22.1.23

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το αμίλητο νερό


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Χρυσούλα Πατρώνου


Κλήδονας ήταν και όλα τα κορίτσια της γειτονιάς είχαμε μαζευτεί στην αυλή του αρχοντόσπιτου για να τον γιορτάσουμε.


Πώς μου ήλθε αυτή η εικόνα; Πώς, χωρίς καλά-καλά να έχω ανοίξει τα μάτια μου, παρουσιάστηκε μπροστά μου η μορφή της; Διπλωμένη στα δυο, ντυμένη —πώς αλλιώς;— στα κατάμαυρα, τα χέρια ίδια τσάκανα, να μας κοιτάζει από το κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε στο υπόγειο και να μας κάνει νόημα να πλησιάσουμε. Λίγα μέτρα ψηλότερα, στην επιβλητική εξώθυρα του σπιτιού, στεκόταν μία άλλη μορφή: η νοικοκυρά, με το μεταξωτό, πορφυρό φόρεμα, τα δάχτυλα με τα κόκκινα νύχια γεμάτα δαχτυλίδια, χείλη βαμμένα στην απόχρωση του φορέματος και σκουρόξανθο μαλλί μιζανπλί, γύρισε για μια στιγμή το κεφάλι, μας χαμογέλασε, πέταξε ένα «φεύγω, ε;» και κατέβηκε καμαρωτή τη σκάλα μέχρι την καγκελόπορτα, όπου περίμενε ήδη το ταξί. Απογευματινή, επίσημη έξοδος για την κυρία.

Κλήδονας ήταν και όλα τα κορίτσια της γειτονιάς είχαμε μαζευτεί στην αυλή του αρχοντόσπιτου για να τον γιορτάσουμε. Η κόρη της νοικοκυράς, αρκετά πιο μικρή, μας είχε παρακαλέσει να στήσουμε το δέντρο στην αυλή της. Δεν της επέτρεπαν να απομακρυνθεί από τα όρια του περίφρακτου κήπου και την επίβλεψη της γριάς θείας. Σε μια τέτοια πρόσκληση, δεν έλεγες εύκολα «όχι». Πρώτον, ο χώρος ήταν ιδανικός για το στήσιμο του κλήδονα, δηλαδή του κλαδιού της βατσινιάς που είχαμε φροντίσει να πριονίσουμε από τον πελώριο θάμνο στο πρανές, έξω από την είσοδο της πόλης. Αρκετά ψηλός ο τοίχος της αυλής, άρα καμία ορατότητα από τον δρόμο, όπου καραδοκούσαν τα αγόρια της γειτονιάς για να «τρυγήσουν» όλους τους καρπούς που θα κρεμούσαμε στα κλαδιά του. Δεύτερον, η κόρη του σπιτιού είχε υποσχεθεί να μας προμηθεύσει με όλα τα εποχικά φρούτα για να φτιάξουμε έναν πολύ πλούσιο κλήδονα. Αν δεν υπήρχε αυτή η γενναιόδωρη προσφορά, θα περιοριζόμασταν μόνο στα άγουρα ρείκια και βερίκοκα των δέντρων των κήπων μας. Και τρίτον και σπουδαιότερο, θα είχαμε την «προστασία» της ηλικιωμένης θείας. Αν τολμούσαν, ας πλησίαζαν οι μάγκες, τόσο της δικής μας γειτονιάς όσο και άλλων, πιο μακρινών. Είχε γίνει παράδοση τα τελευταία χρόνια, να επιτίθενται σε κλήδονες και να τους αφαιρούν από το «περιεχόμενό» τους, πόσο μάλλον, όταν ήταν πανάκριβα ακόμη φρούτα, όπως κεράσια, ώριμα βερίκοκα και ροδάκινα. Αυτά τα αγόραζαν στην αρχή της ωρίμανσής τους μόνο οι πλούσιοι, οι άρχοντες της πόλης.

Να ‘μαστε, λοιπόν, με τα γιορτινά μας φορέματα, με φιογκάκια τούλινα, φτιαγμένα από μπομπονιέρες γάμων, τις οποίες συλλέγαμε όλο τον χρόνο, και με το κλωνάρι του κλήδονα να το σέρνουμε προσεκτικά πίσω μας —μην τυχόν και πιαστούν από τα αγκάθια του τα ρούχα μας—, να καταφθάνουμε νωρίς το απόγευμα στην κλειστή, σιδερένια καγκελόπορτα της μικρής οικοδέσποινάς μας. Η ηλικιωμένη θεία είχε ενημερωθεί εγκαίρως και είχε φροντίσει ήδη να ελευθερώσει τον σύρτη για να μπούμε.

Τότε μας έκανε το νόημα να πλησιάσουμε. Εκεί, στο υπόγειο, όπου είχαν φροντίσει να της ετοιμάσουν μια όμορφη γωνιά για να μένει, είχε φυλαγμένα τα πολύχρωμα φρούτα για τη γιορτή μας. Ανεβήκαμε προσεκτικά την εξωτερική, πέτρινη σκάλα μέχρι το πρώτο πλατύσκαλο όπου, στρίβοντας αριστερά, βρεθήκαμε στην ξύλινη εξώπορτα του ισογείου. Στο επίσης πέτρινο πεζούλι μας υποδέχτηκε ένα πανέρι γεμάτο με λαχταριστά φρούτα. Και η θεία με ένα χαμόγελο όλο αγάπη. «Άντε, καλό στόλισμα και να περάσετε καλά! Για να δούμε ποια θα καταφέρει να φέρει το αμίλητο νερό. Κάτι της έχω φυλαγμένο. Δώρο από την οικοδέσποινα!».

Το αμίλητο νερό… Τότε άρχιζαν τα δύσκολα. Με έναν μαστραπά στο χέρι η κάθε μία κινήσαμε για τη λίμνη, αρκετά στενά πιο κάτω. Από κει έπρεπε να φέρουμε νερό. Όποια κατάφερνε να το φέρει μέχρι την αυλή χωρίς να χυθεί σταγόνα, χωρίς να μιλήσει ούτε καν να στρέψει το κεφάλι της δεξιά ή αριστερά, θα ήταν εκείνη που θα κέρδιζε το δώρο. Λαχταρούσα τόσο πολύ να το αποκτήσω —το φανταζόμουν σαν κάτι περιούσιο, μοναδικό—, ώστε είχα αφοσιωθεί εντελώς στην επίτευξη του στόχου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν να γίνουμε αντιληπτές από κάποιο αγόρι. 

Με όση προσοχή και αφοσίωση μπορούσα και χωρίς να ταλαντεύομαι στο ανώμαλο, ανηφορικό μονοπάτι, κατάφερα να φτάσω πρώτη στον κήπο. Εκεί είχαμε ήδη τοποθετήσει το πελώριο γκιούμι όπου θα αδειάζαμε το λιμνίσιο, αμίλητο νερό. Περίμενα και τις άλλες, ενώ η μικρή οικοδέσποινα, εκστατική, μαγεμένη θαρρείς, παρακολουθούσε την κάθε μας κίνηση. Αυτή θα ήταν ο κριτής για την τέλεια εκτέλεση της τελετουργίας και την απονομή του δώρου. Μέσα σε λίγα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας ολόκληρος, συγκεντρωθήκαμε όλες με τους γεμάτους μαστραπάδες. Δύο είχαν ήδη αποκλειστεί, διότι τόλμησαν να χαμογελάσουν μόλις έφτασαν στην είσοδο.

Τον μεγάλο αδελφό της οικοδέσποινας δεν είχαμε υπολογίσει ως δολιοφθορέα. Κατέφθασε με την παρέα του από το πίσω μέρος της αυλής, χίμηξαν στο πανέρι με τα φρούτα και, παρά τις φωνές της θείας από ψηλά, άδειασαν πάνω στον στολισμένο κλήδονα όλους τους μαστραπάδες. Δεν προφτάσαμε να βγάλουμε λαλιά. Πρώτη η μικρή μας οικοδέσποινα άρχισε να κλαίει γοερά, να απειλεί τον αδελφό ότι θα τα πει όλα στη μαμά. Αυτός, ωστόσο, είχε γίνει καπνός μαζί με τα άλλα αγόρια.

Αμίλητες πήραμε τον δρόμο για το σπίτι της η καθεμιά. Ο άτακτος αδελφός τιμωρήθηκε με εγκλεισμό στο σκοτεινό υπόγειο, δίπλα στην κατοικία της θείας, επί δύο ολόκληρα μερόνυχτα. Το δώρο, ένα μεταξωτό, χρυσοκέντητο μαντήλι, μπήκε πάλι στο συρτάρι με τα κεντήματα, κατά τα λόγια της μικρής μας φίλης. Για του χρόνου…

24 Ιουνίου σήμερα, ακούω στο ραδιόφωνο, ημέρα κλήδονα…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Ιουνίου 2022, αρ. φύλλου 1129.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ