* * *
Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΩΝ προσεγγίσεων συνετέλεσε στις ανισορροπίες που παρατηρούνται σήμερα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας Στο υψηλό κόστος της, στις αβεβαιότητες για το μέλλον και σε ένα -ορατό πλέον- ενεργειακό αδιέξοδο, με χαρακτηριστικό σύμπτωμα το ζημιογόνο ατόπημα της αλόγιστης ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών. Ασφαλώς, τα προβλήματα δεν θα δημιουργούνταν αν δεν κυριαρχείτο η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας από τη λογική του «όσα έρθουν και όσα πάνε», που διευκολύνει την εξυπηρέτηση των εκάστοτε πελατειακών συμφερόντων.
Tο έλλειμμα μιας συγκροτημένης και αξιόπιστης ενεργειακής πολιτικής επόμενο ήταν να προκαλέσει την παρέμβαση των πιστωτών της Ελλάδας, προκειμένου να καθορίσουν αυτοί τις βασικές της επιλογές. Έτσι, σε μια πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σκιαγραφούνται οι βασικοί άξονές της, οι οποίοι συνάδουν με την επικρατούσα στην Ε.Ε. νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη και κατατείνουν στην ασφαλέστερη δυνατή εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας.
Σχετικά με τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο χώρο της ελληνικής επικράτειας ορθά αναφέρεται στην έκθεση, πως «οι αβεβαιότητες για το μέγεθός και τις δυνατότητες εκμετάλλευσής τους είναι ακόμη πολύ μεγάλες».
Καθοριστικές παρεμβάσεις όμως γίνονται στους τομείς παραγωγής και εμπορίας της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Η ιδιωτικοποίηση των αντίστοιχων δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ), η διαφοροποίηση των εισαγωγών φυσικού αερίου, οι τιμολογιακές πολιτικές και η επιλογή του ενεργειακού μίγματος εξετάζονται με βασικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων, ανεξάρτητα αν συγκρούονται αυτά με τα ειδικότερα συμφέροντα και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί -μέσω των μνημονίων- να πουλήσει σε ιδιώτες, σε μια πρώτη φάση τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και σε μια δεύτερη, την αποκαλούμενη «Μικρή ΔΕΗ», στις οποίας το χαρτοφυλάκιο θα υπαχθεί προηγουμένως το 30% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ, αποτελούμενο από τις πλέον αξιόπιστες και οικονομικά ενδιαφέρουσες λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες.
Η ελκτική δύναμη της ρητορικής που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες και εκθειάζει τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ελεεινολογεί το «κακό» Δημόσιο και διακηρύσσει συλλήβδην την αναγκαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων, κάνει πολύ δύσκολη τη διατύπωση αντιρρήσεων. Όμως για το εξαιρετικά σημαντικό και κρίσιμο εγχείρημα της πώλησης της ΔΕΗ, επιβάλλεται να διατυπωθούν αντιρρήσεις. Εξάλλου βασίζονται στην κοινή λογική.
Η ιδιωτικοποίησή της ΔΕΗ -για λόγους που δεν είναι του παρόντος- δεν θα είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Στην περίπτωση όμως που πραγματοποιηθεί, θα αποδειχθεί εντελώς ασύμφορη για την ελληνική οικονομία για τους εξής βασικούς λόγους:
- Καταρχήν παραδείγματα -σε παγκόσμιο επίπεδο- μείωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας μετά την ιδιωτικοποίηση υποδομών, δεν είναι ευδιάκριτα. Η δυσκολία αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας και η χαμηλή ελαστικότητα στη ζήτηση (που οφείλεται στη φύση της) διευκόλυναν τη δημιουργία μονοπωλίων και διέψευσαν τις προσδοκίες για ανάπτυξη ανταγωνιστικών συνθηκών, που θα οδηγούσαν στη μείωση των τιμών. Επίσης επιβάλλεται να κατανοηθεί ότι, οι ρυθμίσεις που ισχύουν στις απελευθερωμένες μεγάλες αγορές της Ευρώπης δεν είναι εύκολο να μεταφερθούν ως έχουν, στη μικρή και απομονωμένη από τα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς συνέπειες.
- Τις δύο προαναφερθείσες φάσεις ιδιωτικοποίησης θα ακολουθήσει αναπότρεπτα μια τρίτη, κατά την οποία η ΔΕΗ αποψιλωμένη από τις παραγωγικότερες μονάδες της, θα απολέσει την ανταγωνιστικότητά της, θα περιοριστεί (ως τελευταίο καταφύγιο) στην τροφοδοσία μικρών και αφερέγγυων καταναλωτών, θα απαξιωθεί ταχύτατα και τελικά θα ξεπουληθεί ολόκληρη, «επιβεβαιώνοντας» -ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία- του θιασώτες των ελεύθερων αγορών.
- Η φθηνή –η προσιτή- ενέργεια είναι βασικός συντελεστής της ανάπτυξης και της διασφάλισης των θέσεων εργασίας κάθε Οικονομίας. Καθοριστικό όμως είναι το πραγματικό κόστος παραγωγής και όχι οι τιμές μιας εικονικής πραγματικότητας, σαν αυτήν που διαμορφώνεται από τις δυσνόητες ρυθμίσεις και μεθοδεύσεις στο «ταμπλό» του ελληνικού ΛΑΓΗΕ. Το πραγματικό κόστος όμως επηρεάζεται κυρίως από το μίγμα καυσίμων και την τεχνολογία και λιγότερο από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μονάδων παραγωγής (πόσο μάλλον των δικτύων μεταφοράς ενέργειας) και αυτό διότι, αφενός μεν η συμμετοχή του κόστους εργασίας στην τελική τιμή του προϊόντος είναι χαμηλή, αφετέρου δε η ίδια η λειτουργία των τεχνολογικά εξελιγμένων και αυτοματοποιημένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων επιβάλλει -ως επί το πλείστον- και την αναγκαία οργανωτική στάθμη για τη διαχείρισή τους. Εξάλλου, η ΔΕΗ διαθέτει ικανοποιητική τεχνογνωσία και μακρόχρονη εμπειρία και οργανωτικά μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη ελληνική ιδιωτική βιομηχανία.
- Οι σημερινές υποδομές παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και όσες θα απαιτηθούν στο μέλλον (γραμμές μεταφοράς υπερυψηλής τάσεως, λιγνιτωρυχεία, σταθμοί παραγωγής, υδροηλεκτρικά έργα) προκειμένου να κατασκευαστούν και να λειτουργήσουν έχουν συνήθως ως επακόλουθο σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Η ΔΕΗ της οποίας το ακρωνύμιο κατέληξε -για πολλούς Έλληνες- συνώνυμο της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την μεταπολιτική ανάπτυξη της Ελλάδας οι δε τοπικές κοινωνίες των περιοχών στις οποίες αναπτύσσει τις δραστηριότητές της έχουν διαμορφώσει μια συναισθηματική σχέση μαζί της και, παρά τις περιστασιακές τριβές, τη θεωρούν δική τους επιχείρηση. Η σχέση αυτή, εκτός από την ανυπολόγιστη εμπορική αξία που προσδίδει στη ΔΕΗ, διευκολύνει σημαντικά τις διαπραγματεύσεις της με τις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να γίνουν αποδεκτές οι παρεμβάσεις της (περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, απαλλοτριώσεις κ.α.), κάτι που δύσκολα θα συνέβαινε με οποιασδήποτε άλλη επιχείρηση.
- Οι βασικές υποδομές παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου (η καινούρια λιγνιτική μονάδα της Πτολεμαΐδας προϋπολογίστηκε στα 1,4 δις ευρώ) και απαιτούν προβλέψιμους και μακροχρόνια σταθερούς επιχειρηματικούς ορίζοντες, προκειμένου να επιτυγχάνεται ανεκτό κόστος παραγωγής μέσω ενός «ήπιου» υπολογισμού των αποσβέσεων (για τη ΔΕΗ, αλλά και για τους ενεργειακούς κολοσσούς της Ευρώπης, ο εύλογος χρόνος υπολογισμού των αποσβέσεων για λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες θεωρούνται τα 25 με 30 χρόνια). Επομένως, η πώληση της ΔΕΗ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις-κυνηγούς επενδυτικών ευκαιριών, ή σε κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια (heads funds), θα συνοδευτεί αναπότρεπτα από μια αλματώδη αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη μεριά, οι μεγάλοι ενεργειακοί κολοσσοί της Ευρώπης, που θα μπορούσαν να υπολογίζουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα όπως και ΔΕΗ, πριν αποφασίσουν να αναμιχθούν σοβαρά και αξιόπιστα στην ελληνική αγορά, θα υπολογίσουν προηγουμένως τις βεβαιότητες που συνοδεύουν έναν μακροχρόνιο επιχειρηματικό ορίζοντα, τις οποίες όμως σήμερα η Ελλάδα δεν παρέχει και στο τέλος μάλλον δεν θα το πράξουν. Εκτός φυσικά αν τους προσφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ έναντι ευτελούς τιμήματος.
-Τέλος, με τα δεδομένα της διεθνούς εμπειρίας και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς ενέργειας, η διάδοχη κατάσταση μιας ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ θα οδηγήσει νομοτελειακά στη διαμόρφωση μονοπωλιακών συνθηκών. Δύο, το πολύ τρία ιδιωτικά μονοπώλια (μάλλον ξένα) θα ελέγχουν έναν τομέα στρατηγικής σημασίας και κρίσιμο για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας έχει χαρακτηριστικά ενός «πίνακα ελέγχου» για την ελληνική οικονομία. Αν παραδοθεί ο χειρισμός του σε μη ελεγχόμενα ιδιωτικά μονοπώλια τότε πράγματι: η Ελλάδα κινδυνεύει να περιέλθει σε καθεστώς προτεκτοράτου.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν συνιστά μια θετική για την Ελλάδα «μεταρρύθμιση» και η πραγματοποίησή της δεν είναι αναπόφευκτη, εφόσον αναδειχτούν οι αρνητικές της επιπτώσεις στην περαιτέρω πορεία της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό, όσοι μπορούν να εκφέρουν άποψη πρέπει να τη διατυπώσουν προκειμένου να αναπτυχθεί ένας σοβαρός και χρήσιμος διάλογος, πριν ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις και όχι εκ των υστέρων.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Ιουλίου 2014, αρ. φύλλου 750
Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:
κ. Μπούσιο τα νέα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας φέρουν στον προσκήνιο τον πασίγνωστο όρο «ανταγωνιστικότητα». Στην Ελλάδα είναι ήδη αρκετά τα παραδείγματα, που λόγω του υγιή ανταγωνισμού, τα οφέλη είναι ήδη αρκετά για τους καταναλωτές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεκινώντας από το παράδειγμα της σταθερής τηλεφωνίας, τομέας στον οποίο ήταν μονοπώλιο ο ΟΤΕ, «άνοιξε» ο δρόμος για την δημιουργία καινούριων εταιρειών/δικτύων σταθερής τηλεφωνίας, με ταυτόχρονη μείωση των τιμών (λόγω ανταγωνισμού) και την πληθώρα επιλογών που έχουν οι καταναλωτές στην σταθερή τηλεφωνία. Δωρεάν λεπτά προς σταθερά και σταθερά, μειωμένα πάγια τέλη, δωρεάν internet από όλους τους παρόχους -ενώ στην αρχή, που μονοπωλούσε ο ΟΤΕ, οι καταναλωτές του το χρυσοπλήρωναν και με το παραπάνω μάλιστα- και πέντε ιδιόκτητες εταιρείες τηλεφωνίας (Hol, Cyta, Vodafone, Wind & Forthnet) πέρα του κρατικοδίαιτου ΟΤΕ. Έτσι ο καταναλωτής έχει την δυνατότητα της επιλογής, ανάλογα με το «πακέτο» που συμφέρει και καλύπτει τις ανάγκες του αλλά και την τσέπη του.
Κάτι ανάλογο με την σταθερή τηλεφωνία, έγινε αρκετά νωρίτερα και με την κινητή τηλεφωνία, με τα ανάλογα προς τους καταναλωτές, προνόμια. Θα ήταν πλεονασμός να αναφερθούν και εδώ τα οφέλη για τον πολίτη, αφού ο καθένας διαλέγει την εταιρεία που τον καλύπτει.
Επίσης, ένα μοναδικό παράδειγμα, που δεν έχει πολλά χρόνια που εφαρμόστηκε/μπήκε στην ζωή των Ελλήνων, αρκετά καθυστερημένα με τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες του Δυτικού κόσμου, είναι αυτό με τις αεροπορικές γραμμές και τις αεροπορικές εταιρείες. Όσο ήταν μονοπώλιο η Ολυμπιακή και μετέπειτα η συγχωνευμένη εταιρεία με την επωνυμία Aegean airlines, κρατούσαν τους υποψήφιους ταξιδιώτες μακρυά από το «πουλί», λόγω του αφόρητου κόστους. Πάλι καλά, άνοιξαν οι ουρανοί για τις νέες οικονομικές αεροπορικές εταιρείες, και ώθησαν τους Έλληνες να ταξιδεύουν με πιο έντονους ρυθμούς, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χάρτη. Αυτό έχει επιπτώσεις και στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτήριων, αφού οι καραβοκύρηδες βλέπουν την προσέλευση να μειώνεται λόγω της χρήσης των φθηνών αεροπορικών εισιτηρίων που έχει στα χέρια πλέον ο καταναλωτής.
Είναι αρκετά τα παραδείγματα κύριε συντάκτη του κειμένου, που στην πλειοψηφία τους έχουν θετικό αντίκτυπο και πρόσημο στην ζωή των, ακόμα και στην καθημερινότητα τους, που από την εποχή των παντοπωλείων και μίνι μάρκετ, εξυπηρετούνται από τα σύγχρονα και ογκώδη σούπερ μάρκετ, με χαμηλότερες τιμές και ευκαιρίες! Μάρκετινκ βλέπετε...
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω! Και στις δύσκολες οικονομικές μέρες που διανύει η Ελλάδα, θα πρέπει να δύναται η δυνατότητα επιλογής στον καταναλωτή, να δαπανήσει εκεί που ο ίδιος κρίνει καταλλήλως για το ιδίον όφελος του.
Επομένως και κάποια ενδεχόμενη αναπροσαρμογή στο θέμα της ενέργειας με οποιοδήποτε μερίδιο ιδιωτικοποίησης, μόνο θετικά θα μπορούσε να επιδράσει στον καταρρακωμένο Έλληνα καταναλωτή. Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα με την καύση λιγνίτη στην περιοχή των εργοστασίων της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλούπολης, μόνο «κράτος-παραβάτης» των περιβαλλοντικών όρων και της ισχύουσας ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας μπορεί να θεωρείται. Ας το αλλάξουμε λοιπόν.
Επίσης καλά θα ήταν να μην ξεχνά ουδείς και τις καταστροφικές συνδικαλιστικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν όλα αυτά τα χρόνια στον τομέα της ΔΕΗ, με αποκορύφωμα την προεδρεία του κ. Φωτόπουλου και των ομοίων εργατοπατεράδων.