12.10.14

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στο νησί της Μεγαλόχαρης




Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν το νησί. Είχε ξαναπάει και πριν από χρόνια και είχε περάσει πολύ καλά, έτσι πίστευε ως προχτές τουλάχιστον. Αλλά τώρα ξέρει. Και ξέρει επειδή στο μεταξύ έζησε κι έμαθε πολλά που την έκαναν να εκτιμάει αλλιώς τα πράγματα. Της δόθηκε, βλέπετε, ο χρόνος να το ζήσει αυτό το εξαιρετικά όμορφο τώρα, το τώρα που θα μπορούσε και να μην είχε έρθει ποτέ. Άλλωστε, το είχε ακούσει και το γνώριζε κι η ίδια πως τελικά ο χρόνος είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Και είχε αντιληφθεί πως ο καθένας οφείλει, στον εαυτό του κι όχι σε κάποιον άλλο, να το αξιοποιεί αυτό το δώρο με τον καλύτερο τρόπο· όχι με τον τρόπο που ο ίδιος θεωρεί καλό, αλλά με τον πραγματικά καλύτερο τρόπο, τον οποίο ξέρουν όλοι, άλλο αν τον βάζουν οι περισσότεροι στα δικά τους καλούπια που σηκώνουν πολλή συζήτηση και πιο πολλές αντιρρήσεις…

Αφορμή της τωρινής της επίσκεψης στην Τήνο ήταν η βάφτιση ενός μωρού ταμένου στη Χάρη της Παναγίας · ενός μικρού κοριτσιού που αποκτήθηκε με πολύ αγώνα και πολλές προσπάθειες· του παιδιού που ελάχιστοι πίστευαν στον ερχομό του, αλλ’ όμως αυτοί οι ελάχιστοι πολύ πίστεψαν και πάλεψαν γι’ αυτόν τον ερχομό. Πρώτη απ’ όλους η 50χρονη σήμερα μανούλα του, που γι’ αυτό πηγαινοερχόταν από την Αυστραλία, για τον σπουδαίο Έλληνα επιστήμονα και για τη Χάρη και την ευλογία της. Ή, σωστότερα, για την ευλογία της πρώτα κι έπειτα για τον σπουδαίο επιστήμονα. Και της χαρίστηκε. Ή μάλλον το κέρδισε ως έπαθλο.

Ταμένο να βαφτιστεί στην Τήνο ήταν το μωρό, αφού 23 (!) εξωσωματικές έκανε η διάσημη στη δεύτερη πατρίδα της μανούλα-οι 8 εδώ στην Ελλάδα, ανάμεσα σ’ αυτές τις οχτώ οι δύο που πέτυχαν και οι οποίες συνέβησαν αμέσως μετά τις δύο επισκέψεις της στην Παναγιά της Τήνου! Γι’ αυτό ήταν ταμένο το κοριτσάκι και η βάφτιση έγινε στο ισόγειο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας, που πολλές ευχάριστες ειδήσεις εξακολουθεί να φέρνει σε όσους την πιστεύουν πολύ. Έτσι, λοιπόν, βρέθηκε εκεί κι η πρωταγωνίστρια του σημερινού μας άρθρου, μία από τους πάμπολλους επισκέπτες-προσκυνητές του νησιού το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου. Και συγκινήθηκε πολύ από την τελετή της βάφτισης που με αληθινή μυσταγωγία έμοιαζε, καθώς ο χώρος όπου έγινε ήταν ολόιδιος με κατακόμβη κι η μικρή Δήμητρα, η πάντα γελαστή και πάντα ευλογημένη, όπως της ευχήθηκαν όλοι, το ζούσε ήρεμα κι ευτυχισμένα. Σαν να καταλάβαινε πως αυτή, η ίδια της, ήταν ένα θαύμα. Ένα σημάδι πως η Παναγία ακούει ακόμα όσους ζητάνε τη βοήθεια και τη συνδρομή της.

Αλλά δεν ήταν μονάχα η βάφτιση που συγκίνησε την προσκυνήτρια του νησιού. Ήταν ολόκληρη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα: η εικόνα του ναού, τον οποίο είδαν από την πρώτη κιόλας στιγμή, πηγαίνοντας από το λιμάνι στο ξενοδοχείο που θα τους φιλοξενούσε. Στεκόταν εκεί στην κορυφή του ανηφορικού δρόμου, κορόνα στην κεφαλή του, καθώς έλαμπε με τα φώτα του και τις γνωστές του καμάρες-κάθε καμάρα και μια αγκαλιά της Παναγίας ανοιχτή προς κάθε προσκυνητή που έρχεται να την προσκυνήσει με ευλάβεια. Ένας ναός με πολλές αγκαλιές, για να χωρέσει πολλούς, να τους χωρέσει όλους. Να μην αφήσει απ’ έξω κανέναν απολύτως. Κι έτσι στέκεται πάντα.

Κι η προσκυνήτρια, ώσπου να μπει μες στο ναό, παρατηρούσε τους γύρω της. Μα εκεί που τα μάτια της έτρεχαν τελείως ασυναίσθητα ήταν όταν αντίκριζε τους γονατιστούς προσκυνητές: αυτούς που ανέβαιναν την οδό Μεγαλόχαρης στα γόνατα, σπρωγμένοι ποιος ξέρει ο καθένας τους από ποια μεγάλη ανάγκη, ποιος ξέρει από ποιο δυσβάστακτο βάσανο… Άλλοι από αυτούς ασυνόδευτοι, ίσως για να προσεύχονται τελείως απερίσπαστοι. Άλλοι με κάποιον δικό τους ν’ ανεβαίνει δίπλα τους όρθιος κι ενώνοντας την προσευχή του με του γονατιστού δικού τους. Πιο πολύ της έκαναν εντύπωση ένα νέο ζευγάρι, γνώρισε αργότερα τον μπαμπά, τον χαρισματικό Γιάννη από τη Θεσσαλονίκη, έναν νέο άντρα που, παρά το βάσανο που κουβαλούσε, χαμογελούσε πλατιά και το χαμόγελό του φώτιζε ένα όμορφο και καθαρό πρόσωπο. Αυτόν μονάχα γνώρισε, αλλά της έμεινε κι ο άλλος μπαμπάς που δίπλα του ανέβαιναν όρθιοι η νεότατη γυναίκα του κρατώντας από το χέρι τη μικρή τους κορούλα που για νήπιο φαινόταν. Αλλά κι ο μαύρος όχι από ηλιοθεραπεία, αλλά εξαιτίας της φυλής του που ανέβαινε κι αυτός γονατιστός. Αυτός και οι αλλόγλωσσοι προσκυνητές τής επιβεβαίωναν συνεχώς την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας.

Τέλος, δε θα ξεχάσει ποτέ τη μαυροντυμένη γριούλα μάνα με τη γονατιστή κόρη δίπλα της, η μάνα με τα χέρια σε στάση προσευχής να παραστέκει και να συμπάσχει ολοφάνερα και μ’ ολοφάνερο τον πόνο της καρδιάς της. Κι ήταν εκεί που έζησε όχι μόνο μία φορά ένα αληθινό μεγαλείο: στις γονατιστές προσευχές να προστίθενται και οι προσευχές των άλλων που, βλέποντας τον ιδιαίτερο κόπο τους, «βοήθειά σου» ψιθύριζαν, ξεχνούσαν τους δικούς τους πόνους κι έκαναν δικό τους τον πόνο των άλλων! Κι αυτό αληθινό μεγαλείο πίστης δεν είναι;

«(…) Το κόκκινο χαλί θα σε οδηγήσει σε Εκείνη. Επάνω σε αυτό το κόκκινο χαλί θα έρθεις αντιμέτωπος με όλα όσα έκανες, ζητάς, ελπίζεις και κυρίως τόλμησες να σκεφτείς. Θα πονάς. Οι παλάμες σου, τα χέρια σου, τα γόνατά σου σε τσούζουν, σε καίνε, πονάνε… Το κεφάλι σου σκυμμένο προς τα κάτω, ταπεινέ πιστέ. Ταπεινέ δούλε Εκείνης. (…)», είχε πριν από ελάχιστο καιρό διαβάσει στο διήγημα με τίτλο «Το τελευταίο προσκύνημα» από το ολοκαίνουριο βιβλίο «Ο Μπαμπάς Φάλαινα» των εκδόσεων Κοροτζή και είχε χαρεί ιδιαίτερα τον τρόπο που παρουσιάζει η νέα συγγραφέας Ιωάννα Κρητικού το θέμα, ενώ στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη που πολύ διαβάστηκε και συζητήθηκε το περσινό καλοκαίρι «Η αδερφή μου» εκδ. Πόλις είχε επίσης συναντήσει την εξής εκπληκτική παράγραφο:

« Ήθελα να γίνει και στην πραγματικότητα αυτό που τόσο συχνά έβλεπα στα όνειρά μου, ότι η αδερφή μου ήταν τελείως καλά και χαιρόμασταν και γελούσαμε. Για το ίδιο πράγμα προσεύχονταν νύχτα μέρα ο πατέρας μου και η μάνα μου. Και περισσότερο απ’ όλους μας προσευχόταν η ίδια η αδερφή μου. Μια χρονιά, αργότερα, ταξίδεψε στην Τήνο και έκανε το προσκύνημα των απελπισμένων, πήγε γονατιστή από το λιμάνι στην Παναγία. Τρέχαν τα γόνατά της αίμα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η μοκέτα που υπάρχει σήμερα. Δεν την ένοιαζε το βλέμμα του κόσμου, το σχήμα της αξιοπρέπειας. Μου γυρίζουν πάντα τα άντερα διάφοροι αγέρωχοι προοδευτικοί που χλευάζουν αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους που σέρνονται στα γόνατα γυρεύοντας τη γιατρειά τους, όλοι αυτοί που αισθάνονται ανώτεροι από τη μάνα εκείνη που έχει κάνει τούτο το τάμα, για να σταθείς τα πόδια του το παράλυτο παιδί της. Περπατώντας με το κεφάλι ψηλά στη λεωφόρο της Προόδου, δεν προλαβαίνουν να κοντοσταθούν και να αναρωτηθούν τι πόνος μπορεί να δέρνει αυτούς τους ανθρώπους. Όταν πολύ αργότερα πήγα και εγώ στην Τήνο, είδα με πόσο σεβασμό περιβάλλουν οι άλλοι προσκυνητές αυτούς που πάνε στα γόνατα. Η στιγμή της εισόδου τους στην εκκλησία είναι μια ιερή στιγμή, ένα δέος δονεί την ατμόσφαιρα».

Τα λένε, λοιπόν, υπέροχα οι παραπάνω συγγραφείς. Κι έτσι, έχοντάς τα όλα αυτά μέσα στον νου της, δεν μπορούσε να πιστέψει στη σύμπτωση που έζησε όταν, μπαίνοντας μες στον ναό, άκουσε στον απόστολο της ημέρας κι από τη Β’ προς Κορινθίους επιστολή του τον Απόστολο να λέει περίπου τα παρακάτω:

«Έζησα 39 μαστιγώσεις, τρεις ραβδισμούς, έναν λιθοβολισμό, τρία ναυάγια, ένα εικοσιτετράωρο παρασυρόμουν στο πέλαγος, έζησα πολλούς κινδύνους διασχίζοντας ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, από τους ομοεθνείς μου, από τους εθνικούς, κινδύνεψα στην πόλη, στην ερημιά, στη θάλασσα, έμεινα πολλές φορές άυπνος, νηστικός και διψασμένος, κρύωσα γιατί δεν ήμουν καλά ντυμένος…». Και ο Παύλος μίλησε και για τις άλλες του δύσκολες περιπέτειες, για να καταλήξει στα λόγια του Θεού πως, για να μην περηφανεύεται ο Παύλος, αλλά και για να μην περηφανευόμαστε κι εμείς, δίνει ο Θεός ένα αγκάθι στο σώμα. Κι όταν ο Παύλος τον παρακάλεσε να φύγει αυτό το αγκάθι, τότε ο Θεός του είπε: «Αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Άραγε πόσοι από τους προσκυνητές που προσεύχονταν δακρυσμένοι μπρος στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας τον κατάλαβαν αυτόν τον λόγο; αναρωτήθηκε η προσκυνήτρια της δικής μας ιστορίας. Αλήθεια, πόσοι;

Αλλά μήπως δεν ήταν και πάλι αυτή που ζούσε τα τελευταία χρόνια τη γεμάτη ταλαιπωρία ιστορία ενός ζευγαριού, δύο νέων ανθρώπων που πάσχισαν, που έκαναν τα πάντα προκειμένου να αποκτήσουν ένα παιδάκι; Η ταλαιπωρία τους τεράστια κι η συνεχιζόμενη επί μία δεκαετία περιπέτειά τους δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Μα η κοπέλα τόσο πολύ λαχταρούσε να γίνει μανούλα που έλεγε πως μακάρι να γεννούσε ένα παιδί κι ας πέθαινε η ίδια. Αυτό έλεγε και δε σταμάτησε καθόλου να παρακαλάει την Παναγία, που πολύ ευλαβούνταν, να τη βοηθήσει. Κι εκεί, μετά τη δεκαετία κι ενώ ο γιατρός τής υπέδειξε τη λύση της παρένθετης μητέρας, πράγμα που πολύ την αναστάτωσε, κι ενώ είχε διακόψει τις εξωσωματικές, μένει έγκυος χωρίς καμία επιστημονική παρέμβαση, με τρόπο θαυμαστό και τελείως αναπάντεχα.

Επί μήνες δεν την είχαν δει παρά μόνον οι πολύ δικοί της με φουσκωμένη κοιλιά, γιατί, καθώς πρόσεχε πολύ, δεν κυκλοφορούσε έξω. Κι όταν η επικίνδυνη περίοδος πέρασε και την είδαν στην εκκλησία, σε κάποια γιορτή της Παναγιάς, που ήρθε να κοινωνήσει μαζί με τον άντρα της, δεν έμειναν μάτια που να μη δάκρυσαν, καρδιές που να μη ράγισαν από συγκίνηση. Όλοι την πλησίασαν για να ευχηθούν, να δείξουν την αγάπη τους. Και μια κυρία είπε πως το μωρό τους ήταν η απόδειξη πως η Παναγία εξακολουθεί να ακούει τις προσευχές των ανθρώπων και πως εξακολουθεί να κάνει θαύματα.

Έτσι, λοιπόν, δύο θαύματα είχε ζήσει σχεδόν ταυτόχρονα η προσκυνήτρια της ιστορίας μας: τη γέννηση της μικρής Ελληνοαυστραλέζας Δήμητρας από την 49χρονη όταν γεννήθηκε μαμά της, αλλά και της Μαρίας που ζει κάπου ανάμεσά μας. Είναι και τα δύο θαύματα της Παναγίας μας κι αλίμονο σε όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει έστω στο ελάχιστο την αλήθεια των όσων περιέχονται στο κείμενο αυτό. Τα δύο ευλογημένα κορίτσια, μα κι οι ευλογημένοι γονείς τους δε θα πάψουν ποτέ να μιλάνε γι’ αυτά που έχουν ζήσει και να ευχαριστούν τη Μεγαλόχαρη για το μεγάλο δώρο που έκανε στην καθεμιά τους. Κι έτσι, μιλώντας γι’ αυτό, θα κρατάνε ολοζώντανη την πίστη πως η Παναγία ακούει τις προσευχές των ανθρώπων, μα και την ελπίδα πως όλα μπορούν να συμβούν σε όποιον πιστεύει πολύ και παλεύει με τα μάτια στραμμένα ψηλά στον ουρανό, όπου ο Θεός κι η Παναγία δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να μας ακούνε…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Ιουλίου 2014, αρ. φύλλου 750

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ