24.2.21

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Νεαρή πολεμίστρια

Εφτά χρονών κοριτσάκι ήταν όταν έζησε τον θάνατο του αδερφού της Βασίλη. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι, μια νύχτα αφέγγαρη και σκοτεινή, μόλις είχε βγει από την Τρίπολη, την κοντινή τους πόλη, και σε συνάντηση με το πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Νικήτα προμηθεύτηκε το όπλο που του χρειαζόταν για να πολεμήσει κι αυτός τον Τούρκο κατακτητή. Τόσα πολλά χρόνια οι Τούρκοι διαφέντευαν τον τόπο και τους συμπατριώτες του, δεν άντεχε άλλο.

Τους αντιλήφθηκαν, λοιπόν, οι Τούρκοι που περιπολούσαν έξω από την Τρίπολη και βρέθηκαν στο σημείο της συνάντησης κι ας είχαν πάρει απαραίτητες προφυλάξεις οι δυο Γραικοί. Το παλικάρι του καπετάν Νικήτα γλίτωσε, ο Βασίλης όχι. Όταν τον έφεραν στο χωριό, η μικρή Διαμάντω έζησε και τον σπαραχτικό θρήνο και την ταφή του. Τα έζησε και τα θυμόταν ως να κλείσει τα μάτια της για πάντα. Ο πόνος του αδερφού είναι αξεπέραστος, το ξέρει όποιος έχασε αδέρφι.

Στα δεκάξι της χρόνια έγινε η άλωση της Τριπολιτσάς. Κοντά στην πόλη βρισκόταν το χωριό της, είδε πράγματα, έμαθε περισσότερα. Μα απ’ όλα όσα είδε θαμπώθηκε με κάτι που έγινε αμέσως μετά που η πνιγμένη στο αίμα Τριπολιτσά πέρασε στα χέρια των Ελλήνων, αφού οι Τούρκοι αυτής της πόλης πλήρωσαν τα απωθημένα των επί τέσσερις ολόκληρους αιώνες σκλαβωμένων Ελλήνων. Αμέσως μετά τη μάχη, οι νικητές έχασαν από τα μάτια τους τον αρχηγό τους. Ήταν ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης η αιτία της νίκης, ο Έλληνας που ήξερε να εμψυχώνει τους σκλαβωμένους όσο λίγοι, αυτός που τα λόγια του είχαν γίνει ευαγγέλιο και μεταφέρονταν από χείλη σε χείλη στον πονεμένο, αλλ’ όχι απελπισμένο κόσμο των Γραικών: «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του και δε θα την πάρει πίσω» έλεγε και ο τρόπος του, μα προπαντός η πίστη του, έπειθαν και τον πιο δύσπιστο πως έτσι θα γινόταν. 

Έλεγε, όμως, και κάτι ακόμα: «Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν», κι επειδή ήταν αυτός που το ‘λεγε, θαρρείς κι ένας άνεμος τρέλας πήρε να φυσάει πάνω από τη σκλαβωμένη Ελλάδα και φυσούσε προπαντός μες στα μυαλά των Ελλήνων που ένιωθαν πια πως δεν αντέχουν άλλο τη σκλαβιά. Το έμαθαν όλοι, λοιπόν, πως ο Κολοκοτρώνης άφησε τους Έλληνες να γλεντούν μεθυσμένοι από τη μεγάλη νίκη και χάθηκε. Εκείνη την τόσο πολυπόθητη στιγμή, ο νους του πήγε στη χήρα του συμπολεμιστή του, του γενναίου κι αδικοχαμένου Δεληγιάννη κι ένιωσε την αβάσταχτη ανάγκη να πάει να την επισκεφτεί. Έτσι βρέθηκε στο σπίτι του ήρωα, γεμίζοντάς το με την έντονη παρουσία του, κι έτσι τον είδε η νεαρή Διαμάντω και θαμπώθηκε.

Πολλές νύχτες πέρασε το κορίτσι χωρίς να κλείσει μάτι. Από την πρώτη στιγμή που είδε τον στρατηγό μια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό της: πώς θα τα κατάφερνε να πάει να πολεμήσει. Τόξερε πως δε θάταν εύκολο να γίνει τούτη η επιθυμία της πραγματικότητα: μήτε η οικογένειά της θα την άφηνε, κορίτσι πράμα, να λάβει μέρος στον πόλεμο μήτε θα βρισκόταν εύκολα πολεμιστής που θα δεχόταν να την πάρει στην ομάδα του. Όμως δε θα ησύχαζε αν δεν το κατάφερνε. Ώσπου μια νύχτα βρήκε τον τρόπο: θα ντυνόταν τα ρούχα του Βασίλη και σαν άντρας θα παρουσιαζόταν στους πολεμιστές. 

Δεν άργησε να το κάνει. Όταν έκοψε τα μαλλιά της, η οικογένειά της αντέδρασε, όπως το περίμενε. Αντέδρασε όμως πολύ περισσότερο όταν τους είπε τον λόγο. Τον σκοτωμένο αδερφό της Βασίλη επικαλέστηκε και πως ήθελε να πολεμήσει στη δική του θέση. Όχι πως αυτό έκανε ευκολότερα τα πράγματα, αλλά οι δικοί της, βλέποντας το πείσμα και την αποφασιστικότητά της, είδαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο απ’ το να υποχωρήσουν. Κι υποχώρησαν. Στους πολεμιστές παρουσιάστηκε σαν άντρας. Λεπτοφτιαγμένη καθώς ήταν, έγινε το πράγμα ευκολότερο. Φόρεσε ρούχα σαν τα δικά τους, δοκιμάστηκε όπως είχαν κι αυτοί δοκιμαστεί, τα πήγε περίφημα. 

Η Διαμάντω πολεμούσε στο πλάι τους τόσο γενναία που κανείς δεν την υποψιάστηκε. Το ‘δωσε, μάλιστα, ο Θεός να μην τραυματιστεί ποτέ σοβαρά ώστε να χρειαστεί να τη φροντίσουν και να καταλάβουν. Μια φορά μονάχα τη χτύπησε βόλι εχθρικό, αλλά ευτυχώς, ήταν στο χέρι. Έτσι δεν την κατάλαβαν.

Το σπουδαίο αυτό κορίτσι έμεινε να πολεμάει γενναία ως το τέλος της Επανάστασης, που δεν άργησε να ‘ρθει. Φανερώθηκε σε μιαν ιδιαίτερη στιγμή. Αγώνες έκαναν τα παλικάρια σε στιγμή όπου χαλάρωναν, αγώνες για να περάσουν την ώρα τους, να χαμογελάσει το πικραμένο από τις μάχες χειλάκι τους, που μόνο σαν νικούσαν χαμογελούσε πλατιά. Τέντωσε η Διαμάντω το τόξο να σημαδέψει τον στόχο, σ’ έναν τόπο γεμάτο δέντρα, κι από την προσπάθεια φάνηκε η θηλυκότητα που έκρυβε τόσα χρόνια. Οι άντρες πισωπάτησαν, βλέποντας τα κρυμμένα σημάδια της, έκπληκτοι από την αποκάλυψη. Πώς γινόταν ο μέχρι τώρα άξιος συμπολεμιστής τους να ‘ναι γυναίκα και να μην το ‘χουν καν υποψιαστεί;

Η άξια Ελληνίδα γύρισε στο χωριό της περήφανη και τιμημένη. Κρέμασε τα όπλα της στον τοίχο του σπιτιού της κι ακολούθησε τη μοίρα των γυναικών: παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, αξιώθηκε ν’ αποκτήσει κι εγγόνια, που τα μεγάλωσε όλα τους με το ίδιο παραμύθι: την ιστορία της ηρωικής ζωής της που με παραμύθι έμοιαζε, μόνο που δεν ήταν… 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Ιουλίου 2020, αρ. φύλλου 1040

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος24/2/21

    Φτού κακά,α,πα,πα,πα,τέτοια κείμενα πατριωτικά με την μικρή ελληνοπούλα πολεμίστρια,πατρίδες,κατακτητές,
    νίκη,γενναιότητα...δηλαδή σαν να λέμε λιβάνι στον εξωαπόδω.
    Οι ελληνόφωνοι γραικύλοι που μισούν ότι εθνικό θα βγάλουν καντήλες με τέτοιο κείμενο....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ