3.11.20

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το τοξωτό γεφύρι



Ήμουν η Βενιαμίν της οικογένειας. Και το τονίζω: Η Βενιαμίν, όχι ο Βενιαμίν. Η Βενιαμίνα της ευρύτερης οικογένειας. Τουτέστιν το μικρότερο αδέρφι -από άλλα δύο- και ξαδέρφι ανάμεσα σε έξι από τη μεριά της μαμάς, δέκα από τη μεριά του πατέρα! Που βέβαια, είχαν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία της χώρας, ή μάλλον του ορίζοντα. Μια φορά ωστόσο, κάθε πέντε χρόνια μαζεύονταν όλοι στο χωριό.  Η μαμά στην άλλη άκρη του χωριού είχε το πατρικό της· ένα τεράστιο τσελιγκάδικο με δωμάτια μπόλικα για να φιλοξενήσει όσους απογόνους αποφάσιζαν να καταφθάσουν την ίδια περίοδο του καλοκαιριού. Βλάχικο αντάμωμα, όπως λένε. Τότε ήταν που ένιωθα έντονα τον όρο Βενιαμίν της οικογένειας. Και ήμουν η αδυναμία του μικρότερου αδελφού του πατέρα· εργένη από πεποίθηση και ιδιοκτήτη του πατρικού τους σπιτιού, το οποίο είχε μετατρέψει σε ευρύχωρο ξενώνα εξοχής. Τον καιρό του ανταμώματος εκεί φιλοξενούνταν όλοι και, όπως ήταν φυσικό έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ο θείος πάντως, είχε φροντίσει να έχω ειδικά εγώ, έναν δικό μου χώρο για παιχνίδι, ακριβώς πίσω από τον ξενώνα. Μια γωνιά στο υπόστεγο όπου αποθήκευαν τα ξύλα για το τζάκι. Προφυλαγμένο από τον ήλιο αλλά και  από αέρα ή βροχή, πρόσφερε μια χαρά “σπιτικό” για τα παιχνίδια μου. Είχε δε απαγορεύσει σε όλα τα άλλα ανίψια να καταπατούν την ιδιοκτησία μου χωρίς να μου ζητήσουν την άδεια. Όχι ότι ενδιαφέρονταν κιόλας. Μόνο όταν ήθελαν να με πειράξουν έκαναν εφόδους. Οι τσιρίδες μου αναστάτωναν τότε όλο το οικοδόμημα και τους ενοίκους του· ο θείος έτρεχε για βοήθεια. «Αφήστε ήσυχη την Βενιαμίνα μου» έλεγε και κατσάδιαζε τους εισβολείς. Με έσφιγγε τότε στην αγκαλιά του, ενώ οι άλλοι απομακρύνονταν χασκογελώντας από το κάστρο μου, λέγοντας: «Βενιαμίν εγώ, Βενιαμίνα εσύ. Μόνο που δεν θα αφήσω κανέναν να σε πληγώσει όπως πλήγωσαν εμένα».

Ήξερα πως η γιαγιά μου πέθανε, όταν ο θείος ήταν μόλις πέντε ετών. Ήταν εκείνη που πρώτη τον αποκάλεσε Βενιαμίν και λίγο πριν πεθάνει είπε πως το όνομά του σήμαινε γιος της οδύνης στα Εβραϊκά. Έτσι είχε ονομάσει η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, τον μικρό της γιο. Βενονί. Μου άρεσε πολύ, όταν ο θείος άρχιζε να μου αφηγείται για τα “οδυνηρά”  παιδικά του χρόνια, μα ποτέ μου δεν είχα καταλάβει γιατί τα αποκαλούσε έτσι. Όπως προανέφερα, δεν μου χαλούσε ποτέ χατήρι. Είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική αλλά πολύ γρήγορα έκλεισε το γραφείο, αν και το μέλλον του διαγραφόταν λαμπρό, εγκατέλειψε την πόλη και εγκαταστάθηκε στο χωριό. Φρόντισε πρώτα να ξαναζωντανέψει τα κτήματα του παππού. Στη συνέχεια μετέτρεψε το πατρικό σε ξενώνα και έτσι βρήκε το νόημα της ζωής, έλεγε. 

Στο υπόστεγο είχα αρχίσει να κατασκευάζω ένα γεφύρι με λυγαριές, πέτρες και λάσπη από το κοκκινόχωμα που κάλυπτε τις άκρες του ρέματος, λίγο πιο πέρα από το κτήμα του θείου. Μου είχε κολλήσει η ιδέα από τότε που είχαμε επισκεφτεί με τον ίδιο και τη μαμά το τοξωτό γεφύρι στην Κόνιτσα. Προχωρούσα με αργούς ρυθμούς· έπρεπε να προσέχω την κάθε λεπτομέρεια. Σχεδίαζα να κάνω έκπληξη στον θείο και να του παρουσιάσω το «αρχιτεκτόνημά» μου την ημέρα των γενεθλίων του. Άλλωστε, τη μέρα εκείνη θα μαζευόταν όλο το συγγενολόι. Θα κατέφθανε και ο πατέρας από το ταξίδι του στο εξωτερικό, τις πρωινές ώρες. Απασχολημένοι όλοι με τις ετοιμασίες της γιορτής και το δικό μου γεφύρι -καμάρι μου- στεκόταν ήδη έτοιμο για τη μεγάλη μέρα των εγκαινίων. Για να το φυλάξω από κάθε αδιάκριτο βλέμμα, το κάλυψα με ένα παλιό σεντόνι και έβαλα μπροστά μερικά κούτσουρα από τον διπλανό σωρό. Αργά το βράδυ άρχισαν τα μπουμπουνητά και οι αστραπές. Η μπόρα πλησίαζε στο κτήμα απειλητική. Ανήσυχη, θέλησα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο έργο μου· μήπως και δεν το είχα καλύψει αρκετά μήπως και χρειαζόταν μεγαλύτερη προστασία. Οι πρώτες χοντρές σταγόνες έπεφταν ήδη. Μια δυνατή λάμψη με τύφλωσε. Αντίκρισα τότε, μόλις έστριψα προς την πίσω μεριά του υπόστεγου, ακριβώς μπροστά από τα κούτσουρα, δύο φιγούρες να προχωρούν προς το γεφύρι μου. Διέκρινα τις σιλουέτες της μαμάς και του θείου σφιχταγκαλιασμένες. Κοκάλωσα...

Από ποια οδύνη ήθελε να με προφυλάξει ο Βενιαμίν; Έζησε άραγε, παρόμοια σκηνή με τη δική του μάνα; Γι αυτό και τον είχε αποκαλέσει Βενονί; 

Το τοξωτό μου γεφύρι το γκρέμισα πρωί-πρωί την ημέρα των γενεθλίων του. Και ανακοίνωσα σε όλους πως είχα μεγαλώσει πια αρκετά για να με φωνάζουν Βενιαμίνα.


Φωτογραφία: Joseph von Führich (1800-1876), Ο Ιακώβ συναντά την Ραχήλ, με το κοπάδι του πατέρα της (1836) λεπτομέρεια. Αυστριακή Πινακοθήκη Μπελβεντέρε, Βιέννη (Österreichische Galerie Belvedere). Επεξεργασμένη φωτογραφία από την Bridgeman Art Library Λονδίνου.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Μαρτίου 2020, αρ. φύλλου 1025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ