1.2.12

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Απλή και αληθινή ζωή

Φθινοπωρινό πρωινό Σαββάτου εν μέσω κρίσης και μια «υποχρέωση» μας έστειλε κάπου απόμερα∙ σ’ ένα ορεινό χωριό ανάμεσα στα έλατα, μακριά από τον κόσμο∙ το δικό μας τουλάχιστον κόσμο, το ζοφερό, τον πνιγμένο σε φόβους και σκέψεις∙ έναν κόσμο που ως χτες έδινε την εντύπωση μιας τεράστιας παιδικής χαράς, όπου βασίλευε η αδιάκοπη κι ανέκοπη ανεμελιά∙ μιας παιδικής χαράς όπου τίποτε δεν προμηνούσε αυτό που σήμερα ζούμε∙ μιας παιδικής χαράς οι κάτοικοι της οποίας πετροβολούσαν συστηματικά όποιον τολμούσε να ταράξει την ησυχία τους, λέγοντάς τον κινδυνολόγο κι εξορίζοντάς τον με τους αυτόματους μηχανισμούς που είχαν στο μεταξύ αναπτυχθεί έξω από τη χώρα της ευχαρίστησης που οι περισσότεροι πίστευαν πως θα ‘ταν ατέλειωτη. Μα όπως ήταν φυσικό δεν ήταν.

Εκείνο, λοιπόν, το Σαββατιάτικο πρωινό μάς βρήκε να ταξιδεύουμε αρκετά μακριά, είναι αλήθεια. Να προχωρούμε και να μη φτάνουμε. Μα, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που μας περίμενε φτάνοντας στον προορισμό μας μας αποζημίωσε με το παραπάνω. Ναι, έτσι είναι. Αυτή είναι η αλήθεια. Να χρειάζεται να κοπιάσεις, να κουραστείς για να φτάσεις σε κάτι αληθινά απολαυστικό. Να είναι απαραίτητο να λιώσεις πολλά ζευγάρια σιδερένια παπούτσια για ν’ αποκτήσεις κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο που ‘κανες ως να το πετύχεις.
Μα, φτάνοντας, από την πρώτη σχεδόν στιγμή φάνηκε πως είχαμε βρεθεί τελείως αλλού, σ’ έναν άλλο κόσμο, που βασικό χαρακτηριστικό του είναι η απλότητα∙ η απλότητα που εμείς χάσαμε πολύ νωρίς και, καθώς επιδοθήκαμε στο κυνήγι μιας χίμαιρας που δεν ήταν μία αλλά πολλές, χάσαμε την ουσία μαζί με την αληθινή ομορφιά. Χάσαμε πολλά.

Ήταν κατ’ αρχήν οι κουβέντες. Καμία αναφορά, καμία νύξη για το φλέγον θέμα∙ αυτό που μονοπωλεί τις συζητήσεις όλων μας∙ το θέμα της οικονομικής κρίσης μαζί με το άλλο δημοφιλές αυτήν την εποχή, αυτό της θέρμανσης και το πώς θα βγάλουμε το φετινό χειμώνα. Ήταν σαν να είχαμε φύγει από τη χώρα, σαν να βρεθήκαμε αλλού, κάπου που δεν γνωρίζουν τι πάει να πει κρίση, χρεοκοπία, μνημόνιο, περικοπές, ΔΝΤ,… Και ας ήταν οι άνθρωποι απλοί γεωργοί, εν ενεργεία και συνταξιούχοι. Χαμηλοσυνταξιούχοι, που «χαμήλωσαν» ακόμη περισσότερο με την κρίση, που εντελώς άδικα πλήρωσαν οι «χαμηλότεροι»…
Γι’ αυτό και ήταν μάθημα για μας η όλη τους στάση. Η ύπαρξη χαμόγελου στα σκαμμένα τους πρόσωπα∙ ενός μόνιμου χαμόγελου που ίσως και να μην το προσέχαμε αν δε ζούσαμε αυτά που ζούμε∙ ενός χαμόγελου σε εποχή ιδιαίτερης κατήφειας∙ ενός χαμόγελου σε στιγμές δύσκολες που οι Έλληνες, που ως χτες κατατάσσονταν στους πιο αισιόδοξους λαούς, αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη απαισιοδοξία.

Τι τα θέλουμε… Λαός των άκρων είμαστε απ’ ό,τι φαίνεται. Ή του ύψους ή του βάθους. Από την τρελή χαρά, την πλαστή, τη βασισμένη σε δανεική ευμάρεια, στην απαισιοδοξία και τη θλίψη. Αλλ’ οι άνθρωποι αυτοί χαμογελούσαν. Δε μιλούσαν ακατάπαυστα για την κρίση. Όχι πως δεν την πληρώνουν. Όχι πως δεν τους απασχολεί. Όχι πως δεν τους στοιχίζει. Αλλά, μαθημένοι καθώς είναι πάντα στα λίγα, δε φοβούνται σαν εμάς, δεν τα χάνουν και με λιγότερα. Έχουν τους λόγους τους να πιστεύουν πως θα τα βγάλουν πέρα. Και προχωρούν όρθιοι.
Πώς καταφέρνουν κάτι τόσο δύσκολο; Τι τους δίνει αυτήν τη δύναμη; Ένα κυρίως: η βαθιά γνώση για τα ανθρώπινα. Η διαίσθηση ή εμπειρία πως άλλη είναι η ουσία της ζωής. Κι η βεβαιότητα των ματαιοτήτων της. Η επίγνωση πως η ζωή εμπεριέχει και δυσκολίες και λύπες. Πως δεν είναι ταυτισμένη μονάχα και αποκλειστικά με τη χαρά και την ευχαρίστηση, όπως ως χτες πιστεύαμε οι περισσότεροι και γι’ αυτό την πάθαμε.

Και έτσι καθώς βρεθήκαμε απέναντι από το μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα, το κριτικό και «προφητικό» χάρισμα του Φώτη Κόντογλου θυμήθηκα και πάλι: «Μα τώρα, με τον ανεμοστρόβιλο που πήρε τα μυαλά μας, όλα τα ξεχάσαμε, όλα τα τίμια και τα ελληνικά, σαν να στόμωσε το μνημονικό μας. Σήμερα βλέπουμε να καλοπεράση το κορμί μας και χέρσωσε η ψυχή μας κ’ η γλυκόλαλη βρυσούλα της θύμησης, που δρόσιζε άλλη φορά την καρδιά μας, στέρεψε και καταντήσαμε ένας ξέρακας, στολισμένος με ψεύτικες πρασινάδες και με ψεύτικα λουλούδια. Αντί ν’ αγαπήσουμε σήμερα περισσότερο αυτά τα πράγματα, εμείς τα σιχαθήκαμε (…) .Έτσι γινήκαμε κ’ εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Πήρανε τα μυαλά μας οι ξενόφερτες νεράιδες κι αρνηθήκαμε το γάλα της μάνας μας. Γινήκαμε αναίσθητοι κι αχάριστοι. Καταφρονούμε τη φτωχή μα πονετικιά πατρίδα μας(…)» .
Και, καθώς περπάτησε ο νους μου στο γνώριμο και στέρεο έδαφος της γης Κόντογλου και της δικής του Ελλάδας, άρχισα να βλέπω τις ομοιότητες των ανθρώπων που συναντούσαμε εκεί στα Καμβούνια όρη με τους ήρωες των βιβλίων του συγγραφέα. Και βρήκα τη γυναίκα-αντίγραφο της δικής του Γιάνναινας, που «ήτανε όλο χαμογελαστή, ξυπόλητη, μ’ ένα μαντήλι ριγμένο στο κεφάλι της. Αρχαία γυναίκα, αγιασμένη».

Έτσι κι η σημερινή κυρα-Τάσαινα, η δική μας οικοδέσποινα. Γύρω στα ογδόντα, με μαύρα τριμμένα ρούχα, αεικίνητη μες στις απλές της ασχολίες, απλή μες στην εγρήγορσή της: να μπαινοβγαίνει συνεχώς στο μικρό της σπιτάκι, το «καλύβι» της, όπως το λέει χαϊδευτικά η ίδια, να πάει φαγητό στους συγχωριανούς της που δεν μπόρεσαν να έρθουν στο τραπέζι του μνημόσυνου του άντρα της, του Τάσου, να ταΐσει τις γάτες που έχει σαν σπιτικές, να φροντίσει τον αδερφό της που η ζωή τού στέρησε νωρίς τη γυναίκα του, να ετοιμάσει μέλι βουνίσιο και τσάι και φλαμούρι για πεσκέσι, να ξεχάσει να καθίσει στο τραπέζι μαζί μας, ήσυχη πως οι κόρες κι οι γιοι της περιποιούνται τους επισκέπτες τους. Και κυρίως να κάνει το καθημερινό της καθήκον: να περπατήσει πολλά χιλιόμετρα για ν’ ανάψει τα καντήλια στο ξωκλήσι του αϊ-Θανάση, αφού περάσει, και στο πήγαινε και στο έλα, ένα ρέμα, που, όπως μας αφηγήθηκε με απόλυτη αθωότητα και ειλικρίνεια, συμβαίνει μες στο χειμώνα, καθώς το ρέμα φουσκώνει, η κυρα-Τάσαινα: «πολλές φορές πέφτω, αλλά επειδή είμαι ελαφριά, δε χτυπάω. Ξανασηκώνομαι και συνεχίζω»…

Αυτή είναι η απλή κι αληθινή ζωή των ανθρώπων που ζουν με βάση το «τη πτωχεία τα πλούσια». Είναι η ζωή που χάσαμε, που ξεχάσαμε. Κι εμείς είχαμε την τύχη ένα συνηθισμένο πρωινό Σαββάτου να τη θυμηθούμε. Έστω και για λίγο. Βλέπεις, εμείς είμαστε τελείως σημερινοί άνθρωποι∙ άνθρωποι του πλήθους. Που όσο πιο πολύβουο τόσο καλύτερα, αφού ο θόρυβος καλύπτει τα πάντα∙ γεμίζει –έτσι νομίζουμε- το κενό που κουβαλάμε μέσα μας. Το αβάσταχτο κενό μας.
Γι’ αυτό και ήρθε η ώρα∙ η ώρα η τελική να συνέλθουμε. Να καταλάβουμε επιτέλους πως «οι δύσκολες, κρίσιμες, διαλυμένες εποχές έχουν το πλεονέκτημα ότι αποκαλύπτουν γυμνή την ουσία της ζωής». Αλλά και «ότι δεν υπάρχει μόνο η φωτιά που καταβροχθίζει, αλλά κι εκείνη που γεννά (…). Ότι δεν υπάρχει μόνο η αποκάλυψη, αλλά και η κοσμογονία, ότι υπάρχουν σπόροι στη στάχτη» (Τ. Καραϊσκάκη, εφ. Καθημερινή, 23/10/2011).
Αυτούς τους σπόρους στη στάχτη καλούμαστε ν’ ανακαλύψουμε μέσα μας για να τα καταφέρουμε ν’ αναγεννηθούμε. Και να νικήσουμε αντί ν’ αφεθούμε να μας νικήσει η κρίση που απειλεί να μας καταβροχθίσει…


Δημοσιεύθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2011, αρ. φύλλου 617

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος3/2/12

    Η κυρία Σόνια μάς συγκίνησε πάλι.
    Μακάρι να εισακουστεί, γιατί αξίζει ο λόγος.
    Τουλάχιστον γι' αυτούς που δεν κρατούν κλειστά τα αυτιά τους ... στον λόγο των απλών ανθρώπων, στον λόγο του Κόντογλου, στον λόγο της δασκάλας, στον λόγο της τιμής τους, στον σαρκωθέντα Λόγο !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ