6.1.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Αναζητώντας τα αληθινά Χριστούγεννα

Τα οποία ελληνικά Χριστούγεννα δε θα αναζητούσα, αν δε μεσολαβούσε πριν από αρκετά χρόνια μια εκπομπή. Δε θα τα αναζητούσα, γιατί σε κανένα από τα σχολεία όπου φοίτησα -απ’ όσο θυμάμαι τουλάχιστον- δε μας έγινε νύξη για το τι έκρυβαν μέσα τους αυτά τα Χριστούγεννα. Το πολύ πολύ κάποια εξωτερικά τους χαρακτηριστικά συναντήσαμε τις φορές που ασχοληθήκαμε μ’ αυτά. Τίποτε, όμως, από τη βαθύτερή τους ουσία, τους συμβολισμούς, τους οποίους ούτε που υποψιαζόμασταν.

Από κείνη τη συγκλονιστική για μένα εκπομπή, που ήταν μια απίθανη αποκάλυψη, δεν έπαψα να γυρεύω το τι κρύβεται πίσω από τους τύπους. Και να νιώθω…
Να νιώθω πολλά. Πάνω απ’ όλα, όμως, την απογοήτευση για τον Έλληνα που επιμένει να γλυκαίνεται και να μεθάει με «το τρελό νερό», σύμφωνα με το βαθύτατο γνώστη της ελληνικότητας και μεγάλο μας συγγραφέα Φώτη Κόντογλου, που έτσι μιλάει για την ξενομανία των Ελλήνων. Κι είναι αυτή τους η ξενομανία η αιτία που με κάνει να τους φαντάζομαι σαν κάποιους ιθαγενείς που ξεπουλάν τους θησαυρούς τους σε ξένους που τους πουλάνε ψεύτικο χρυσάφι γι’ αληθινό. Κι αυτό που φαντάζομαι δεν απέχει, δυστυχώς, από την πραγματικότητα, την οποία περιγράφει αφοπλιστικά η συγχωριανή μας κ. Αν. Αντωνίου, πολύτιμη αρωγός του σχολείου, όταν αυτό ψάχνει πράγματα που έχει σκεπάσει ο χρόνος:
«Έπεσαν κι αυτά (τα παραδοσιακά μαυροβινά κάλαντα) θύματα της εξέλιξης. Σαν τα παλιά αντικείμενα αξίας, κάτι μπρούτζινα κηροπήγια, κάτι κούπες κρυστάλλινες, τα ποτήρια τα σγουρά που κερνούσαμε το γλυκό του κουταλιού, παλιές εικόνες που είχαν ξεθωριάσει, λάμπες μπρούτζινες,…Τα δίναμε στους γυρολόγους και παίρναμε καινούρια πράγματα. Σπάσιμο θέλει το κεφάλι μας. Εδώ και αρκετά χρόνια το έχω καταλάβει βέβαια. Και το ‘χω μετανιώσει πικρά…»

Καταλαβαίνετε όλοι πως το θέμα που θέτω σήμερα με απασχολεί κάθε χρόνο, μόλις αρχίζει να κυριαρχεί γύρω μας η περίφημη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Δηλαδή από τις αρχές Νοεμβρίου ή ακόμα και πριν τελειώσει ο Οκτώβριος κάποιες φορές και κρατάει ενάμιση ή και δύο μήνες. Όλο αυτό το βιώνει ο καθένας μας διαφορετικά, ο σκοπός του, όμως, είναι ο ίδιος : η αύξηση της κατανάλωσης, το ξόδεμα περισσότερων χρημάτων. Και φαίνεται πως ο στόχος επιτυγχάνεται, αν κρίνουμε από τις έρευνες που μιλούν για ένα 75% των Ελλήνων που αγνοούν πόσα καταναλώνουν γιατί χάνουν εντελώς τον έλεγχο και από τον αριθμό εκείνων που καταφεύγουν σε εορτοδάνεια, για να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες που έχουν ή –στις περισσότερες περιπτώσεις-νομίζουν πως έχουν να καλύψουν.
Γιατί ασφαλώς και ο καθένας θέλει τις γιορτές να τις ζει αλλιώτικα από τις καθημερινές του. Αλλά αλίμονο αν δεν έχει παλέψει στο μεταξύ να μετατρέψει την καθημερινότητά του σε μια γιορτή ∙ μια γιορτή όχι με την έννοια της διασκέδασης (υποχρεωτικά στα μπουζουκομάγαζα που θα έχουν πάλι την τιμητική τους ανεξάρτητα από την οικονομική κρίση που περνάμε), αλλά με την έννοια του συνδυασμού της με την ποιότητα σε ό,τι κι αν αυτή –η καθημερινότητα- περιλαμβάνει.

Πάρτε για παράδειγμα τις επισκέψεις που κάνουν αυτές τις μέρες οι πολιτικοί μας στα διάφορα ιδρύματα. Σου δίνουν την εντύπωση πως αυτά μόνο αυτές τις μέρες υπάρχουν. Έχεις την αίσθηση πως για τους πολιτικούς μας όλοι αυτοί οι αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας μόνο αυτές τις λίγες μέρες υπάρχουν. Αυτές τις μέρες που εντελώς άθελά τους θα παίξουν το παιχνίδι των άλλων, καθώς θα προβληθούν από τα Μ.Μ.Ε. οι φιλανθρωπικές τους επισκέψεις και μαζί μ’ αυτές θα προβληθούν και τα φιλανθρωπικά τους αισθήματα. Και καθόλου δε θα σκεφτόμασταν έτσι, αν τους βλέπαμε να κάνουν ουσιαστικές προσπάθειες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου για να καλυτερέψουν τη ζωή αυτών των ανθρώπων που υποφέρουν περισσότερο.

Και για να μη μιλάμε μόνο για τους άλλους, κάπως έτσι κινούνται και οι περισσότεροι από μας. Αυτές τις μέρες του χρόνου μονάχα τις μετατρέπουμε σε μέρες αγάπης. Κυρίως για τους δικούς μας ανθρώπους, που τους γεμίζουμε με δώρα που συνήθως δεν έχουν ανάγκη, έτσι, για να τους δείξουμε πόσο τους αγαπάμε, και κοντά στους δικούς μας κάνουμε και τη φιλανθρωπία μας και σε άλλους οι οποίοι, όμως, έχουν ανάγκη να τους σκεφτόμαστε και να τους αγαπάμε όλο το χρόνο, γιατί οι ανάγκες τους δε διαρκούν δυστυχώς μόνο όσο οι γιορτές. (Να ένας σπουδαίος τρόπος μετατροπής της καθημερινότητάς μας σε γιορτή∙ να μη στεκόμαστε στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια μόνο στις γιορτές, όπως συνηθίζουμε. Κι ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι τα χρήματα ο μόνος τρόπος για να σταθούμε σε κάποιον κι ούτε τα χρήματα είναι η μόνη ανάγκη∙ υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένα χαμόγελο ή ένας λόγος παρηγορητικός μπορεί να κάνει αληθινά θαύματα.)

Όμως, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κι ο τρόπος που «γιορτάζουμε» τις γιορτές μας, αλλά κι ο τρόπος που περνάμε τις καθημερινές μας έχουν ρυθμιστεί από τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, αφού: έξι στα δέκα παιδιά του δημοτικού σε έρευνα που έγινε πρόπερσι στη Βρετανία αγνοούσε πως τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε τη Γέννηση του Χριστού. Αλλά και πάλι στην ίδια χώρα αυτό που ονειρεύονται περισσότερο από καθετί-εκτός από κούκλα, ρομποτάκι, επιτραπέζιο ή ηλεκτρονικό παιχνίδι- είναι το να γίνουν διάσημα, ενώ ακολουθούν η ομορφιά, ο πλούτος και μετά η υγεία, η μουσική, η οικογένεια, οι φίλοι.

«Άγιε Βασίλη, κάνε με διάσημο» είναι ο τίτλος της είδησης αυτής και τα πράγματα δε θα μπορούσαν να ‘ναι διαφορετικά, αφού και μόλις το περασμένο καλοκαίρι στη δική μας πατρίδα και πάλι οι έρευνες φανέρωναν το θρίαμβο του ατομισμού στα παιδιά μας που δε φταίνε τα ίδια. Δε φταίνε, απλώς γιατί αντιγράφουν εμάς τους μεγάλους που δε σκεφτόμαστε ιδιαίτερα αλτρουιστικά. Όμως, άλλο είναι το θέμα μας ∙ ότι ακόμα και τον αϊ-Βασίλη αλλάξαμε και τον κάναμε σύμφωνο με το πνεύμα της εποχής μας.

«Ο άγιος Νικόλαος θεωρείται ο πιο κακοποιημένος από τη διαφήμιση της Δύσης άγιος. Στα 1931 ο υπεύθυνος της διαφήμισης της “Κόκα Κόλα“ πήρε τον άγιο Νικόλαο, τον έντυσε με τα χρώματα-εμβλήματα της εταιρίας της οποίας προωθούσε τα προϊόντα και με ρούχα πλούσια και με γούνες, τον πάχυνε πού και τον προώθησε ως το “Σάντα Κλάους“ ή “Άγιο Βασίλειο“» λέει μια πολύ σύντομη αναφορά στον “άγιο” με τον οποίο αντικαταστήσαμε τον άγιό μας.

Για τον ξενόφερτο αϊ-Βασίλη δε θέλω να πω περισσότερα. Να, λοιπόν, τι πήραμε. Ας δούμε, όμως, τι δώσαμε, δηλαδή τι χάσαμε, μονάχα μέσ’ από διάφορους τίτλους που αναφέρονται σ’ αυτόν: «Όσο εκτεινόταν η ακτινοβολία του, μεγάλωνε και η εναντίον του αντίδραση και η οργανωμένη συκοφαντία για κακοδοξία», «Στο φοβερό λιμό το χειμώνα 367/8 ο Βασίλειος επιχείρησε το ακατόρθωτο έργο της διασώσεως των πεινασμένων», «Την άνοιξη του 372 άρχισε η ανοικοδόμηση της Βασιλειάδας, που περιελάμβανε ξενώνες, νοσοκομείο, λεπροκομείο, σχολείο», «Ενδιαφέρεται για τα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων, αλλά και για τα γενικότερα θεσμικά ζητήματα της κοινωνικής ζωής», «Συμπαραστέκεται σε φτωχούς και αδυνάτους που χρειάζονται στήριξη, αλλά ενισχύει και δυνατούς που συκοφαντούνται ή αδικούνται», «Δεν παραλείπει να συστήσει την κοινωνική χρήση του πλούτου σε όσους δεν είναι πνευματικά ώριμοι να τον αποχωριστούν», «Με ιδιαίτερη δριμύτητα στρέφεται προς εκείνους που χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να εκμεταλλευτούν συνανθρώπους τους», «Τελειότατη κοινωνία ονομάζω εκείνην όπου έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία, έχουν απομακρυνθεί οι φιλονικίες και οι έριδες», «Καυτηριάζοντας την ακόρεστη επιθυμία του πλουτισμού και τη μανία της τοκογλυφίας, προδιαγράφει τον παραλογισμό της εποχής μας», «Είχε διαθέσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά έργα, για να καταλήξει τελείως ακτήμονας ως επίσκοπος», «Ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στα ρηξικέλευθα πνεύματα της Ιστορίας που κυριολεκτικά δημιουργούν την Ιστορία και την ορίζουν» (από τα «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας, 2/1/2004).

Αυτός είναι, εντελώς περιληπτικά όμως, ο αϊ-Βασίλης που «δώσαμε»,σύμφωνα με τους ιστορικούς. Για να δούμε και ποιος είναι σύμφωνα με την Παράδοσή μας:
Είναι ο άγιος που έρχεται από την Καισαρεία κρατώντας χαρτί και καλαμάρι. «Ήταν ένας ψηλόλιγνος άντρας που φορούσε σκουφί βυζαντινό και πέδιλα στα πόδια, μετά τα Χριστούγεννα, ξεκινούσε από τα βάθη της Ασίας, με ένα ραβδί στο χέρι, και γυρνούσε από τον Πόντο ως την Κύπρο κι από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Συζητούσε με όλους τους ανθρώπους που συναντούσε και ευχόταν καλοτυχία και καλοχρονιά. Και φυσικά ήταν γραμματισμένος, μια που, όπως μαρτυρούν και τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, βαστάει χαρτί και καλαμάρι και προσφέρει ως δώρο «τη σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης» (*) (περ. Προθήκη, Δεκέμβριος 2003).

Στην εικόνα του «είναι ψηλός, αδύνατος, μελαχρινός και ωχρός. Έχει το χρώμα της νηστείας και της αγίας άσκησης. Το συνοφρυωμένο μέτωπό του δείχνει το στοχασμό του και την αυτοσυγκέντρωση στην προσευχή. Βαθουλωμένοι οι κρόταφοί του, μακριά η γενειάδα του. Η στάση του σεμνή και αρχοντική. Είναι σαν να λέει στον έπαρχο του αυτοκράτορα Ουάλεντος: -Με φοβερίζεις με εξορία; Όλ’ η γη είναι πατρίδα μου. Με φοβερίζεις πως θα μου πάρεις την περιουσία μου; Μόνο το ράσο που φορώ είναι δικό μου. Με θάνατο; Εμπρός, κάνε το, βιάζομαι να πάω σ’ Εκείνον που λατρεύω.» («Οι γιορτές του Αποστόλη- Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα» εκδ. Παρουσία)

«Ο Έλληνας αϊ-Βασίλης είναι ασκητικός, λόγιος και γεωργός μαζί. Κουβαλάει τη σοφία της Ανατολής πάνω απ’ όλα (είναι ανατολίτης ο Έλληνας αϊ-Βασίλης) και το σπουδαιότερο είναι ότι δε φέρνει δώρα, αλλά περιμένει να τον φιλέψουνε οι νοικοκυραίοι. Είναι σημαντικό αυτό. Αυτή είναι η ελληνική άποψη των Χριστουγέννων. Τον φιλεύουνε οι νοικοκυραίοι κι αυτός ως αντάλλαγμα τους λέει την αλφαβήτα, δηλαδή τους δίνει την ελληνική παιδεία, και ακουμπάει κάτω το ραβδί του, που είναι ξερό, και γίνεται χλωρό. Τους φέρνει τη γονιμότητα και την παιδεία. Το ραβδί μας θυμίζει την άλλη παράδοση, την ιερή ελιά του παρθενώνα, που ξανάνθισε μετά τους περσικούς πολέμους, γενικά το ραβδί το βλέπουμε και στη ράβδο του Ααρών στην παλαιά διαθήκη, όλο αυτό το σύμβολο της γονιμότητας. Τα ελληνικά σύμβολα είναι αυτά, η γονιμότητα και η παιδεία. Ο αϊ-Βασίλης είναι φορέας αυτών των συμβόλων. Όταν, λοιπόν, τον ξεχνούμε, τον βάζουμε στην άκρη, κόβουμε τις σχέσεις μας με την Ανατολή και παραδινόμαστε άνευ όρων σ’ έναν καταναλωτικό Σάντα Κλάους, που έρχεται με τους ταράνδους από μια τελείως ξένη προς εμάς χώρα για να φέρει δώρα και ουσιαστικά να μπούμε σ’ ένα αλισβερίσι μαζί του: τα παιδάκια που στέλνουν τα γράμματα «φέρε μας αυτό, φέρε μας εκείνο κι αν δε μας το φέρεις θα κάνουμε σκηνή»…Μπαίνουμε σ’ ένα τελείως άλλο ήθος και μια άλλη πολιτισμική κατάσταση…»

Αυτά έλεγε ο κ. Λάμπρος Λιάβας, ο δ/ντής του Μουσείου Λαϊκών Μουσικών Οργάνων στην εξαιρετική δημοσιογράφο του Δεύτερου Προγράμματος κ. Άννα Δοντά, στην εκπομπή που με συγκλόνισε τότε και άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα-και εξακολουθώ να βλέπω- στο εξής τα πράγματα αυτά. Από τότε νιώθω μεγάλη την ευθύνη για το τι οφείλουμε εμείς οι δάσκαλοι να μεταδώσουμε στους μαθητές μας. Αλλά και για το τι οφείλουμε εμείς οι γονείς να μεταδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτή, άλλωστε, είναι και η έννοια της παράδοσης, της ιερής μας Παράδοσης, που δε σημαίνει μόνο τη διατηρητέα κληρονομιά, αλλά είναι «θεμελιακή συνιστώσα της ανθρώπινης δημιουργίας και η μήτρα και αστείρευτη δεξαμενή κάθε λαϊκού πολιτισμού και κάθε τοπικότητας, που εισβάλλει σε ένα διαρκώς ανανεούμενο ομαδικό έργο, το οποίο διασφαλίζει την απρόσκοπτη και οργανική συνέχεια παρελθόντος και παρόντος» («Παγκόσμια ισοπέδωση και τοπικές αντιστάσεις. Υποθέσεις και απορίες», Νέα Εστία, Φεβρουάριος 2004).

Κι εμείς όλοι οι μεγάλοι, γονείς και δάσκαλοι (κι όχι μόνον αυτοί), κουβαλάμε ακέραιη την ευθύνη για τις «πολιτιστικά ανύπαρκτες γενιές» που ανατρέφουμε τα τελευταία χρόνια (ή, μήπως, εδώ και χρόνια;).

«Αυτό που φτιάξαμε είναι μια νεολαία χωρίς μνήμη, γεννημένη από το μηδέν. Έτσι, ο πολιτισμός περιθωριοποιείται, οι μυθικές αφηγήσεις, όλα όσα συγκαταλέγονται σε αυτό που χαρακτηρίζουμε ως κληρονομιά και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, όλα όσα μας κάνουν να μπορούμε να συγκροτούμε κοινωνία και αυτή να έχει συνοχή, ακριβώς γιατί υπάρχει η συνείδηση μιας μοίρας κοινής μέσω των συμβολικών αναφορών» (από το πολυσυζητημένο βιβλίο «Τα χαμένα παιδιά μας», Νατάσα Πολονί, εκδ. Πόλις).

Εμείς δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε περισσότερο στα παραπάνω λόγια. Ήδη αυτά που έχουμε πει δείχνουν την τεράστια ευθύνη μας απέναντι στα ίδια μας τα παιδιά σχετικά με το τι τους κληροδοτούμε. Άρα, δεν έχουμε άλλο δρόμο. Ούτε άλλο τρόπο από το δρόμο της συνέχειας της φυλής μας στο ήθος που μας ταιριάζει περισσότερο και καλύτερα από κάθε άλλο ήθος. Ή και «ήθος»…

(*) Όσο διαπιστωμένο είναι ότι οι πνευματικές συγκινήσεις είναι οι πιο δυνατές απ’ όλες άλλο τόσο διαπιστώνουμε πόσο αδιαφορεί ο άνθρωπος της εποχής μας γι’ αυτές. Τι κρίμα, λοιπόν, που η έλλειψη ουσιαστικής σχέσης με ό,τι πνευματικό, έλλειψη που χαρακτηρίζει την εποχή μας, μας στερεί τη δυνατότητα να νιώθουμε τέτοιες συγκινήσεις και στεγνώνει την ψυχή μας από χαρές μεγάλες κι αληθινές, χαρές που έχουν διάρκεια και δεν είναι επιφανειακές και εφήμερες όπως αυτές που συνηθίζουμε να νομίζουμε για χαρές…

Στην Όλγα, που η συνεργασία μου μαζί της με γεμίζει με χαρά και αισιοδοξία και ελπίδα…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18.12.2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ