30.11.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στον καιρό της απληστίας…

Συχνά γυρίζω το νου μου πίσω στα μαθητικά μου χρόνια και, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψω τι απ’ όσα διδάχθηκα στα σχολειά όπου φοίτησα με διαμόρφωσε ως προσωπικότητα, παλεύω να καταλάβω και τι από αυτά που εγώ διδάσκω στους μαθητές μου είναι αληθινά ουσιαστικό κι αληθινά χρήσιμο. Κι είναι αλήθεια πως προσωπικά δεν έχω κρατήσει στο νου ιδιαίτερα πολλά συγκεκριμένα πράγματα που διδάχτηκα και έπαιξαν κάποιο ρόλο καταλυτικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, μάλλον κάτι πιο αόριστο, κάτι μη καταγραμμένο σε συγκεκριμένες σελίδες των βιβλίων που είχαμε τότε, έπαιξε αυτόν τον πολύ σημαντικό ρόλο. Και , φυσικά, όχι μονάχα στη δική μου περίπτωση…

Παρ’ όλα αυτά όμως υπάρχουν και κάποια τελείως συγκεκριμένα μαθήματα που χαράχτηκαν πολύ βαθιά στο νου κι ίσως και παρακάτω απ’ αυτόν, στην ευαίσθητη περιοχή της καρδιάς, που κάνει τον καθένα μας λιγότερο ή περισσότερο άνθρωπο. Ως πρόσφατα δεν ήξερα πώς, αλλά τα πιο πολλά από τα λίγα διασωθέντα στη μνήμη μου προέρχονται από τα βιβλία της Γλώσσας, τα τότε αναγνωστικά μας. Ένα από αυτά «Ο Ζώης Καπλάνης».
Και δεν είναι μονάχα πως δε γνωρίζουν το συγκεκριμένο πρόσωπο οι σημερινοί μαθητές, δικαιολογημένα μάλιστα, αφού δεν υπάρχει μες στα βιβλία τους, αλλά και κάτι αντίστοιχο με τον Έλληνα αυτόν δε συναντούν, κάποιον που έκανε κάτι παρόμοιο. Οπότε όχι μόνο το συγκεκριμένο ευεργέτη δεν έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν, αλλά ούτε κάποιον άλλον, μιαν άλλη περίπτωση από την ξεχωριστή τάξη των ευεργετών του Γένους των Ελλήνων που έχουν εκλείψει παντελώς από τα σχολικά μας βιβλία. Και, το χειρότερο όλων, ούτε τον τρόπο με τον οποίο έζησαν τη ζωή τους γνωρίζουν τα σημερινά Ελληνάκια, ώστε να έχουν και αυτά την ευκαιρία να καταλάβουν ή έστω να υποψιαστούν τι τους έκανε τόσο ξεχωριστούς και τόσο μεγάλους αλτρουιστές.

Η ζωή του Ζώη Καπλάνη μοιάζει με παραμύθι. Πολύ κακό στην αρχή, αφού το κακότυχο αυτό Ηπειρωτόπουλο δεν έφτανε που γεννήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν έφτανε που ανήκε στην τάξη των φτωχότερων Ελλήνων, είχε και μια κακιά μητριά, που τον τυραννούσε χειρότερα απ’ όσο οι κακές μητριές των παραμυθιών τους προγονούς τους. Γι’ αυτό κέρδισε το παρατσούκλι «Πικροζώης». Αλλά αυτός ο Πικροζώης, αφού το χέρι του Θεού τον έριξε μια απελπισμένη του νύχτα στην πόρτα ενός πλούσιου Γιαννιώτη, έγινε κάποια μέρα πάμπλουτος. Όχι ρουφώντας το αίμα τίμιων εργατών, όπως έχουμε κατάλήξει αδιακρίτως κι έχουμε γενικεύσει οριστικά και αμετάκλητα οι σημερινοί Έλληνες, οι κυριευμένοι από το αισχρότατο σαράκι του φθόνου («Στη χώρα αυτή όσοι πολίτες έχουν αποκτήσει νύχια τα μπήγουν σ’ αυτούς που έχουν αποκτήσει φτερά» είχε πει κάποτε ο Ε. Ροΐδης κι είναι ανατριχιαστικό το πόσο θυμίζει αυτό και εμάς τους σημερινούς Έλληνες), αλλά δουλεύοντας πολύ και δουλεύοντας σκληρά. Κι όταν πολλαπλασίασε τον πλούτο που κληρονόμησε, άρχισε να τον μοιράζει εκεί όπου υπήρχαν ανάγκες: στα φτωχά κορίτσια αλλά και στους άλλους φτωχούς και στους αρρώστους. Και στα σχολεία, βοηθώντας τα φτωχά Ελληνόπουλα να μάθουν γράμματα. Ή για να το διατυπώσουμε αλλιώς: κάνοντας τα παιδιά των άλλων Ελλήνων δικά του παιδιά, μια που ο ίδιος δεν έκανε οικογένεια, γιατί θεωρούσε δική του οικογένεια όλους όσοι είχαν ανάγκη.

Ο Ζώης Καπλάνης έπαιρνε επάνω του όλο το χρέος της στήριξης αυτών των ανθρώπων. Δε συμμεριζόταν κανέναν άλλον που μπορούσε αλλά δεν έδινε, δεν περίμενε από κανέναν άλλον να κάνει αυτό που έκανε ο ίδιος γιατί το θεωρούσε προσωπικό του χρέος. Δεν έκανε σαν εμάς, που τα περιμένουμε όλα από την επίσημη Πολιτεία και μόνο από αυτήν, γιατί δε θέλουμε να ζημιώσουμε οι ίδιοι ούτε ένα ευρώ, γιατί ένα μονάχα χρέος γνωρίζουμε πολύ καλά, αυτό που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας και- στις περισσότερες περιπτώσεις ευτυχώς ακόμη-απέναντι και στα παιδιά μας. Ως εκεί. Καθόλου παραπέρα. Γιατί δεν έχουμε καταλάβει, γιατί αρνιόμαστε να καταλάβουμε, πως και τα άλλα παιδιά- όσα γνωρίζουμε αλλά και όσα δε γνωρίζουμε- είναι και πάλι δικά μας παιδιά. Ή, για να το πούμε αλλιώς: κανείς από μας δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος, όταν υπάρχουν δίπλα του άνθρωποι που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τη ζωή. Και πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να ‘ναι αλλιώς, αφού η εποχή όπου ζούμε είναι η εποχή που θριαμβεύει ο εγωισμός και οι άνθρωποι που κυριαρχούν, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα, είναι οι εαυτούληδες;

Και μπορεί εμείς να βγάλαμε το δυνατό παράδειγμα των Ευεργετών του Γένους μας από τα νέα-αλλά και τα αμέσως προηγούμενά τους-βιβλία της Γλώσσας (οι ερευνητές της Παιδαγωγικής έχουν καταλήξει πως τα κείμενα της Γλώσσας παίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο στο να στερεώνονται μέσα στα παιδιά αρχές και αξίες), όμως στις εφημερίδες γράφτηκε αυτές τις μέρες μία είδηση που φάνηκε πολύ προχωρημένη όχι μόνο σε μας τους Έλληνες, μα και στους υπόλοιπους που τη διάβασαν:

Στη Γερμανία ένας συνταξιούχος γιατρός και μαζί του άλλοι 43 πλούσιοι έκαναν την εξής πρωτοφανή δήλωση: «Είμαστε πλούσιοι, φορολογήστε μας. Έχουμε χρήματα που δεν τα χρειαζόμαστε. Ήρθε η ώρα να βοηθήσουν οι πλούσιοι τη χώρα». Έτσι, θα φορολογηθούν περισσότερο, αφού το αντέχουν, βοηθώντας περισσότερο την πατρίδα τους και μάλιστα χωρίς να τους το ‘χει επιβάλει ή να τους το ‘χει κανείς ζητήσει, αλλά με τη δική τους θέληση(Πόσο πονάει η σύγκριση με τη δική μας Πατρίδα όπου σχεδόν οι πάντες, γιατροί, έμποροι, τεχνίτες που προσφέρουν υπηρεσίες κ. ά. ελεύθεροι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν, μη δίνοντας δεκάρα ούτε από τους φόρους που οφείλουν στη φτωχή μας Πατρίδα και μη δίνοντας επίσης δεκάρα γι’ αυτήν την ίδια μας την Πατρίδα, αφού οι περισσότεροι σημερινοί Έλληνες μονάχα τον εαυτό τους έχουν για πατρίδα, τίποτ’ άλλο πέρα απ’ αυτόν…).

Και μπορεί η είδηση που αφορά τη Γερμανία να προκάλεσε τεράστια αίσθηση και εκτός των συνόρων της χώρας, αλλά αυτές ακριβώς τις μέρες είχε και η Καστοριά το δικό της παράδειγμα ευεργεσίας: το Δημοτικό ωδείο που απέκτησε-επιτέλους!- η πόλη μας, χάρη στην απλοχεριά δύο ξεχωριστών μας συμπολιτών: του ζεύγους Δημητρίου και Σουλτάνας Μπαϊρακτάρη, όπου τα παιδιά της πόλης θα μπορούν πια να μαθαίνουν μουσική κι αυτό είναι πραγματικά πολύ σπουδαίο για όλους μας. Ανάγκη να μνημονεύσουμε εδώ και τις δύο αδερφές Βέργου που δώρισαν το ομώνυμο αρχοντικό στην πόλη-μιλούμε για το αρχοντικό που καλά περιποιημένο φιλοξενεί την περίφημη πια έκθεση φωτογραφιών του φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου, εύρημα καταπληκτικό (οι φωτογραφίες) του παθιασμένου με την Καστοριά, αείμνηστου συλλέκτη και συγγραφέα Γιώργου Γκολομπία.

Όλοι αυτοί οι ευεργέτες και δωρητές αξίζουν το σεβασμό μας και όχι μόνο αυτόν. Όλοι τους μοιάζουν με το δέντρο που όλο έδινε κι ήταν ευτυχισμένο και ξέρουν πως πλούσιος δεν είναι όποιος μαζεύει χρήματα, αλλά όποιος τα σκορπάει εκεί που υπάρχουν πραγματικές ανάγκες. Όλοι αυτοί μας έδειξαν πώς μπορεί τελικά κανείς να περάσει από το εγώ στο εμείς, όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης. Όλοι αυτοί μας δείχνουν το δρόμο. Μας δείχνουν και τον τρόπο.
Σ’ εμάς απομένει να συγκινηθούμε από το παράδειγμά τους. Γιατί μόνο τότε θα το ακολουθήσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ