30.11.20

Η ισπανική γρίπη το 1918

ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
Νοσηλευτικό προσωπικό με μικρούς ασθενείς σε κλινική των Αθηνών.


Η άφιξη της γρίπης το φθινόπωρο του 1918, η διασπορά της στη Δυτική Μακεδονία, η αντιμετώπισή της από τη διοίκηση, την ιατρική και τη θρησκεία, τα αποτελέσματα του περάσματος και η φυσική αποδρομή της

* * *

Η Ισπανική γρίπη ήταν πανδημία γρίπης η οποία εκδηλώθηκε το 1918 και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 21.640.000 ανθρώπων ή, κατ' άλλους υπολογισμούς, 50 έως 100.000.000 ανθρώπων.   Ο ιός μεταπήδησε από τα πτηνά στον άνθρωπο και στη συνέχεια άρχισε να μεταδίδεται μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων. Αρχικά οι γιατροί δεν κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με μια φονική πανδημία και δεν πρότειναν κανένα προληπτικό μέτρο. Σημαντικό χαρακτηριστικό της ασθένειας ήταν ότι μόλυνε κυρίως νεαρά άτομα, τα οποία συνήθως δεν περιλαμβάνονται στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Πολλά από τα άτομα που προσβάλλονταν από τη γρίπη πέθαιναν μέσα ένα 24ωρο.   

Η ισπανική γρίπη πιθανότατα προήλθε από την Άπω Ανατολή, ονομάστηκε όμως έτσι επειδή οι πρώτες αναφορές για την πανδημία προήλθαν από τον Τύπο της Ισπανίας, η οποία δεν συμμετείχε στον πόλεμο. Οι ερευνητές μελέτησαν δείγματα του ιού που είχαν διατηρηθεί σε εργαστήρια ή βρέθηκαν σε πτώματα θαμμένα στο παγωμένο έδαφος της Αλάσκας. Διαπίστωσαν ότι μια μικρή μετάλλαξη του ιού επέτρεψε στις πρωτεΐνες της επιφάνειάς του, που χρησιμοποιούνται για να προσκολληθεί ο ιός στα κύτταρα, να αναγνωρίζουν και τους αντίστοιχους ανθρώπινους υποδοχείς. 

Ο θάνατος επερχόταν από οξύ φλεγμονώδες πνευμονικό οίδημα, αιμορραγική πνευμονίτιδα ή πνευμονία με οξύ αιμορραγικό οίδημα. Παρατηρούνταν κυάνωση του δέρματος ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο, στο στόμα, στον λαιμό και στα δάκτυλα. Στη νεκροψία οι βάσεις των πνευμόνων ήταν περισσότερο προσβεβλημένες και οι θωρακικές κοιλότητες περιείχαν ανοικτό καφέ ή κίτρινο ως σκούρο κόκκινο υγρό.   

Τα πρώτα κρούσματά της εκδηλώθηκαν στη Γαλλία τον Απρίλιο του 1918 ανάμεσα στα βρετανικά συντάγματα που στάθμευαν στη Ρουέν και στο Βιμερέ. Καθώς μετακινούνταν τα στρατεύματα, μετακινούνταν και η ασθένεια. Έτσι τον Μάιο επεκτάθηκε σε όλη τη Γαλλία και στην Ιταλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Γερμανία εισήλθε με τους αιχμαλώτους που είχαν συλλάβει.   

Τον Ιούνιο η πανδημία έφτασε στις Ινδίες, τον Ιούλιο στη Νέα Ζηλανδία και τον Αύγουστο στη Νότιο Αφρική. Έως τον Ιανουάριο του 1919 η Αυστραλία κατόρθωσε να μην πληγεί λόγω μιας αυστηρής καραντίνας. Στις 10 Ιουλίου του 1918 160.000 κρούσματα έπληξαν το Βερολίνο. Στη Μεγάλη Βρετανία η γρίπη προκάλεσε τον θάνατο 220.000 ανθρώπων, στις Ηνωμένες Πολιτείες σημειώθηκαν πάνω από 550.000 θάνατοι, ενώ στην Ιαπωνία περί τα 250.000 θύματα και στις Ινδίες τα πέντε εκατομμύρια. Υπήρξαν περιοχές στις οποίες δημιουργήθηκε πρόβλημα με την ταφή των θυμάτων, καθώς τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν. 

Η ισπανική γρίπη στην Ελλάδα 

Σύμφωνα με καταγραφές, η ισπανική γρίπη έφτασε και στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918 και το πρώτο κρούσμα εντοπίστηκε στην Πάτρα. Οι φήμες που κυκλοφόρησαν ήθελαν υπεύθυνα για την εξάπλωση της γρίπης στην Πάτρα, κάποια πακέτα συσκευασμένου καπνού που έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη. Λέγεται ότι ο διευθυντής του καπνοκοπτηρίου της Πάτρας και ορισμένοι εργάτες που ήταν παρόντες κατά το άνοιγμα των πακέτων, νόσησαν και δύο από αυτούς πέθαναν.  

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις»: «Από την Ισπανία περιμένουμε να μας έρθει μια άλλη γρίππη πιο σοβαρή από εκείνη που ξέρουμε, η γρίππη που μαστίζει τώρα τον Ισπανικό στρατό. Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί τρίβουν τα χέρια τους. Αλλά και οι χασάπηδες και οι μανάβηδες κτλ.». Πράγματι στις 31 Ιουλίου αναφέρεται θανατηφόρο κρούσμα της στην Αθήνα. Το δεύτερο κύμα της γρίπης, αυτό που ξεκίνησε τον Αύγουστο και κορυφώθηκε τον Οκτώβριο, τον μήνα με τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως, είναι αυτό που θα χτυπήσει και την Ελλάδα.   

Ένα τηλεγράφημα του γενικού διοικητού της Δυτικής Μακεδονίας αναφέρει: «Επιδημία ενέσκηψεν εις άπασα την περιφέρεια. Οι κάτοικοι αποθνήσκουν καθ' εκάστην κατά δεκάδας ιδίως εις τας περιφερείας Γρεβενών, Σερρών, Καστορίας και Γαιλαρίων. Εις τα Γρεβενά σήμερον απέθανον τρεις χωροφύλακες και ο ανθυπασπιστής Κονταξάκης. Το τέταρτον της όλης δυνάμεως της χωροφυλακής έχει προσβληθή μέχρι στιγμής και πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι». Ήταν Πέμπτη 4 Οκτωβρίου. 

Δύο ημέρες μετά στον Τύπο αναφέρονται και οι πρώτες γενικές οδηγίες πρόληψης από το Ιατροσυνέδριο: «Γαργαρισμούς δι' οξυγονούχου ύδατος και τας αντισηπτικάς εισπνοάς. Πρέπει να αποφεύγουμε τας ψύξεις, την υπερκόπωση και συγκεντρώσεις παντός είδους και να τηρήται η καθαριότης των εσωρούχων και των χεριών». 

Στις 8 Οκτωβρίου τα τηλεγραφήματα στο υπουργείο Εσωτερικών αναφέρουν κρούσματα στα Τρίκαλα, «την Αργολιδοκορινθίαν, την Αχαιολήδια και την Αιτωλοακαρνανίαν». Τα σχολεία κλείνουν σε Δυτική Μακεδονία, Τρίκαλα και Πάτρα κατόπιν διαταγής του υπουργείου Παιδείας.   Αν και δεν γίνεται καμιά αναφορά στον Τύπο για τη γρίπη στην Αθήνα, οι ημερήσιοι θάνατοι –που καταγράφονται επιμελώς μαζί με την αιτία δίπλα στους γάμους– διπλασιάζονται. Στη μακρά λίστα με αίτια όπως γριπώδους βρογχοπνευμονίας, δυσεντερίας, φυματιώσεως, υπάρχουν και δύο μόνο θύματα –στα 70 τους χρόνια– του γεροντικού μαρασμού.   

Στις 16 Οκτωβρίου το υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει ότι στην Πάτρα υπάρχουν πολλοί θάνατοι, στην Αθήνα όμως η γρίπη δεν έχει επιδημικό χαρακτήρα. Παρ' όλα αυτά και για λόγους πρόληψης διατάσσει το κλείσιμο των σχολείων. Σε αντιπαραβολή μάλιστα αναφέρει τα θύματα της Βαρκελώνης σύμφωνα με τον Έλληνα πρεσβευτή εκεί, όπου σε διάστημα 25 ημερών έχασαν τη ζωή τους 5.100 άτομα.   Μόλις δύο ημέρες μετά επιβάλλονται νέα μέτρα. Αναβάλλεται η έναρξη των μαθημάτων του Πανεπιστημίου, κλείνει το Ωδείο, διακόπτονται οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων. 

Κλείνουν τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας, διατάσσεται να ληφθεί πρόνοια για την αραίωση των πελατών των στιλβωτών υποδημάτων και στους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων να επιτρέπουν μόνο τους μισούς θεατές. Επιπλέον δίνονται άδειες για κατ' οίκον νοσηλεία, ενώ γίνεται έκκληση προς το υπουργείο Επισιτισμού για διανομή μεγαλύτερων ποσοτήτων τροφίμων «προς βελτίωση της διαίτης του Λαού». Σύμφωνα με τα τηλεγραφήματα υπάρχουν επίσης κρούσματα στον Βόλο, την Αρτα, τον Τύρναβο και τη Λάρισα, με την Πάτρα να συνεχίζει να βρίσκεται σε έξαρση με 47 θανάτους την ημέρα και τα Ιωάννινα με 40.  

Στις 24 Οκτωβρίου ο υπουργός Εσωτερικών κ. Σίμος σχίζει φάκελο τηλεγραφήματος ενώπιον δημοσιογράφων διαβάζοντας τα ευχάριστα νέα. Βρέθηκε το φάρμακο για την ασθένεια. «Ο ιατρός Σέιλερ εκ Βιέννης δι' ενέσεων σουμπλιμέ (σ.σ. άχνης υδραργύρου) επέτυχε ελλάτωσιν της θνησιμότητος από ογδόντα τοις εκατό στο μηδέν». 

Οι ενέσεις εφαρμόζονται αμέσως: στις 27 Οκτωβρίου ο διευθυντής του Ευαγγελισμού κ. Δεληβάνης δοκιμάζει σε 26 αρρώστους ενέσεις σουμπλιμέ και σαλισυλάτ ντε μερκύρ, με άριστα όπως ανακοινώνει αποτελέσματα, ενώ στις λίστες των πόλεων με το ξέσπασμα της γρίπης προστίθενται Πύργος, Ναύπλιο, Βέροια, Κάλαμος και τα Χανιά.   Αν και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα τα θύματα της ασθένειας από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, βρίσκεται στην κορύφωσή της. 

«Εξακολουθεί να θερίζη και να θερίζη η γρίππη. Θάνατοι επί θανάτων. Κηδείαι επί κηδειών. Πένθη επί πενθών. Σπήτια ρημάζουν, ορφανά απελπίζονται, μη- τέρες κλαίνε, σύζυγοι χηρεύουν. Ερχόμενη δε η εκ της γρίππης αποδεκάτισις μετά τας τόσας θυσίας επί του πολεμικού μετώπου, απλώνει ένα βέλο μαύρο επί της πόλεως», ενώ σε ένα σπάνιο επιτόπιο ρεπορτάζ στην πλατεία Βάθης, έξι μέλη μιας οικογένειας έχουν όλα νοσήσει και ο ιατρός Κοκκάκης αναφέρει ότι στις λαϊκές συνοικίες η γρίπη ρίχνει τον κόσμο κάτω οικογενειακώς και ότι ο ίδιος χρησιμοποιεί για θεραπεία μόνο κοφτές βεντούζες. 

Στη Σκύρο η νόσος χτυπά με σφοδρότητα. Σε συνδυασμό με την ελονοσία κάνει τα περισσότερα κρούσματα θανατηφόρα. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς καταγράφει τα γεγονότα εκείνα στη «Γρίπη στην Σκύρο», ένα σπάνιο για την Ελλάδα χρονικό της νόσου. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου ξεσπά η συμφορά. 

Από τους 3.200 κατοίκους του νησιού στα τέλη Οκτωβρίου οι 3.000 νοσούν. Οι άνθρωποι πεθαίνουν ξαφνικά εκεί που τρώνε, που κάθονται, που προσεύχονται. Μάνες, πατεράδες και γιαγιάδες κουβαλάνε τα φέρετρα των παιδιών, ενώ την άλλη μέρα πέφτουν άψυχοι και εκείνοι.   Μέσα σε μερικές ημέρες το βασικό πρόβλημα είναι το κουβάλημα των νεκρών. Παιδιά μεταφέρονται μέσα σε σκάφες και κοφίνια, κόρες και παλικάρια πάνω σε σκάλες και πόρτες. Το νεκροταφείο γεμίζει, οι εκκλησίες το ίδιο. Δεν έχουν φάρμακα, δεν έχουν τρόφιμα.   

Σύντομα το θανατικό και ο φόβος οδηγούν στην τρέλα και την απελπισία. Ο Κωστής Σφυρίδης, μεγαλονοικοκύρης, γυρνά στους δρόμους με μια τσάντα γεμάτη χιλιάρικα παρακαλώντας για γιατρειά. Κανείς δεν απέμεινε στο σπίτι του και αυτός θα τους ακολουθούσε σύντομα. Ο μήνας που κράτησε η αρρώστια στο νησί κατάφερε και άλλαξε άρδην τις κοινωνικές ισορροπίες. Περιουσίες χάθηκαν, κληρονομιές κερδήθηκαν, σπίτια και ζωές αφανίστηκαν.   

Από τις αρχές του μήνα αρχίζουν τα πρώτα αισιόδοξα τηλεγραφήματα για ύφεση της αρρώστιας. Στις 5 Νοεμβρίου, με εντολή του τοποτηρητή της Ιεράς Συνόδου, γίνεται λιτανεία σε όλους τους ναούς των Αθηνών και περιφορά «ψάλλοντες καταλλήλους τη περιστάσει ευχάς». Στις 15 Νοεμβρίου η γρίπη δεν έχει κανένα κρούσμα στην Πάτρα, την Κέρκυρα, έχει στασιμότητα σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ βρίσκεται ακόμη σε ένταση σε Ανατολική Μακεδονία, Ζάκυνθο, Ηπειρο, Νάξο, Άρτα και τη Σκύρο, χωρίς όμως να μετρά τόσα θύματα. Όπως εύγλωττα γράφει ο Τύπος της εποχής: «Η γρίππη ξεψυχά». 

Η αδυναμία θεραπείας της ισπανικής γρίπης κλόνισε την πίστη των ανθρώπων στην ιατρική. Παράλληλα με τις πρώτες ανακοινώσεις για την απομόνωση και αναγνώριση του ιού και τις προσπάθειες παγκοσμίως για τη δημιουργία εμβολίων (στον Καναδά, την Τυνησία και την Ελβετία), υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια για το ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον πληθυσμό. Σχολιάζει ο αρθρογράφος της «Ακροπόλεως»: «Τίποτα άλλο δεν είναι εις θέσιν να κάμη η Ελληνική Επιστήμη. Α, λησμονήσαμε μίαν δόξαν της. Ο ιατρός Χρ. Κορύδαλος ανακάλυψεν εις τας Πάτρας ότι η γρίππη γράφετται με ένα πη διότι η λέξις παράγεται από τον γρύπον, το ψαράδικο δίκτυο. Οπερ έδει δείξαι».   

Την ταραχώδη περίοδο των θανατηφόρων κρουσμάτων δεν έλειψαν και οι διαφορές μεταξύ γιατρών. Την ώρα που ανακοινώνονταν το ελπιδοφόρο φάρμακο, δημοσιεύσεις καθηγητών το θεωρούσαν αναξιόπιστο. Υπήρχαν όμως και παρουσιάσεις νέων θεραπειών, όπως η νέα μέθοδος τεχνητών αποστημάτων επί του οργανισμού που παρουσιάστηκε στο Α΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο με αποτέλεσμα την τάχιστη ανάρρωση των ασθενών. Τη μέθοδο ανακάλυψε ο στρατιωτικός κτηνίατρος Δ. Μαυρογόνατος. 

Η ισπανική γρίπη πλήττει 
και τη Δυτική Μακεδονία

Το «1918 μην Οκτώβριος» γράφει ο παπα-Γεώργιος Κ. Ντάγκας, σε χωριό των Βεντζίων της Δυτικής Μακεδονίας, «κάνω ενθύμησιν την ασθένεια την μεγάλην όπου υπήρχεν. Eις τους ανθρώπους παρηγορίαν δεν είχεν… σπίτι έπιανε, δεν άφηνε κανένα. Ερήμωσαν σπίτια, μάλιστα και χωριά. Ήταν απελπισία εις τους ανθρώπους. Λοιπόν αυτή [την] ασθένεια την ήφεραν. Οι επιστήμονες ιατροί την ονόμασαν σπανική γρίπη…»

Ενώ σε ένα άλλο έγγραφο, με αναφορά στο χωριό Μοναχίτι Γρεβενών, σημειώνεται ότι «…θερίζει η γρύπη πολλές χιλιάδες ανθρώπους, στις μεγαλουπόλεις… και το Χωριό μας πληρώνει το φόρο της γρύπης, αλλά τα λάχανα που τρώγαμε ίσως συντελούσαν και για φάρμακα, και πέρασαν τα χωριά της υπέθρου λιγότερη μπόρα της πείνας και της γρύπης».

Πρόκειται για μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την ισπανική γρίπη, τη φονικότερη επιδημία του 20ού αιώνα σε όλον τον κόσμο, και συμπεριλαμβάνονται στο πλούσιο υλικό ιστορικής μελέτης που συγκέντρωσε ο δρ Ιστορίας του ΑΠΘ Θανάσης Καλλιανιώτης, με αφορμή την εμφάνιση του κορωνοϊού πριν από περίπου 20 ημέρες στη Δυτική Μακεδονία.

Βάση -εκτός των άλλων- για το συντάκτη της μελέτης υπό τον τίτλο «Η Ισπανική Γρίπη του 1918 στη Μεσημβρινή Δυτική Μακεδονία» υπήρξαν και οι εξιστορήσεις της γιαγιάς του στην Αιανή Κοζάνης (η οικογένεια της οποίας έχασε τότε από τη γρίπη συνολικά 7 άτομα, δύο εκ των οποίων μετανάστες στην Αμερική), αλλά και αρχειακό υλικό, δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, μαρτυρίες, καταγραφές ερευνητών και δημόσια έγγραφα, όπως αυτό του Γενικού Διοικητή Δυτικής Μακεδονίας με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1918, που αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «αποθνήσκουν καθ’ εκάστην κατά δεκάδας ιδίως εις τας περιφερείας Γρεβενών Σερβίων Καστορίας και Γαιλαρίων (Καϊλάρια, παλαιό όνομα της Πτολεμαΐδας)».

Η πρωτόλεια μελέτη ιχνηλατεί την άφιξη της γρίπης το φθινόπωρο του 1918.
Εξετάζει τη διασπορά στη Δυτική Μακεδονία, την αντιμετώπιση από τη διοίκηση, την ιατρική και τη θρησκεία, τα αποτελέσματα του περάσματος και τη φυσική αποδρομή της, σε μια περίοδο αναταραχής λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την παρουσία ξένων στρατευμάτων στην περιοχή, μόλις 6 χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.

«Η ισπανική γρίπη φαίνεται πως πέρασε σαν αερικό χωρίς να ακουμπήσει τις μνήμες των ανθρώπων, μιας και τον χώρο τους καταλάμβαναν τότε άλλα, πιο φοβερά συμβάντα όπως το αίμα κι ο πόλεμος και έφυγε επίσης δίχως να ερεθίσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, παλαιών και νέων. Μόνον με την εμφάνιση του νέου ιού γράφτηκαν ορισμένα κείμενα» σημειώνει στον πρόλογο της μελέτης του ο κ. Καλλιανιώτης.

Ο κορωνοϊός, που υπήρξε η αφορμή για το δρα Ιστορίας, εμπόδισε την έρευνα για τη γρίπη, καθώς, όπως αναφέρει ο κ. Καλλιανιώτης, λόγω των προληπτικών μέτρων που εφαρμόζονται αυτήν την περίοδο οι δημόσιες υπηρεσίες έκλεισαν για το κοινό. Κατά συνέπεια, «απετράπη μεγαλύτερη πρόσβαση σε επιπλέον αρχειακό και έντυπο υλικό και σε πιο ασφαλή δεδομένα, και γι’ αυτό δεν επιχειρήθηκαν και συγκρίσεις με τη νέα επιδημία».

Ένα από τα συμπεράσματα που εξάγεται αβίαστα από τα στατιστικά στοιχεία της μελέτης είναι ότι το Βόιο (στην περιοχή του οποίου επιβλήθηκε πρόσφατα η πρώτη καραντίνα στα χωριά Δαμασκηνιά και Δραγασιά λόγω εμφάνισης κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού), η Καστοριά, η Κοζάνη, η επαρχία Εορδαίας, η Φλώρινα είναι οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας που έπληξε η γρίπη του ’18, η οποία σάρωσε την υφήλιο και προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς σε όλη την ελληνική επικράτεια και 50-60 εκατομμύρια νεκρούς (κατ’ άλλους, 100 εκατομμύρια) σε όλον τον κόσμο.

Η συγκεκριμένη μελέτη καταγράφει 4.336 νεκρούς στη Δυτική Μακεδονία, σημειώνοντας όμως ότι άλλες πηγές αναφέρονται σε τριπλάσιο αριθμό θυμάτων, πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας και μετέπειτα κύματα της γρίπης ή θανόντες από άλλες λοιμώξεις.

Τα πρώτα κρούσματα φαίνεται να κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή αρχές Οκτωβρίου του 1918 και η τοπική εφημερίδα «Ηχώ της Μακεδονίας» δημοσίευε καθημερινά αριθμούς θυμάτων από την Κοζάνη και τις άλλες επαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας.

Από πού όμως «έφθασε στην περιοχή ο ιός, όταν η ύπαιθρος ήταν κάπως απομονωμένη από τα μεγάλα αστικά κέντρα»;
«Πότε ήρθε»;
«Πώς εξαπλώθηκε»;
«Συνήργησε πράγματι στο σταμάτημα της εξάπλωσης στην πόλη της Κοζάνης (και στην επαρχία) η ευλογία των οστών του Οσίου Νικάνορα»;
«Ποιος ήταν ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων» και «πως αντιμετωπίστηκε από τις αρχές»;
Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα για τον ιό της γρίπης στη Δυτική Μακεδονία, στις απαντήσεις των οποίων επικεντρώνεται η μελέτη.

Αν και από τα δημοσιεύματα της εποχής φαίνεται ότι αρχικά είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος της πανδημίας και τον Ιούνιο του 1918 ο Τύπος των Αθηνών αστειευόταν με την ισπανική γρίπη χαρακτηρίζοντάς την «επιδημία της μόδας», η μελέτη αποκαλύπτει ότι 102 χρόνια πριν είχαν ληφθεί μέτρα, με τα οποία επιχειρήθηκε η διακοπή μετάδοσης της ισπανικής γρίπης, με σημαντικότερο το κλείσιμο των σχολείων επί 46 ημέρες στο χρονικό διάστημα των 4 μηνών (Σεπτ.-Δεκ. 1918) που διήρκεσε η επιδημία.

Ο τοπικός Τύπος εγκωμιάζει τον τότε γενικό διοικητή της περιοχής που «προέλαβεν την επίφοβον επέκτασιν της θανατηφόρας νόσου προμηθεύοντας τα κατάλληλα φάρμακα και προσκαλώντας επί τόπου ειδικούς ιατρούς», ωστόσο -σύμφωνα με τον κ. Καλλιανιώτη- δεν έχει εξακριβωθεί τι ακριβώς έπραξε εκτός από την αναμετάδοση εντολών για ιατρικού είδους συμβουλές όπως: γαργαρισμούς του στόματος με οξυγονούχο νερό, αποφυγή εντεύξεων παντός είδους και μη συγχρωτισμό με όποιον έχει συμπτώματα γρίπης (χωρίς να ληφθούν άλλα μέτρα), καθαριότητα χειρών και εσωρούχων και καθαριότητα ή και απολύμανση όσων σπιτιών είχαν προσβληθεί από τη γρίπη.

Τα περισσότερα από τα συνιστώμενα, όπως σημειώνει ο κ. Καλλιανιώτης, ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν είτε γιατί κόστιζαν είτε γιατί δεν υπήρχαν υποδομές και υλικά ώστε να τηρηθούν.

Ως καταληκτικό συμπέρασμα στην 33 σελίδων μελέτη (συμπεριλαμβανομένης της βιβλιογραφίας) αναφέρεται ότι «η ισπανική γρίπη είχε έρθει από τις μεγαλουπόλεις μέσω του σιδηροδρόμου το φθινόπωρο του 1918 στη λεκάνη της Εορδαίας. 

Εξαπλώθηκε ταχύτατα στις πόλεις και την ύπαιθρο χωρίς να διακρίνει ηλικία, γλώσσα, θρησκεία, κοινωνική ομάδα και οικονομική επιφάνεια. Στο πεδίο απόκρουσής της προσήλθαν η Ιατρική του τόπου και της περιφέρειας, η υπό γαλλική επιστασία ελληνική Διοίκηση και η Θρησκεία. Τον πιο βασικό, όμως, ρόλο έπαιξε μάλλον η Φύση, η οποία απεδίωξε την επιδημία επιτρέποντάς την να εξαρθεί επί έναν περίπου μήνα, όπως προφανώς συνέβαινε και παλαιότερα από άλλες αντίστοιχες επιδημίες που έρχονταν και παρέρχονταν ανερώτητα».

«Από την ίδια την ισπανική γρίπη ή τις υποτροπές άλλων υποκείμενων νοσημάτων», υπογραμμίζει ο κ. Καλλιανιώτης, «χάθηκαν στο (σημερινό) νομό Κοζάνης περίπου χίλιοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πενταπλάσιοι αντίστοιχοι στη Δυτική Μακεδονία. Οι άνθρωποι εξόρκισαν το κακό οικοδομώντας μεγαλοπρεπείς ναούς και σύγχρονα θεραπευτήρια, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πλήθυνε, αυξήθηκαν οι κανόνες υγιεινής και προστασίας, υπερβολικά κάποτε οι τελευταίοι, αλλά οι επιδημίες δεν τελεύτησαν. Εμφανίζονται περιοδικά, όπως περιοδικοί είναι και οι αντίπαλοί τους, οι άνθρωποι».


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Μαΐου 2020, αρ. φύλλου 1030.
Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ