13.2.12

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Το ξεχωμάτισμα

Τους άλλους τούς έκρυβε η εκκλησία κι αυτός ακίνητος σαν να τον βίδωνε κάτω ο ήλιος κοιτούσε τη σκιά του ακούγοντας το φτυάρι να σκάει κούφια στην ξερή γη.
Η κωμόπολη απλωνόταν κάτω από το κοιμητήρι σαν γυναίκα παραδομένη που της έλυσε ο ήλιος τα μέλη, στενόκολπη την έλεγε, επειδή ο κεντρικός δρόμος της, που 'βγαζε στην πλατεία, μήτρα συναντήσεων και μνημονικών αναδρομών, ήταν θεόστενος. Ενας φίλος του, που είχε κάτι το αγιωτικό στην όψη και κορμί αθλητή, συνόδεψε τον Αλβανό.
Το κουστούμι βρέθηκε άθικτο, ένα σακούλι για τα κόκαλα, ανάμεσά τους ήταν μία πέτρα παράξενη, σπίθιζαν οι κρύσταλλοί της στο φως, σπόρος θανάτου που δεν κάρπισε, κρυφή παθολογία που γύρισε σε κτέρισμα. Της σήψης μια αμέλεια κρεμόταν στο πίσω μέρος της νεκροκεφαλής. Είπε του φίλου του να μην το αναφέρει αυτό μπρος στις γυναίκες και θυμήθηκε τότε που 'ταν μικροί και τους κούρευαν γουλί αφήνοντάς τους μόνο μια φούντα πάνω απ' το μέτωπο. Οποτε περιδιάβαινε στους δρόμους της κωμόπολης, στεκόταν και κοιτούσε το κουρείο κι άλλα μαγαζιά που ήταν πια κλειστά, με τα εργαλεία μέσα και τα έπιπλα, σαν να 'γινε κάτι ξαφνικό, παρατημένα, και τα ντουβάρια μαυρισμένα σ' ένα σιδεράδικο, λες κι ο χρόνος περνάει σε μια στιγμή μέσα: μανιασμένη φωτιά.
Τα κόκαλα τα έπλυνε πρώτα με χλωρίνη ο Αλβανός να ξεπλυθεί η οσμή του λίπους, έπειτα, κατά το τελετουργικό, με κρασί, και τα άπλωσε στον πέτρινο περίβολο να στεγνώσουν. Πίσω τους δυο δίδυμοι αχυρώνες άδειοι χάφτανε μες στη φωτοπλημμύρα σκοτάδι, κι απάνω απ' τις σκεπές τους η πέτρα του βουνού ανηφόριζε λάμποντας ώς τα ουράνια. «Απλωμένα στον ήλιο σαν την μπουγάδα, σαν τον τραχανά, σαν τις ντομάτες που στεγνώνουν τον Αύγουστο, τα κόκαλα του πατέρα μου...» έλεγε μετά κι η φωνή του ξεστράτιζε σε κάτι που 'μοιαζε για στριγκό γέλιο, έναν απόηχο των λυγμών που το λαρύγγι του κλώσησε στα κοντά. Αμα στέγνωσαν, τα τοποθέτησαν προσωρινά σ' ένα χαρτόκουτο από γάλατα μέσα στο οστεοφυλάκιο, ωσότου να διαβαστούν. Μετά, μέσα σε κουτί ξύλινο θα 'μπαιναν μαζί με τ' άλλα στα ράφια• κι ύστερα από χρόνια θα τα 'ριχναν κι αυτά στο χωνευτήρι, την καταπακτή, μαζί με τ' άλλα, τα ανώνυμα. Τα φανταζόταν λευκά, μα είχε και σ' αυτά μερίδιο το χώμα.
Θυμήθηκε την κηδεία, τότε που διαβαίνοντας ανάμεσα σ' ανάσες-κομποσκοίνια και βλέμματα σαν κρεμασμένα από αόρατες θηλιές -σήκωσε μια στιγμή το κεφάλι κι είδε το ζωγραφισμένο χρυσάφι να πλαισιώνει το κεφάλι του Παντοκράτορα-, σταυροκοπήματα, σαν μηχανικά, κορμιών που σ' αυτόματα τα μεταμορφώνει ο φόβος, πήγε και κάθησε σε μια καρέκλα πλάι στο φέρετρο. Οταν τέλειωσε η ακολουθία, κι αφού πέρασε ο κόσμος, πήγε κι αυτός ν' αποχαιρετήσει τον νεκρό. Στον θρόνο που ήταν εκεί πλάι, φαντάστηκε έναν μονάρχη να 'χει για σκήπτρο τον χρόνο και μια γυναίκα κάπως χυδαία κι αγέραστη πλάι του όλο να τον κοιτά και να χαμογελά κάπως άπρεπα κι εκείνος να την επιπλήττει: η αθανασία, σκέφτηκε. Τα ξύλινα πουλιά κοιτούσαν σαν αποσβολωμένα απ' το τέμπλο, μέσα σε οργιαστική βλάστηση που δεν μπορούσε να κρύψει το μπαλσάμωμα. Κι είδε σκύβοντας ανάμεσα στη μαραμένη σάρκα των χειλιών τα σφιγμένα δόντια, που ζήτησαν λες να συγκρατήσουν την τελευταία ανάσα, πύλη που άρχιζε να την μπογιατίζει από μέσα η αποτρόπαιη βλάστηση και η όψη σπίτι που σιγά σιγά θα χαθεί πίσω της, της φθοράς παλίμψηστο, να γράφει εκείνη σβήνοντας ώσπου να φαγωθούν όλα. Στόμα σφιγμένο γέλιο, αρκεί ενός κυττάρου το ξελόγιασμα σαν να 'λεγε.
Προχωρώντας μετά στο κεντρικό κλίτος, περνώντας ανάμεσα από γυναίκες, που είναι πιο ανθεκτικές μπρος στο αναπότρεπτο καθώς του αποσπούνε ζωή, κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πίσω απ' την ομίχλη ήταν ο ήλιος, ο ουρανός σαν λεπτή γάζα απλωμένη σε πρόσωπο ανθρώπου που απ' την αρρώστια έφεξε, κι αυτός σκέφτηκε χιόνι άλιωτο σε σπίτια δίχως φωτιά, μα τώρα ο ήλιος έψηνε τα κεραμίδια κι η λάβρα απ' τη γη κυματιστή ανέβαινε, τ' άστρο σαν καπέλο κει ψηλά κρεμασμένο από ψάθα θαμπή, ξεχασμένο, κάποιου που από καιρό έφυγε και σαν χαμένο στοίχημα. Πώς βαστιέσαι από αγκωνάρι άμα σε βαρέσει η κάψα, αυτός κι ο φίλος του φεύγοντας έλεγαν για τα έθιμα που τα κρατούν στο χωριό, για τις γυναίκες που μιλούν του πεθαμένου λες και πάει ταξίδι, που του δίνουν παραγγελιές, ο νους του, όμως, ήταν εκεί κάτω, σ' εκείνη της ανωνυμίας την παρηγοριά μιας κοινότητας που 'σβησε σαν κερί τα βάσανα και τις έγνοιες και ντύθηκε το σκοτάδι.
Κι άμα τελείωσαν όλα αρχίζοντας και γύρισε σπίτι, πήρε τη μάνα του -αυτή κι η αδερφή του έμειναν πίσω, αυτός κι ο πατέρας γύρισαν, πρώτα αυτός, ο πατέρας μόλις βγήκε στη σύνταξη-, και της είπε πως όλα έγιναν καταπώς έπρεπε και μπόλιασε κλάμα η ξενιτιά την πατρίδα.

Από το βιβλίο του «Ο μυς της καρδιάς», εκδόσεις ‘‘Μεταίχμιο’’. 
ISBN: 978-960-501-512-1 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Οκτωβρίου 2011, αρ. φύλλου 613

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ