιγμα, για τα βαθύτερα ποιος νοιάζεται;

Γι’ αυτό και δε γίνεται -σχεδόν καθόλου- λόγος για μάνες όπως η Ζαχαρένια Φρυσάλη από τα Ανώγεια της Κρήτης, που, το 2004, έχοντας χάσει το μονάκριβο γιο της σε τροχαίο και ενώ δεν ήταν παρά μόνο μια φτωχή συνταξιούχος αγρότισσα, έκρινε πως η μικρή της σύνταξη της έφτανε για να ζήσει κι αποφάσισε να πουλήσει το αμπέλι της και ν’ αγοράσει έναν υπερηχοτομογράφο για το Κέντρο Υγείας της ιδιαίτερης πατρίδας της, για να μπορούν να σώζονται όσοι άρρωστοι συμπατριώτες της τον χρειάζονται.

Και για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν έγινε διάσημη η κ. Καλλιόπη Κουλλιά από την Κάλυμνο, που μόλις πριν από λίγες μέρες πούλησε το σπίτι της για να χρησιμοποιηθεί ως νηπιαγωγείο. Και πρόκειται πάλι για μια γυναίκα φτωχή, που φρόντισε το σφουγγαρά άντρα της που έμεινε ανάπηρος στα 32 του χρόνια κι έχασε λίγο καιρό μετά το μονάκριβο γιο της και τον άντρα της.

Σκέφτομαι πως όλα αυτά καθόλου συμπτωματικά δεν είναι. Αλλά ούτε και η περίπτωση της ξεχωριστής γυναίκας που περιγράφει στο εξαιρετικό του βιβλίο «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός» ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος: Της γυναίκας που, ενώ έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι με πολλά προβλήματα υγείας και ο άντρας της την πίεσε να το εγκαταλείψουν, εκείνη αρνήθηκε. Έτσι αυτός την παράτησε και, ενώ με δυσκολία μεγάλωνε το δικό της παιδί, παίρνει μια τελείως παράλογη για τα δικά μας δεδομένα απόφαση: αναλαμβάνει να μεγαλώσει και δύο ακόμη παιδιά, ένα με σύνδρομο Ντάουν κι ένα με μυϊκή δυστροφία. «Γίνεται μάνα έτσι τρεις φορές. Αληθινή μάνα και πολύ μάνα.»

Κι είναι αυτές οι μάνες το πιο γερό αντίδοτο στην πίκρα που μας ποτίζουν οι άλλες. Όχι μόνο αυτές που ανέφερα στην αρχή, αλλά και εκείνες τις οποίες αφορά άμεσα η προχτεσινή έρευνα που τσακίζει τα κόκαλα όλων μας με τα συμπεράσματά της∙ η έρευνα που ανεβάζει στις 50.000 τα παιδιά που κακοποιούνται σοβαρά και παραμελούνται στην Ελλάδα του σήμερα (το 80% των παιδιών αυτών είναι Ελληνόπουλα). Και ας μην ξεχνάμε πως και η παραμέληση παιδιού κακοποίηση με άλλη μορφή είναι κι ας διαφέρει η ονομασία της…
Κι είναι ώρα, σε όλες τις μάνες, και αυτές που ξέρουν και προπαντός σε αυτές που δεν έμαθαν ακόμα, να αφιερώσουμε λόγια σοφών Ελλήνων ειπωμένα πριν από αρκετά χρόνια, μα διαχρονικά και κλασικά, λόγια που όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αξία τους:
«Αν δεν ήταν η μάνα, θάλειπε από τον κόσμο η μεγάλη συμπόνια, η βαθιά καλοσύνη, η εσώκαρδη ευσπλαχνία, η αυταπάρνητη αγάπη∙ αυτή που εξακολουθεί να υφίσταται κι εκεί που δε βρίσκει ανταπόκριση.» (Ιωάν. Ξηροτύρης)

«…Αν όμως η ψυχή σου μοιάζει κάπως με την ψυχή της μάνας, που κι όταν το γεννήσει το παιδί εξακολουθεί με την αδιάκοπη τρεμούλα και λαχτάρα ολοένα να το δημιουργεί και να το φτιάνει, τότε να είσαι βέβαιος πως δεν θα γκρεμιστείς από τα ύψη που ανέβασες τον εαυτό σου με την απόφασή σου να γίνεις δάσκαλος και τη ζωή σου θα την περάσεις ανθρωπινά. Θυμάσαι και συ ο ίδιος σε τι ζεστή ατμόσφαιρα στο σπίτι σου μεγάλωσες∙ πλουσιόσπιτο δεν ήταν το δικό σου, όπως δεν ήταν και το δικό μου και όλων των συμπατριωτών μας, για να έχεις όλες τις ανάπαψες κι όμως τι ζέστη εκεί μέσα! Πώς έβγαινε η πύρα από το πρόσωπο της μάνας σου, βασανισμένης με τις έγνοιες του σπιτιού, με τα χτυπήματα της τύχης, με την ανησυχία για τους δικούς της και με την φτώχια, όμως και τόσο υπομονετικής, και σ’ αγκάλιαζε∙ όπου κι αν έστριβες, από παντού σε τριγύριζε η θερμή πνοή της ανήσυχης μάνας κι άγρυπνα τα μάτια της σ’ αντικρίζαν, όπου κι αν πήγαινε το βήμα σου. Στο δρόμο, όπου μόνος σου έκανες παιδί, αυτή γινόταν το μάτι και σ’ οδηγούσε. Επρόκοψες λιγάκι, σ’ αυτήν το χρωστάς∙ εσύ μονάχα πόθησες να φτάσεις τις γλυκές και θαυμαστές εκείνες οπτασίες του εαυτού σου, που τις έβλεπες μικρός και σου γνέφουν γελαστές αδιάκοπα από ψηλά, από τα μάτια της∙ και θα γινόσουν καλύτερος απ’ ό,τι τώρα είσαι και θα τις έφτανες εκείνες τις οπτασίες αν ύστερα, όταν οι ανάγκες της ζωής και ο χρόνος σάς εχώρισαν, τις αντίκριζες και στα μάτια των άλλων, που έζησες κοντά τους, όταν αυτά έπεφταν επάνω σου. Αν παρόμοιαν αντιφεγγιά του εαυτού σου έβλεπες στα μάτια των άλλων, κι ας μη φανερωνόταν σ’ όλη τη δόξα, όπως μια φορά την είδες στ’ αλησμόνητα μάτια της μητέρας σου, δε θα ήταν φόβος ποτέ να πέσεις∙ αν παρόμοια θερμή πνοή φυσούσε στο πρόσωπό σου από παντού από τους ανθρώπους, δεν θα ένιωθες μέρα τη μέρα να γίνεσαι βαρύς σα μολύβι και τη γη να σε παίρνει από κάτω της. Ακόμη στέκεσαι ορθός∙ όμως τι τρόμος μήπως πέσεις∙ και τι μαρτύριο πάλι που δεν έπεσες ακόμη. Πώς θ’ ανάσαινες…»
(«Η ποίηση στη ζωή μας», Γιάννης Αποστολάκης).

Τα λόγια αυτά τα σοφά είναι και η συνταγή, η μία και μόνη και αποκλειστική, που ακολουθώντας την τυφλά, καταφέρνεις να γεμίσεις τη λέξη «Μάνα», που είναι ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής για σένα. Κι ας μην τα έχεις καταλάβει ακόμα…

Αφιερωμένο εξαιρετικά στα παιδιά του φιλόξενου 2ου Δημ. Σχ. Άργους Ορεστικού, που είναι φοβεροί ζωγράφοι και δεινοί συζητητές…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ