11.5.10

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: Ο κήπος των συνειρμών

I. Αναγνωστική ανθρωπογεωγραφία

«Η ανάγνωση είναι στο κατώφλι της πνευματικής ζωής: Μπορεί να μας εισαγάγει σ’αυτήν αλλά δεν την συμπληρώνει....»
Μ. Προυστ


Κολύμπησε περισσότερο από ώρα, μόνη νωρίς το πρωί, όπως πάντα απολαμβάνοντας την ευεξία που χάριζε η καταβύθιση στον υδάτινο θαλασσινό κόσμο, σαν το πιο οικείο από τα δυνατά περιβάλλοντα. Κάθησε, βγαίνοντας από τη θάλασσα, στην άκρη του μαρμάρινου βράχου «της», απολαμβάνοντας την εγγύτητα της λείας επιφάνειας. Σήμερα, έκλεινε τα 60 χρόνια της και καθώς στεκόταν με χαλαρή διάθεση απέναντι στην καλοκαιρινή μέρα, την ώρα, τον ήλιο, ατενίζοντας τη θάλασσα, που ήρεμη κι ακούραστη, απαστράπτουσα και σκοτεινή την περιέβαλε με τη δοξαστική μεγαλοπρέπειά της, άρχισε να διακρίνει, πόσο απεικόνιζε τις εναλλαγές μιας ανθρώπινης ζωής. Αναλογίστηκε μήπως τελικά, το αέναο κύλισμα των κυμάτων, μικρών, γλυκών, ήρεμων σαν την ευτυχία ή μεγάλων, αβάσταχτων βουνών σαν ασήκωτα προβλήματα, είναι η εναλλαγή της ίδιας της ζωής του καθενός….
Και όπως πάντα τα τελευταία χρόνια που οι ώρες στη θάλασσα μοιραζόταν ανάμεσα στο κολύμπι, την περισυλλογή και την ανάγνωση, ξεκίνησε το διάβασμα του τελευταίου αποκτήματος της, του βιβλίου της Τ.Μόρρισον με τον αμφίσημο τίτλο «Παράδεισος», το πρώτο της μετά το -Νόμπελ. Σκεφτόταν ταυτόχρονα, πόσο διαρκώς μεγαλύτερη γινόταν η απόλαυση από την ανάγνωση, σε συνδυασμό με την απεξάρτηση από όλες τις καταναγκαστικές κοινοτυπίες της εργασίας, της καριέρας, της ζωής ακόμα, που προσφέρθηκε μαζί με τη σχετικά πρόωρη αλλά εκούσια σύνταξη.

-Η τρίτη ηλικία ήταν άλλο ένα πολύτιμο δώρο της ζωής ώστε να αφοσιωθεί σε ότι την γοήτευε, σε ό,τι αγαπούσε. Η απρόοπτη σκέψη για ένα σχεδίασμα της καταγραφής της αναγνωστικής εμπειρίας, φαινόταν να δίνει ακόμη περισσότερη ευχαρίστηση. Και να καλύπτει μιαν αδιόρατη αλλά υποβόσκουσα επιθυμία να αφήσει κάτι πίσω, μαρτυρία ίχνους παρουσίας για ένα μέλλον χωρίς εκείνην αλλά με όση γυναικεία αύρα μπορούσε να αναδυθεί από την ανάγνωση των σκέψεων «του άλλου», μιας άλλης γενιάς. Αναπολούσε με κρυφό χαμόγελο, πώς εμπλούτισε τυχαία αλλά πετυχημένα την αναγνωστική εμπειρία και τη βιβλιοθήκη της, τα τελευταία 10 χρόνια, το επίμονα τακτικό δώρο αγαπημένου προσώπου, σταλμένο από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: τα περίπου 1000 βιβλία, από φιλοσοφικά μέχρι φεμινιστικά κι από ποιήματα μέχρι μυθιστορήματα που διαβασμένα, κοσμούσαν ήδη τη βιβλιοθήκη της… Ίσως, άξιζε να διεκδικήσει από τους επόμενους αγαπημένους το χαμόγελο από την ευωδιά του κήπου των συνειρμών, ένα δώρο της προσωπικής μνήμης στη σκοτεινιά της ανυπαρξίας....

Ανασηκώνοντας το βλέμμα κι ατενίζοντας το αισχύλειο «ανήριθμον γέλασμα των κυμάτων» για πολλοστή φορά μέσα στην ώρα που ο ήλιος χάιδευε το σώμα πάνω στα λευκά μαρμάρινα βράχια, αποφάσισε ότι αυτό ήταν το δώρο που θάκανε κυρίως στον εαυτό της, με αυτό το άρωμα θα στόλιζε τον πολυτιμότερο πια χρόνο της:

Έναν υποκειμενικό «κανόνα», μια ανάδρομα χρονολογημένη συλλογή εντυπώσεων, συναισθημάτων και σχολίων από τους συνειρμούς που έφερναν αυθόρμητα, τα «έργα και ημέρες» συγγραφέων. Ορίζοντας ως «ημέρες» τους συνδυασμούς εμπειρίας και αναμνήσεων με τόπους και ανθρώπους που η αναγνωστική μνήμη δημιούργησε, σε μιας αναγνώστρια-βιβλιοφάγο. Η επιλογή να ξεκινήσει από γυναίκες πολύ σημαντικές για την ίδια την ερέθιζε διανοητικά και η κοινή ιδιότητα να έχουν βραβευθεί με Νόμπελ, έκανε ιδιαίτερα ελκυστική τη προσπάθεια να ξαναθυμηθεί και να καταγράψει, να περιπλανηθεί σ’ αυτή την άκρως προσωπική περιήγηση με συνειρμική ματιά, σε κατά τεκμήριο σημαντικά σύγχρονα γυναικεία έργα, με μνημονική αναφορά στις εκάστοτε συνθήκες ή συμπτώσεις. Μιαν άλλη ανθρωπογεωγραφία του καιρού της, της δικής της προσωπικής περιπλάνησης, σε τόπους, ανθρώπους και χρόνους άλλους, εκεί όπου την οδήγησαν τα συγκεκριμένα βιβλία. Ή αλλιώς, έναν προσωπικό κήπο της αναγνωστικής μνήμης, διανθισμένο με σκέψεις, αισθήματα, εμπειρίες, αναμνήσεις, εικόνες της ζωής και της φαντασίας, γεμάτο άνθη μνημονικά ευωδιαστά, πολύτιμα ώστε να μένουν φυλαγμένα στα έγκατα του νου, άλλοτε ευχάριστα, άλλοτε πονεμένα αλλά σημαντικά, όπως μόνο ο χρόνος καταφέρνει να μετατρέπει την οδύνη σε απαλή νοσταλγική λύπη... Και χωρίς να νοιάζεται πολύ για το γιατί το κάνει ή ποιόν θα ενδιέφερε. Ίσως και να μην έχει καμμιά σημασία πέρα από την ανάγκη να εκφρασθεί, κάτι, δυνατό…

Αγαπούσε να διαβάζει. Η μαγεία της ανάγνωσης κυριάρχησε μέσα της, από τη πρώτη φορά που, πριν πάει σχολείο καν, συλλαβίζοντας τις επιγραφές των καταστημάτων έμαθε τί είναι «εδώδιμα και αποικιακά», μέχρι το διάβασμα των αποκομμάτων εφημερίδων που χρησιμοποιούσαμε τότε, στην τουαλέττα… Η γοητεία της ανάγνωσης έφθανε ως την εκζήτηση ενός νοητικού εκλεκτικισμού βασισμένου σε απόλυτα προσωπικά κριτήρια. Σχεδόν ενορατικά όμως, ήθελε συγχρόνως να ξεχωρίσει και να συλλάβει αυτό το απροσδιόριστο κάτι που ξεκινούσε σαν θαυμασμός και έφθανε στη κατανόηση της κάθε μιας λέξης που γινόταν «έλξη και έξη». Αναζητούσε τί ακριβώς ήθελαν να της πουν, επειδή η ταύτιση με τις δικές της αφορμάριστες ίσως ακόμη σκέψεις, κατέληγε στην ψυχαγωγική ενδιαίσθηση, που με τη σειρά της αναζητούσε επίμονα να εκφρασθεί με τις δικές της λέξεις. Πολύ νωρίς η ευχαρίστηση της ανάγνωσης είχε επικεντρωθεί στην συνολική εντύπωση του γραπτού κειμένου κι όχι μόνο σ΄αυτό που ο αγαπημένος γυμνασιακός καθηγητής της αποκαλούσε, μεταδοτικά συγκινημένος κάθε φορά, καλολογικά στοιχεία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν εκτιμούσε πολύ την κάθε ευχάριστη έκπληξη που πρόσφερε κάθε ιδιαιτερότητα σε λεκτικό έργο τέχνης. Ιδίως σε έργα που η «ξένη» γλώσσα δημιουργούσε ασταμάτητα μια μικρή ομίχλη μαγείας κι απορίας αν τα νοήματα που συλλάμβανε σαν σπάνια μεθυστικά αρώματα και στη συνέχεια εξέθετε, διυλισμένα μέσα από τη δική της πρόσληψη, αντιστοιχούν στην ουσιαστική πρόθεση των συγγραφέων, ή με μετάλλαξη ανήκουν πια αποκλειστικά στην ίδια, σαν αγαπημένα υιοθετημένα παιδιά της μνήμης…

Tα πέντε πρόσωπα της γυναικείας συγγραφής που ένωνε το βραβείο Νόμπελ την δεκαπενταετία 1991-2009, τη πιο κρίσιμη δεκαπενταετία της δικής της ζωής, τα διάλεξε γιατί είναι σπουδαίες θηλυκές παρουσίες του νου. Το γεγονός της βράβευσης αποτελεί ένα τεκμήριο αναγνώρισης ή κατηγοριοποίησης, που όμως αποτελεί την αφετηρία για μια προσωπική επίσκεψη και αντίδραση όχι αναγκαστικά έλλογη ή κριτική, αλλά φροϋδικά συνειρμική. Όμως χωρίς να παραλείπεται ότι αφορά σε αφηγήσεις που βραβεύτηκαν αντίστοιχα, σύμφωνα με την επιτροπή των Νομπελ:

-Ναντίν Γκόρντιμερ (1991), «...γιατί…γράφει με έντονη αμεσότητα για εξαιρετικά πολύπλοκες προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, ενώ αισθάνεται την πολιτική εμπλοκή –και δρα πάνω σ΄αυτήν- δεν επιτρέπει να την παρεμποδίσει στα γραπτά της. Παρά ταύτα, τα φιλολογικά έργα της, δίνοντας βαθύτατη ενόραση στην ιστορική διαδικασία, τη βοηθά να σχηματιστεί…»

-Τόνυ Μόρρισον (1993), «γιατί... σε μυθιστορήματα με οραματική δύναμη και ποιητική διάσταση, ζωντανεύει ένα βασικό θέμα της αμερικανικής ζωής... Η τελική εντύπωση είναι συμπάθεια, ανθρωπισμός βασισμένος σε βαθειά αίσθηση του χιούμορ...»

-Ελφρίντε Γιέλινεκ (2004), «γιατί... η μουσική ροή των φωνών και των αντιφωνών στα έργα της, με εξαιρετικό γλωσσικό οίστρο, αποκαλύπτουν την παράδοξη κενότητα των κοινωνικών κλισέ και την καθυποτάσσουσα δύναμή τους....»

-Ντόρις Λέσσινγκ (2007), «γιατί... αποτελεί το έργο της την επική έκφραση της φεμινιστικής εμπειρίας όπου, με σκεπτικισμό και οραματική δύναμη έχει υποβάλλει έναν διαιρεμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική εξέταση...»

-Χέρτα Μίλλερ (2009), «...γιατί...με πυκνότητα ποίησης και ειλικρίνεια πρόζας, σκιαγραφεί το τοπίο των καταφρονεμένων...»

Οι χώροι και χρόνοι που ξαναφέρνουν στη μνήμη τα βιβλία κι όπου συναντήθηκαν οι προσωπικές εμπειρίες με τα γραπτά κείμενα, είναι αντίστοιχα Ντέρμπαν, Νοτίου Αφρικής (1999) Νέα Υόρκη-Νέα Ορλεάνη ΗΠΑ (1981- 1996), Βιέννη (1966) Λονδίνο (1962-1970) και Βουκουρέστι-Σιναϊα (1984).



ΙΙ. Η ανακάλυψη

«Εξεγείρομαι, άρα υπάρχουμε......»
Α.Καμύ


Η έναρξη του περιδιαβάσματος έγινε στον κόσμο της Τόνι Μόρισσον: η άκρως ενδιαφέρουσα Νέα Ορλεάνη το 1996, έγινε ο πρώτος φαντασιακός τόπος που συνδέθηκε με την Αγαπημένη (Beloved), τον Παράδεισο (Paradise),τη Μια Ευσπλαχνία (A Mercy) όπως είναι οι τίτλοι των βιβλίων της πρώτης συγγραφέως στη σειρά της προσωπικής περιπλάνησης, ανακάλυψης και συνάντησης. Η πόλη μου είχε φανεί γλυκά ράθυμη, αλλοιώτικη από κάθε άλλη στο Βορρά αλλά και το Νότο των ΗΠΑ. Μια πόλη που φαινόταν να κρύβει, μέσα στην εναλλαγή του μαγικού Καρτιέ Λατεν και των σύγχρονων μεγαθηρίων μιαν αντίφαση ταυτότητας. Εμποτισμένη με τους ήχους της τζαζ τα βράδυα, που της έδινε ανάλαφρα μυστηριώδη γοητεία, με τα παράξενα ρεστωράν που θύμιζαν γαλλικά μπιστρό και τις εκλεκτικές υβριδικές cajun κρεολ γεύσεις, με τον ελαφρό φόβο για τα «μπαγιού» του, τότε, ήσυχου Μισισιπι, ήταν ο τέλειος χώρος για να τοποθετήσει κανείς τη δράση των έργων της Μόρισσον, αρχίζοντας από τον μαγικό «Παράδεισο». Ο χρόνος, καθώς ερχόμουν από μια Ελλάδα μόλις αναρρωνύουσα από το άγος της Ωνασειάδας, έδινε στη πόλη μια σχεδόν παιχνιδιάρικη όψη. Όμως, ο τόπος είχε και εκείνη την υπόκωφη ανελέητη σκληρότητα που χαρακτήριζε την Αμερική και που προχωρώντας τον συνειρμό, βρήκα σ΄όλα τα έργα της Μόρρισον.

Έργα λυρικά και ανελέητα ειλικρινά, κυνικά σχεδόν στην εξιστόρηση ανθρώπινων σχέσεων. Εξαιρετικά εντυπωσιακά μέσα στην αντιφατική πραγματικότητά τους, τη βουτηγμένη σε ονειρική ατμόσφαιρα, μεταξύ πικρού σχολίου κι εξομολόγησης. Γεμάτα με υπόγεια τρυφερή σαγήνη μιας γλώσσας ιδιωτικής κάπως, καθώς οι διάλογοι χρησιμοποιούν το φυλετικό ή ταξικό εκφραστικό ιδίωμα. Οι χαρακτήρες των γυναικών ευάλωτοι μέχρι θανάτου όπως η εμβληματική Sethe,η επιφυλακτική Dorkas, χαλκέντερης αντοχής ταυτόχρονα στις κακουχίες, αναδεικνύουν την αιώνια πάλη της επιβίωσης σε κεντρικό θέμα, με εστίαση στην συχνά άρρωστη σχέση «από και για τους άνδρες»,που οι καιροί επέτρεψαν ανάμεσα στα δύο σκλαβωμένα φύλα και στους γύρω τους.

Ένας απ’ αυτούς, ο Paul D ξεχωρίζει σαν ευαίσθητος δέκτης των κοινών προσπαθειών, υπερβαίνει την εγγενή αδυναμία του και δημιουργεί σχέση στήριξης. Ενώ συνήθως η σχέση ανδρών /γυναικών περιστρέφεται σε τρείς διαζευκτικά προκαθορισμένες ιδιότητες των γυναικών, χωρίς επιλογή: υπηρέτρια, πόρνη, σύζυγος. Ορίζοντας με οδυνηρή σαφήνεια την επίδραση που είχε στη ζωή και την εξέλιξη των αφροαμερικανών ο βίαιος ξεριζωμός τους από την μητέρα-Αφρική, ιδίως στον «Παράδεισο». Εκεί οι ομόφυλοι γίνονται βασιλικώτεροι των λευκών στη προσπάθεια να εξαφανίσουν τη διαφορετικότητα, τις διαφορετικές σωματώδεις «αφροδίτες» του κοινοβίου... Ενώ η απανθρωπιά της δουλείας ως δομικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των λευκών ακόμη και στις ηπιότερες μορφές της, καθορίζει αμετάκλητα τις μοίρες των ανθρώπων, ίσως μέχρι τις μέρες μας.

Συναισθάνομαι πολύ έντονα την αρχικά υπόγεια εξέγερση που περιγράφεται σε όλα τα έργα της, ως το προεξάρχον αίσθημα που εκτρέφει η δουλεία, ιδίως στις μεγάλες ψυχές. Εμφανίζεται στις καρδιές των «δούλων» άλλοτε αμυντικά υπόκωφη, άλλοτε επιθετικά φανερή αλλά πάντα υπαρκτή σε κάθε μορφής καταπιεσμένο ανθρώπινο ον. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε μετά την επίσκεψη στην Αλαμπάμα, όπου δεν γνώρισα αφροαμερικανούς παρά μόνο σε σχέση υπηρετική, αναγνώρισα όμως τη δομική ανισότητα πολύ εντονότερα καθορισμένη και επιφανειακά αποδεκτή από τους συμμετέχοντες. Με χαρακτηριστικά απολογίας ή άμυνας από τους μεν, σχεδόν μοιρολατρικά από τους δε κάτω από ένα στρώμα στάχτης της καμένης οργής, στη Νέα Ορλεάνη, (πριν τον τυφώνα Κατρίνα), με τα εντελώς ιδιαίτερα στοιχεία μακρόχρονων επιμιξιών.

Το διχασμένο πρόσωπο της αντίδρασης παρόν και στην προχωρημένη Νέα Υόρκη που γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 80΄, αλλά με πολύ καθαρότερη την επιθετικότητα. Και η εντύπωση επιβεβαιώθηκε πολύ καθαρά αργότερα στον τρόπο που η άρχουσα τάξη στο Νότο, εκπροσωπούμενη από συγγενείς τρίτης γενιάς εκεί, παρατείνει υποδόρεια σχεδόν, τις αιτίες για την εσαεί διαιώνισή της, όπως είναι επιθυμητή από την ίδια. Ακόμη και αισθητικά, μου έκανε φοβερή εντύπωση ο βαθμός και η έκταση της παχυσαρκίας των σκουρόχρωμων κατοίκων του Νότου. Ενώ στο βορρά, Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Σικάγο, η εντύπωση της σβελτάδας των νέων με αυτό το ιδιάιτερο χορευτικό βάδισμα, έδινε μιαν αίσθηση ευχάριστα φρέσκιας πρόκλησης, στα όρια της αναίδειας...

Έφτασα να ελπίζω παρατηρώντας, ιδίως συναδέλφους στη Νέα Υόρκη, ότι όσοι ξέφευγαν από την κοινοτυπία των αντιλήψεων, ήταν χαρισματικά άτομα. Πέρα από τη μαγεία της γραφής της Τ. Μόρρισον, που πιστεύω ότι αποκάλυψε πολύ καλά αυτό τον αέναο διαχωρισμό, αναρωτιέμαι αν η προϊούσα δικαίωση των αφροαμερικανών με το Νόμπελ της Μόρρισον ή ανθρώπους της άθλησης, της τέχνης, στον κινηματογράφο, ή στα ΜΜΕ με την Όπρα Γουινφρει πχ και με αποκορύφωση την εκλογή του Ομπάμα, ίσως δείξει κι άλλους δρόμους για να αποκαλυφθούν και ίσως να εξομαλυνθούν, οι αποκρυπτόμενες ακόμη διαστάσεις υπαρξιακές, κοινωνικές και πολιτικές της αιώνιας πάλης των φύλων και φυλών της Αμερικής και κατ ‘ επέκταση ολόκληρης της γης...

Και σχεδόν συντονισμένα, σε αντιπαράθεση αυτόματα παράλληλη, χωρίς καμμιά διάθεση σύγκρισης αλλά συμπληρωματικά σχεδόν, έρχονται εικόνες και λέξεις, μιας δυνατής και σταθερής εξέγερσης που διαπνέει τα μυθιστορήματα της λευκής Γκόρντιμερ. Μερικά τα ξαναδιάβασα μετά την επίσκεψη στο Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής, δηλαδή μετά το 1999,που ήταν για μένα ένα ορόσημο προσωπικής εξέγερσης στην ιδιωτική σφαίρα απέναντι σε κοινότυπα ταμπού και ταυτόχρονα δημόσια, για τη ντροπή του χρηματιστηρίου, για την απογοήτευση από έναν παρακμιακό «εκσυγχρονισμό»,που τελικά προσπέρασε τη χώρα μου...

Αμέσως όταν επισκέπτομαι έργα της πια, έρχονται πρώτα στη μνήμη οι περίφημες εικόνες εναλλακτικών περιγραφών της πλούσιας ή έρημης νοτιοαφρικανικής γης, ιδίως στον Conservationist που μ΄ εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο άφθαστος λυρισμός κι η αξιοπρεπής οδύνη. Κι είναι αριστουργηματικός ο τρόπος που τις αντιπαραθέτει στην περιγραφή των χαρακτήρων, των ανισοτήτων,των ανείπωτων σχέσεων... Αυτόματα μετά, σχηματίζεται πρώτα η εικόνα της θλιβερής παραγκούπολης των μαύρων, που αποτελούσε για μένα άσκηση σαδισμού των χορτασμένων. Για τους οργανωτές της εκδρομής, τουριστικό αξιοθέατο, με την απαραίτητη συμβουλή «μη ξεμακραίνετε από το γκρουπ»... Με ευχαρίστησε η ομορφιά του πάρκου με τα ζώα ελεύθερα, με μελαγχόλησε το «παραδοσιακό» χωριό, με τους περήφανους κάποτε ανθρώπους της φυλής των Ζουλού και τις παραδόσεις τους ως ατραξιόν. Με εντυπωσίασαν οι συμβουλές για την έκταση της εγκληματικότητας (τίνων περισσότερο;) και τα αστυνομοκρατούμενα γκέτο των πλούσιων λευκών, ένας από τους οποίους, Έλληνας στη καταγωγή μας φιλοξένησε γενναιόδωρα.

Εκεί, όταν σκέφτομαι την ακόμα διχασμένη χώρα, με διαφορετικό, σχεδόν πιο εγκεφαλικό τρόπο έφθασα να αντιλαμβάνομαι τον τρόπο που η Γκόρντιμερ περιγράφει τον φυλετικό ξεριζωμό μέσα στην ίδια την αυτόχθονα γη τους, ζώντας η ίδια όλες τις αλλαγές, πάντα πιστή στον διαχρονικό ιστορικό σχολιασμό του απαρτχάϊντ και των επιπτώσεων του στις ζωές των στέρεα πραγματωμένων χαρακτήρων της από το πρώτο της βιβλίο (The Lying Days-1953) μέχρι τα εξαιρετικά ρεαλιστικά μυθιστορήματα όπως Conservationist-1974, Burger’s Daughter-1979, July’s People-1981.

Σε όλα, η αμφισημία του προνομίου να έχεις γεννηθεί λευκός ή, η περίπλοκη και αντιφατική μοίρα να μεγαλώνεις σε περιβάλλον ανατροπής του apartheid και εγκαθίδρυσης της συνειδητότητάς του τί σημαίνει μαύρος, αναπαρίσταται αριστουργηματικά. Ιδίως, όπως εμφανίζονται οι πολιτισμικές και φυσικές αλλοιώσεις στους χαρακτήρες των λευκών πχ Smales στο χωριό του υπηρέτη τους και του μαύρου July,που σώζοντας και κρύβοντας στο χωριό του τους πρώην αφέντες γίνεται σταδιακά ο ίδιος κάποιος άλλος. Θέλω όμως, ίσως σε αντιπαράθεση εξηγήσιμη, να παραμείνω και στην περηφάνεια όλων για τον Μαντέλα. Είναι επίσης εμφανής η ολοκληρωνόμενη σταδιακά μετατροπή ,από προσωπική μαρτυρία μιας δυτικόστροφης φιλελεύθερης στάσης σε ριζοσπαστική υπεράσπιση αναφαίρετων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πάντως σε μένα, θα είναι συγκλονιστική η περιγραφή εικόνων της άνυδρης γής που παραπέμπουν στην ακόρεστη απληστία της λευκής εξουσίας και η ατελέσφορη υπομονή της προσαρμογής των μαύρων σε έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός τους, φτιαγμένος από λευκούς για λευκούς στην ίδια τη γη τους...



III. Η συνάντηση

«......και τη στιγμή που {διαβάζοντας...} παράγεται η δόνηση κι ο κορεσμός ώστε, αρπάζοντας την πένα μου, να αισθάνομαι ικανή να γράψω έτσι, δεν μπορώ.....»
Β.Γουλφ


Την τρίτη κάτοχο του Νόμπελ τη γνώρισα πρόσφατα αλλά με ταξίδεψε πολύ παλιά στο χρόνο, σχεδόν 50 χρόνια πριν. Το Χρυσαφένιο Σημειωματάριο της Ντόρις Λέσσινγκ, ήταν συχνά η χρονοκαθυστερημένη συντροφιά σε μια νοσταλγική επιστροφή στη νιότη μου, μια εποχή για μένα παράξενα αλλιώτικη κι ανεπαίσθητα επαναστατική για τους καιρούς, όχι ακριβώς όπως περιγράφεται σ’ αυτό το έργο ορόσημο για τις γυναίκες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά με πολλές ασυνείδητες τότε αντιστοιχίες.

Το περίφημο breakdown, είναι ο κατακερματισμός του γυναικείου εαυτού σε τόσες πλευρές-δεσμεύσεις που εκπροσωπούνται από τα επιμέρους βιβλία (μαύρο για τη ζωή της στην Αφρική, κόκκινο για την πολιτική, κίτρινο για τον μυθιστορηματικό εαυτό της και μπλε για το ημερολόγιό της ). Και συγχρόνως αναδύεται η αυτοθεραπευτική δράση της ανακάλυψης πώς σχετίζονται τα διασπασμένα μέρη μεταξύ τους στη διαμόρφωση του όλου, μέσα από τη διαδικασία της «φώτισης»της Anna Wulf. Και ξεπηδά η αναζήτηση της ελευθερίας σαν πρωταρχικό θέμα (όπως δείχνει ο ειρωνικός τίτλος του βιβλίου μέσα στο βιβλίο Free Women) από τους εγκλωβισμούς σε πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικογενειακές υποκρισίες. Οι χαρακτήρες της, η Μολλυ, η Μάδερ Σουγκαρ, η Μάριον, ο Γουίλι, ο Μαικλ, ο Σαουλ, οι σχέσεις τους με την Άννα όπως διαμορφώνονται από την σκληρότητα των συμπεριφορών, την προδοσία και τελικά η απαισιόδοξη λύτρωση που εξασφαλίζεται με το ξύπνημα από τις αυταπάτες, μετατρέπει το μυθιστόρημα σε πυλώνα του γυναικείου ζητήματος. Και στην αναγνώστρια θα μείνει η φράση “…knowing was an illumination…” Η ανάταση, η ψυχαγωγία και η θεραπευτική ανάλυση δύσκολων σκέψεων, πρωτόγνωρων συναισθημάτων, κι ακόμη πιο ρηξικέλευθων πράξεων και συμπεριφορών χωρίς πουριτανικές ενοχές αλλά με ένα καθαρό βάρος ευθύνης, είναι μια ανάσα πραγματικής χειραφέτησης που φύτεψε ανεπαίσθητα τότε ο τόπος, το Λονδίνο, στην έφηβη καστοριανή επαρχιωτοπούλα. Και όλα αυτά τα θύμισε απαράμιλλα ένα βιβλίο που πήρε το Νόμπελ και γνώρισε την αναγνώριση μισό αιώνα μετά…

Περιδιάβαζα τις σελίδες και ξαναγυρνούσα στο μαγευτικό swinging London των αρχών της δεκαετίας του ’60… Η φοιτητική εστία στη πλατεία Portman ήταν η αφετηρία, ο πρώτος χώρος συνάντησης με τον κόσμο της Λέσσινγκ, και για μένα έναν άλλο νέο, προκλητικά γενναίο κόσμο: μέσα στους στενούς διαδρόμους, το μικρό δωμάτιο, το μπάνιο με μπανιέρα (αλλά χωρίς ντους) και προ παντός με τη χαρακτηριστική μυρωδιά του πρωινού στην ημιυπόγεια αίθουσα, είναι αναμνήσεις που ξαναζωντάνεψαν μέσα από τις περιγραφές των χώρων του βιβλίου. Και οι άνθρωποι… Η ξανθή Γκέρτα από την Ολλανδία, η γειτόνισσα στο δωμάτιο και παρέα μου στις περιπλανήσεις στη μαγική μητρόπολη, στα πανέμορφα πάρκα, στα θαυμάσια μουσεία και τα φανταστικά θέατρα… Ο είρων καθηγητής των αγγλικών που δεν μούβαλε καλό βαθμό γιατί τον αντιμετώπιζα ισότιμα μιας και η άνεση στη γλώσσα ήταν καλύτερη από τους συμμαθητές μου. Ο νεαρός αλαζονικός γερμανός που μου ζήτησε να μιλήσουμε και εμφανίστηκε μπροστά μου και στη Γκέρτα στο κεφαλόσκαλο με μαγιό... Μόλις είδε ότι δεν ήμουν μόνη, πέταξε ένα «..κουτή χήνα...» στα γερμανικά θυμωμένος κι εξαφανίστηκε, αγνοώντας τη δυνατότητα να ξέρω γερμανικά...

Όλα περιστατικά, που οι περιγραφές της Λέσσινγκ ενσωματώνουν θαυμάσια στον κήπο των προσωπικών αναμνήσεων :για τις ανθρώπινες σχέσεις, για τις πρωτοαναδυόμενες σκέψεις περί ταυτότητας, περί σεξουαλικότητας, περί πολιτικής και ιδίως, περί των υπαρξιακών προβλημάτων της νέας γυναίκας των 60΄ς. Μιας νέας ύπαρξης που παλεύει με τους δαίμονες της παράδοσης, της κοινοτυπίας, της κοινωνικής καταπίεσης και αδικίας, διαλέγοντας σχεδόν αλλά όχι ακόμη, την αγωνιώδη πάλη της παρατηρήτριας, από τη σιγουριά της μικρο-μεσο-αστικής αυτοδικαίωσης. Ξεπροβάλλει ανήσυχη μια νέα γυναίκα, όχι πια ευνούχος (Ζ.Γκριρ) σε μια κοινωνία συντηρητική ως πατριαρχική με μια πολιτική ζωή σε αναβρασμό καθώς αντίκρυζε έναν άλλο τρόπο να αρχίσει να γίνεται διεκδικήτρια του πεπρωμένου της.

Σταδιακά και με διαρκώς αλληλοσυγκρουόμενες παρορμήσεις αλλά ζωντανά και προ παντός αποφασιστικά ως γενναία, βρίσκω σε κάθε γραμμή των κειμένων της την εξαιρετικά αθώα ως αφελή νέα γυναίκα της χρυσής δεκαετίας του 20ου αιώνα. Πράγμα που συνιστά για μένα μια νοσταλγική επιστροφή σε γνώριμα τοπία της μνήμης. Που προσδιορίζει την αντίφαση όταν μέσα στη γενικότερη υποκριτική κοινωνική αναδίπλωση των 60΄ς,ήθελα να ξεφύγω από τον καθωσπρεπισμό της εποχής αλλά η αυτολογοκρισία ήταν δυνατότερη από την επιθυμία ή την αφορμή... Υποδόριες επιρροές, χαμένες ευκαιρίες ή καθοριστικές επιλογές στην ανακάλυψη ενός εαυτού που διαμορφωνόταν τότε, ανεπαίσθητα.. Και που διαμορφώθηκε τελικά αλλά όχι τελεσίδικα στη διαδοχική δεύτερη εμπειρία του Λονδίνου, στη πρώτη 5ετία του ΄70. Εμπειρία πολυεπίπεδη, επιστημονική, επαγγελματική, κοινωνική, οικογενειακή, προσωπική. Εμπειρία που καθόρισε τη συνέχεια των αρχών, θέσεων, στάσεων ζωής για τα επόμενα 20 χρόνια, πάντα στα όρια της επιλογής ανάμεσα στο επιθυμητό και το εφικτό. Ως την αποφασιστική στιγμή του οριστικού ξεκαθαρίσματος τι αποτελεί επιθυμητό στον ορίζοντα του εφικτού... Ακριβώς μέσα από το σπάσιμο και ανασύνθεση των κομματιών του γυναικείου εαυτού, που εκφράζει τόσο αληθινά η Λέσσιγκ.




IV. Η αποκάλυψη

«Από τότε που ένας άνεμος μ’ εμπόδισε,
μ’ όλους τους ανέμους ταξιδεύω».
Ο. Ελύτης

Για την Γέλινεκ άκουσα πρώτη φορά όταν βραβεύτηκε. Μετά διαπίστωσα ότι κάτι ήξερα έχοντας δει το κινηματογραφικό έργο «Η δασκάλα του πιάνου» που μου είχε φανεί πολύ σκληρό, μαζοχιστικό σχεδόν. Και πήρα να διαβάσω την «Λαγνεία» της, στα γερμανικά μάλιστα παρ’οτι από τις πρώτες γραμμές μου φάνηκε εξαιρετικά δύσκολο έτσι που τ’ άφησα να σκουριάσουν. Έτσι πήρα και την αγγλική έκδοση και προσπαθούσα, αντιπαραβάλλοντας το κείμενο να ακούσω τη μουσική των λέξεων. «.....γνώρισα γυναίκες που τα ξέρουν όλα και δεν μαθαίνουν τίποτα....»

Η ποιητικότητα της γραφής γινόταν το αδίστακτο μαχαίρι που έκοβε βαθειά την κρούστα του δυτικού πολιτισμού της υποκριτικής βίας και της καταπίεσης φυλετικής ή ταξικής. Το κείμενο με τρόμαξε με κάποιο σαγηνευτικό τρόπο και το τελείωσα απνευστί. Αλλά δεν θα το ξαναδιάβαζα όσο κι αν μ΄ έκανε να σκεφτώ ότι αποτελεί ένα πρότυπο έκθεσης της βασικής κοινωνικής κριτικής της δυτικής νοοτροπίας όπως εφαρμόζεται ως ταξική αδικία και προ παντός ως σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών. Και που αποτελεί βασικό θέμα των έργων της, η αδυναμία των γυναικών να ζωντανέψουν πλήρως σ΄ένα κόσμο που τις απεικονίζουν με αφόρητα στερεότυπα κλισέ. Είναι άκρως ενδιαφέρον το ότι δεν χρησιμοποιεί ονόματα συχνά...

Κι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ειδυλλιακή εικόνα που έχω από τη Βιέννη και τον κόσμο της όπως την πρωτοείδα το καλοκαίρι του 1966. Την ομάδα από 15 φοιτητές από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, μας φιλοξενούσαν με τις ανταλλαγές των Lions,σε κυριολεκτικά αριστοκρατικά σπίτια μελών της οργάνωσης που είχαν κι οι ίδιοι παιδιά στο Πανεπιστήμιο. Μέναμε ανά 2 στα περίχωρα της πόλης κι εγώ συγκατοίκησα με την εύθυμη Μπέρυλ από τη Νορβηγία. Κάθε μέρα μας, οργανωμένη θαυμάσια από τους οικοδεσπότες ήταν μια συμμετοχή στην καλή ζωή, την καλλιέργεια, την ομορφιά της Βιέννης και γενικότερα της Αυστρίας, με τις εκδρομές που περιλάμβανε το πρόγραμμα. Μυθιστορηματικά ονόματα, όπως η αυτοκράτειρα Σίσσυ ό πύργος των Εσκενάζυ η λίμνη Μπάλαντον η βιβλιοθήκη του Μοναστηριού Μελκ πλούτισαν τις αναμνήσεις μου, πέρα από τα ανάκτορα Σενμπρουν και Μπελβεντέρε, την Οπερα,το Πράτερ, το καφέ Ζάχερ,τα χαρούμενα heuringen abend... Ο όμορφος ξανθός αριστοκράτης Heinrich με την άψογη ευγένεια, ο αυθόρμητος δανός Hans, που, μέσα στην περίλαμπρη αίθουσα χορού των ανακτόρων Schοnbrun με άρπαξε και χορέψαμε βαλς... Όλα τόσο αντίθετα από τη μαζοχιστική ειλικρίνεια της Γέλινεκ και τελικά, τόσο υπαρκτά σαν δυνατότητα σε μια κοινωνία που δέχτηκε πρόθυμα το Anscluss ή πρόσφατα τον αιμομίκτη πατέρα. Σαν και την κοινωνία της «αγνής ελληνικής επαρχίας» του ΄66, που ετοίμαζε μέσα στην ανατροπή των αξιών τη μελανή επταετία της δικτατορίας...

Την Χέρτα Μύλλερ τη γνώρισα τελευταία. Αποτελεί μιαν άσκηση αναγνωστικής αντοχής για μένα το διάβασμα των βιβλίων της «Ναδιρ» και «η Χώρα των πράσινων δαμάσκηνων». Αλληγορικά και ειρωνικά, βαθύτατα οργισμένα μέσα στην απελπισμένη απαισιοδοξία τους διαλέγουν την υποστροφή, όχι επιστροφή, στην παιδική ωμή ειλικρίνεια για να καλύψουν την ανήμπορη αντίθεση των ενηλίκων σε μια ζωή χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας ή χαράς, που επιβάλλεται σε μια μειοψηφία από την άρχουσα, υβριστικά καταπιεστική «α-ταξία». Η Μίλλερ κεντά σε μια γλώσσα αλλοπαρμένη και παράξενα παιδική μέσα στη σκληρή ειλικρίνειά της, ένα ζοφερό τοπίο καταπίεσης στα όρια της απανθρωπιάς για όλους, καταπιεζόμενους και καταπιεστές, με τόση απελπισία που η ανάγνωση σφίγγει τη καρδιά σ΄ εναν ύπουλα μεταδοτικό, α-σφυκτικό βρόγχο...

Όμως, δεν μπόρεσα να σταματήσω το διάβασμα μέχρι το τέλος. Κι αυτόματα, εμφανιζόταν η εικόνα της όμορφης Σινάια το χειμώνα του ΄85,με την κυρίαρχη φτώχεια στα άδεια ράφια των σουπερμάρκετ, με την ανυπαρξία καφέ στο «ακριβό» ξενοδοχείο, με την αίσθηση της ανέχειας παντού… Με τους «χαλασμένους» τύπους, συνήθως νέους άνδρες που μας κυνηγούσαν διακριτικά στα μεσαιωνικά δρομάκια ή στους διαδρόμους του ξενοδοχείου να μας αλλάξουν με το τοπικό νόμισμα τα δολλάρια σε πολύ συμφέρουσες τιμές...

Κι όταν άνοιγες το πακέτο έβλεπες τα άχρηστα χαρτιά που το απαρτίζανε. Έβλεπες το φόβο διάχυτο, σ΄όλους παντού, καθώς αντικρύζανε τους πανταχού παρόντες δήθεν «μυστικούς», τους οποίους όμως, όπως μας είπε ο νεαρός Αλεξάντερ που μας είχε υιοθετήσει με ύπουλη ευγένεια, όλοι ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν στο «θεάρεστο» έργο τους κατ΄εντολή του δικτάτορα. Το δικό του ήταν «κράχτης» για την εξαπάτηση με τις αλλαγές χαρτονομισμάτων ή παροχή υπηρεσιών παντός είδους επί πληρωμή...

Δύστυχο αγόρι... Παράξενη δύστυχη τότε χώρα, όμορφη αλλά βαρειά, και η επιτομή του βάρους το ίδιο το Βουκουρέστι, κάτω από την πίεση του δικτάτορα Τσαουσέσκου. Όλα αυτά και άλλες σκηνές μιζέριας έφερε στη μνήμη το δυνατό κι αφόρητο κείμενο της Μίλλερ, της πιο δυνατής σε πρόκληση αρνητικών συναισθημάτων απ’ όλες τις διανοητικά εξ ίσου ισχυρές γυναίκες, νομπελίστριες, συγγραφείς. Αυτές οι δύο γυναίκες, έβαλαν τις βάσεις για μια γενικότερη ανασκόπηση τι σημαίνει γυναικεία συγγραφή κι αν νομιμοποιείται κανείς να τη θεωρεί ιδιαίτερη. Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Γιατί ανάμεσα στην αγωνιώδη αναζήτηση δια μέσου ενός απροσδιόριστου μεταφεμινισμού της γυναικείας ταυτότητας και της δικής τους αυθεντικά γυναικείας οντότητας ως τέχνης, παραμένουν κήρυκες της προσωπικής ανθρώπινης άποψης, χωρίς ετικέττα. Και αυτό ήρθε μια στιγμή που και η δική μου ζωή, ξεκινούσε με πολλαπλές αναθεωρήσεις για τις σχέσεις, τις θέσεις και την γυναικεία υπόσταση...




V. Η κατάληξη

«Όλα είναι αφήγηση........αυτό που πιστεύουμε, αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που θυμόμαστε, ακόμη κι αυτό που ονειρευόμαστε....»
Κ. Ρουιζ (θ) Ζ(Θ)αφον.


Η αφήγηση οποιασδήποτε ιστορίας, και κάθε κείμενο είναι μια «ιστορία», περιλαμβάνει τον αφηγητή, το κείμενο ως γλώσσα (γραμματική και νόημα ) ή μέσον επικοινωνίας και τον αναγνώστη. Ο /η συγγραφέας /αφηγητής έχει ήδη φτάσει στο στόχο του όταν εκτυπωθεί /δημοσιευθεί το έργο του, «είναι ήδη νεκρός (Ρ. Μπαρτ)».

Όμως το ίδιο το έργο αποκτά τη δική του ζωή: είτε είναι το μέσον για τη νοητική-συναισθηματική χειραγώγηση του αναγνώστη, που επεκτείνεται από την άσκηση γοητείας μέχρι τη πλήρη ταύτιση των γραπτών με τις σκέψεις ή τις επιθυμίες του αναγνώστη. Ή αποτελεί κεφάλαιο που επιστρέφει στον δημιουργό με τόκο εξουσίας ή επιρροής ως αναγνώριση και φήμη, ανάλογο με την απόλαυση, τη μεγαλύτερη δυνατή αισθητική εμπειρία, που δοκιμάζει ο αναγνώστης. Η πρόσληψη των λογοτεχνικών έργων τελικά, ως ουσιώδες νόημα που ενεργοποιεί ο ίδιος ο αναγνώστης για την προσωπική του ικανοποίηση και συμπλήρωση, είναι η άλλη πλευρά που καθιστά τον συγγραφέα συν-κοινωνό, παραμένοντας ο ίδιος ζωντανός στη σχέση του με τον αναγνώστη. Αν το αποτέλεσμα είναι να εκληφθεί ως διεσπαρμένο νοητικό κατάλοιπο κριτικής ικανότητος του δέκτη τότε, ουσιαστικά μετατρέπει τον/την συγγραφέα ιδιότυπο ζόμπι, που μοιάζει να στέκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αλήθεια και στο μύθο. Όμως, ποιά είναι η αλήθεια της ανάγνωσης, και στη συγκεκριμένη «ιστορία μέσα στις ιστορίες»ποιά είναι η αλήθεια της συγκεκριμένης αφηγήτριας; Εκτίθεται μόνο η δική της ταύτιση με τις ιδέες και τους συμβολισμούς των κειμένων ως διαμεσολάβηση, ένα είδος μετάφρασης; Ή προσλαμβάνει μέσα σ΄ένα ανανεούμενο πλαίσιο ανατροπών και καινοτομιών των δημιουργών, το αέναο συνεχές της λογοτεχνίας; Σε τι προσκαλεί τον αναγνώστη της;

Ίσως τελικά η απάντηση ανήκει στον καθένα αναγνώστη, που ξαφνικά ανακαλύπτει κάποια γοητεία σε ένα είδος μετα-ανάγνωσης… Η αρχική της θέση, ότι αναζητά το χαμόγελο της αναγνώρισης μιας νοηματικής παρουσίας όταν η υλική υπόσταση έχει εξαφανισθεί, αποτελεί εύκολη και κοινότυπη δικαιολογία αλλά δεν φαίνεται να καλύπτει την ουσία που είναι μάλλον απλά, μια ακατανίκητη ανάγκη έκφρασης. Μια « πρωτογενής μεταφορικότητα (Adorno) καθώς όλα τα έργα τέχνης είναι κείμενα -και γίνονται - …γλώσσα, μόνο όταν γράφονται». Έτσι, το προσλαμβανόμενο κείμενο κερδίζει αυτούσιο με τον τρόπο και την ουσία του την προσοχή ή αδιαφορία του αναγνώστη. Οι λέξεις που βρίσκει ο συγγραφέας γίνονται, είτε το κατάλληλο μέσον που μιλάει για τον κόσμο του ,πραγματικό ή επιθυμητό, ή η ανάγνωση ξοδεύεται άσκοπα σε αποτυχημένες φλυαρίες μη αυθεντικών φαντασιώσεων...

Και κανένα «μάθημα δημιουργικής γραφής» δεν υποκαθιστά την πηγαία, ανόθευτη έμπνευση που αποκαθιστά τη μυστική νοητική γέφυρα ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη του. Ένας πομπός που αρχικά ως δέκτης μετουσίωσε από το «εγώ και οι άλλες» το πολύτιμο δώρο της αναγνωστικής απόλαυσης σε νέο κύμα στοχασμών προς άγνωστους αποδέκτες, σαν άρωμα από την ευωδιά του κήπου των συνειρμών, ανάμεσα σε τόπους, ανθρώπους και τα μοναδικά, αυτόγραφα, ποιήματά τους. Κι αυτό είναι όλο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ