30.11.09

ΣΑΣΑΣ ΤΖΗΜΑΚΑ - ΝΑΤΣΙΝΑ: Ένας άγγελος στη γη

Στον αδελφό μου Χρυσόστομο
για την πρώτη του γιορτή
που θα είναι μακριά μας


Βλέπω τη φωτογραφία σου με το ήρεμο και στοχαστικό βλέμμα, το ευγενικό χαμόγελο, βλέπω τη μορφή σου να σκορπίζει γαλήνη. Μου λες να μην κλάψω. Μου λες ότι θα είσαι κοντά μου, να με φροντίζεις, να με καθοδηγείς όπως τότε που ήμασταν παιδιά, όπως πάντα μέχρι σήμερα.

Ήσουν για μένα φωτεινό παράδειγμα και προσπαθούσα να ακολουθώ τα βήματά σου. Δεν τα κατάφερα. Γιατί εσύ βρισκόσουν πολύ ψηλά, γιατί ήσουν βαθύς στοχαστής, ένας μεγάλος φιλάνθρωπος, για πολλούς ήσουν ένας άγγελος στη γη.

Γυρίζω χρόνια πίσω, στη δεκαετία του πενήντα. Ζούσαμε στην Καστοριά, σ΄ένα διόροφο παλιό σπίτι, δίπλα στο τζαμί. Μπροστά μια μεγάλη αλάνα, όπου μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Και ήμασταν πολλά, και παίζαμε ξέγνοιαστα. ΄Ηταν χρόνια ανέμελα, ασφαλή και οι γονείς μας δεν φοβόταν να μας αφήνουν να χαρούμε τα παιχνίδια στο δρόμο χωρίς την επίβλεψη κάποιου μεγάλου.
Δεν έπαιζες μαζί μας. Ήσουν μεγαλύτερος, είχες τους δικούς σου φίλους. Όμως χωρίς να σου το ζητήσει κανείς, είχες την έννοια της μικρής σου αδελφής, και άφηνες το δικό σου παιχνίδι για να περνάς από κοντά μου διακριτικά, χωρίς παρατηρήσεις και επιπλήξεις, μόνο να δεις αν είμαι ασφαλής. Και το μεσημέρι, ξαναμμένοι από το παιχνίδι, τρέχαμε στο σπίτι, στο παλιό εκείνο σπίτι που η αγάπη και η νοικοκυροσύνη της μητέρας μας το είχε μετατρέψει σε παλάτι. Το καλοστρωμένο τραπέζι μας περίμενε και το ζεστό φαγητό μοσχομύριζε. Ήθελα να κάθομαι δίπλα σου στο τραπέζι. Ήμουν λιγόφαγη και το φαγητό ήταν μια δοκιμασία. Εσύ όμως μου έλεγες τόσο όμορφες ιστορίες με τόσο ήρεμη φωνή, και σε κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στη μαμά να αδειάζει το γεμάτο κουτάλι.

Και μετά σε κρατούσα από το χέρι, αυτό το ζεστό και τρυφερό σου χέρι που με οδηγούσε σταθερά όταν μου μάθαινε τα πρώτα μου βήματα, τότε που βγαίναμε στον κήπο τον γεμάτο λουλούδια και οπωροφόρα δένδρα, που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε τεράστιος παράδεισος. Μου μάθαινες να αγαπώ τη φύση, τα χρώματα, τις μυρωδιές των λουλουδιών. Να ξεχωρίζω τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα, τους μενεξέδες, τα ζουμπούλια, τις μαργαρίτες. Την άνοιξη μου έδειχνες τα άνθη των δένδρων και μου εξηγούσες πως αυτά τα υπέροχα λουλούδια σιγά-σιγά θα γίνονταν γευστικοί καρποί. Σ΄άκουγα με θαυμασμό, ρουφούσα το λόγια σου, προσπαθούσα να συγκρατήσω όλα αυτά τα καινούργια για μένα πράγματα.

Έκανα σκανδαλιές και με κάθε τρόπο προσπαθούσα να μονοπωλήσω το ενδιαφέρον και την αγάπη όλων. Σε αντίθεση με σένα, που από παιδάκι ήσουν σοβαρός, συνετός, μετρημένος στα λόγια και μολονότι ήθελες και εσύ το μερίδιό σου στην αγάπη, ποτέ δεν το διεκδίκησες. Περίμενες αξιοπρεπής να σου το προσφέρουν.
Μία από τις αγαπημένες σκανδαλιές μου ήταν να σε απασχολώ όταν διάβαζες. Δεν μου περνούσε από το μυαλό ότι σε ενοχλούσα. Για μένα ήσουν ο αγαπημένος μου αδελφός και ήθελα να σε παρασύρω στα παιχνίδια. Στις φωνές της μητέρας μας που προσπαθούσε να με συνετίσει και μου έλεγε «μην τον πειράζεις, αυτός αν θέλει μπορεί να σε σβήσει» εννοώντας ότι θα έτρωγα το ξύλο της χρονιάς μου, δεν σταματούσα. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό δεν θα συμβεί. Ο αδελφός μου, ο καλός μου άγγελος, δεν θα με χτυπούσε. Δεν θυμάμαι ποτέ να με χτύπησες, ούτε να με απείλησες με λόγια, ακόμη και όταν σου χαλούσα τα τετράδια των μαθημάτων σου, τις ζωγραφιές σου, τα παιχνίδια σου.

Ήμουν τότε γύρω στα τρία, ένα κοριτσάκι αδύνατο, με ολάνοιχτα μάτια, που κοιτούσαν τριγύρω με περιέργεια, και μια τεράστια κορδέλα δεμένη φιόγκο στο κεφάλι. ΄Επαιζα μπροστά στο σπίτι με τα άλλα παιδιά και για κάποιο λόγο, που ακόμη και τώρα δεν μπορώ να εξηγήσω, όταν έβλεπα κάποιον περαστικό, ή σε πολύ λίγες περιπτώσεις κάποιο αυτοκίνητο –σπάνιζαν εκείνη την εποχή-, έτρεχα γρήγορα να κρυφτώ σε ένα μικρό πλατύσκαλο, πίσω από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού. ΄Ηταν μια μέρα ηλιόλουστη και έπαιζα εκεί μπροστά, όταν άκουσα τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να πλησιάζει. Κατά την αγαπημένη μου συνήθεια έτρεξα να κρυφτώ στην γνωστή κρυψώνα, όταν άκουσα τη φωνή σου να με καλεί, δυνατά και επιτακτικά, από το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού. ΄Ετρεξα προς τα εκεί. ΄Ανοιξες τα χέρια σου και με αγκάλιασες. Και τότε ακριβώς ακούστηκε ένας θόρυβος εκκωφαντικός. Το αυτοκίνητο, ένα στρατιωτικό τζέϊμς, με ένα άπειρο οδηγό νεοσύλλεκτο φαντάρο, έπεσε πάνω στην πόρτα του σπιτιού μας, τη γκρέμισε και καρφώθηκε πάνω στο πλατύσκαλο, στην κρυψώνα μου. Τα χέρια που με κρατούσαν έγιναν φτερούγες λευκές, αγγελικές, μου έκλεισαν τα αυτιά να μην ακούσω το στρίγκλισμα των φρένων, τη βοή από το γκρέμισμα του τοίχου. ΄Εμεινα εκεί, χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι θα έχανα τη ζωή μου, χωρίς να τρομάξω, χωρίς να καταλάβω τον κίνδυνο που πέρασε από δίπλα μου. Ο φύλακας άγγελός μου, εσύ, με είχες σώσει.

Ήσουν το καταφύγιο μου σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Μου έπλυνες τις πληγές από τα χτυπήματα των παιχνιδιών, μου έπαιρνες το θυμό από τις παιδικές αψιμαχίες, μου κρατούσες συντροφιά όταν έλειπαν οι γονείς μας. Με βοηθούσες στα μαθήματα. Το ταλέντο σου στη ζωγραφική είχε φανεί από πολύ νωρίς, και εγώ, η ατάλαντη, το εκμεταλλευόμουν για να παρουσιάσω στο σχολείο μια ωραία ζωγραφιά, ένα λεπτομερή χάρτη, μια ξεχωριστή κατασκευή σε εκθέσεις για το κλείσιμο της σχολικής χρονιάς.

Πόσες οι τρυφερές αναμνήσεις, καλέ μου άγγελε. Μια ανάμνηση όμως έχει χαραχθεί βαθιά στο μυαλό μου, με κάθε λεπτομέρεια, τόσο ζωντανά που νομίζω ότι έγινε χθές.

Ένα ζεστό πρωϊνό, στα τέλη του Ιουνίου, είχαμε βγεί στον κήπο. Εσύ είχες ανεβεί ψηλά στην κερασιά και έτρωγες κεράσια. Κάτω από την κερασιά, στην άκρη του δικού μας κήπου και στην αρχή του διπλανού της κυρίας Αναστασίας, υπήρχε μια βρύση. Το νερό που έτρεχε μαζευόταν σε ένα σχετικά μικρό λάκκο, και από εκεί, μέσα από ένα αυλάκι έπεφτε στο δρόμο. Αυτός ο μικρός λάκκος για μένα ήταν μια μικρή λίμνη, όπου φαντάσθηκα ότι θα μπορούσα να ψαρέψω. Πήρα μία βέργα και χτυπούσα το θολό νερό, φωνάζοντας «ψαράκι – ψαράκι…». Ξαφνικά γλίστρησα και έπεσα με το κεφάλι μέσα στο λάκκο. Προσπάθησα να τραβήξω το κεφάλι μου, αλλά η λάσπη το κρατούσε στον πυθμένα. Έβαλα τα δυό μου χέρια για να δώσω ώθηση. Μάταιη προσπάθεια. Τα χέρια έμειναν και αυτά καρφωμένα στη λάσπη. ΄Αρχισα να έχω έντονο το αίσθημα του πνιγμού. Αυτή η απόγνωση με κυνηγάει μέχρι σήμερα. Δεν έχω ξεπεράσει την αγωνία της ασφυξίας μετά από τόσα χρόνια, και δεν μπορώ ακόμη να βουτήξω κάτω από το νερό. Και τότε, τη στιγμή που πίστευα ότι δεν υπήρχε άλλος αέρας στα πνευμόνια μου, δυο δυνατά χέρια με άρπαξαν και με τράβηξαν από τη λάσπη. Καλέ μου άγγελε, με έσωσες για μια φορά ακόμη. ΄Ανοιξες τις φτερούγες σου για να πετάξεις από την κορυφή του δένδρου, και ενώ ήσουν στον αέρα, πριν πατήσεις στη γη, με απομάκρυνες από τον κίνδυνο. Δεν θυμάμαι τι έγινε αμέσως μετά. Θυμάμαι μόνο τον εαυτό μου στην αγκαλιά της μητέρας μας, με καθαρά ρούχα, να δέχομαι την αγάπη των συγγενών και φίλων που ερχόταν να μας συμπαρασταθούν για το «παρ’ ολίγο τραγικό συμβάν». Και θυμάμαι ότι ένοιωθα πολύ σπουδαία, ήμουν η ηρωΐδα αυτής της ιστορίας. Όμως ο πραγματικός ήρωας ήσουν εσύ, ένα παιδάκι δώδεκα χρονών, που δεν δίστασες στιγμή να πηδήξεις από ύψος τεσσάρων μέτρων για να σώσεις τη μικρή σου αδελφή. Και όπως πάντα διακριτικός, καθόσουν αθόρυβα σε μια γωνιά, και, ίσως, σιωπηλά περίμενες αναγνώριση της γενναίας σου αυτής πράξης.

Και πόσους ανθρώπους δεν έχεις σώσει ακόμη. Πόσοι ασθενείς που ήρθαν στο «Παπανικολάου» δεν μου είπαν ότι μετά από μια προσεκτική εξέταση, τους μιλούσες με τόση αγάπη και τα λόγια σου αυτά ήταν άριστο φάρμακο που έσταζε βάλσαμο στην ψυχή τους, τους έδινε δύναμη να πολεμήσουν την επάρατη νόσο και να διεκδικήσουν τη ζωή τους. Σε πόσους φίλους σου δεν συμπαραστάθηκες σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, πόσο τα σοφά σου λόγια ήταν το στήριγμά τους για να αντιμετωπίσουν τα προσωπικά τους προβλήματα με δύναμη και αισιοδοξία. Για πόσους φίλους σου δεν ήσουν ο αδελφός, ο δικός τους άνθρωπος.

Δεν πατούσες στη γη, σε αισθανόμουν να αιωρείσαι. Οι μικρότητες, ο φθόνος, η απληστία δεν σε άγγιζαν. Ήσουν πάνω από τις γήινες απολαύσεις, πάνω από τα υλικά αγαθά. Το κυνήγι του χρήματος ήταν άγνωστο σε σένα. Κυνηγούσες την καλλιέργεια του πνεύματος, της ψυχής. Λάτρης του Αριστοτέλη, ζούσες σύμφωνα με τις αρχές του. Δεν είχες υλικές ανάγκες. Δεν άπλωνες το χέρι για να πάρεις. Το άπλωνες για να δώσεις, να σκορπίσεις τη χαρά, να βοηθήσεις όποιον σε χρειαζόταν. Και γέμιζες χαρά ο ίδιος όταν χάριζες τριγύρω σου την ευτυχία.

Όταν κατάλαβες, πριν απ’ όλους εμάς που ελπίζαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, ότι έρχεται το τέλος, το αντιμετώπισες με την ίδια αξιοπρέπεια που σηματοδότησε όλη σου τη ζωή. Έκλεισες τα μάτια, χωρίς μορφασμό πόνου, χωρίς την αγωνία του τέλους, υπέμενες δέκα μέρες, με ηρεμία και στωικότητα, όπως αρμόζει σε ένα μαθητή του Αριστοτέλη, για να προετοιμάσεις εμάς, τους δικούς σου ανθρώπους, να δεχτούμε τη μοίρα με το δικό σου μεγαλείο. Όμως εμείς είμαστε άνθρωποι μικροί και ο πόνος μας είναι μεγάλος. Πολλοί φίλοι και συγγενείς, για να με παρηγορήσουν, μου είπαν, τότε, τις πρώτες ημέρες του αποχωρισμού, ότι ήσουν ένας άγγελος στη γή. Και οι άγγελοι δεν μένουν εδώ κάτω για πολύ καιρό. Έρχονται για λίγο, σκορπίζουν αγάπη και γαλήνη, απλώνουν τις φτερούγες τους να κλείσουν πληγές, να γιατρέψουν πίκρες, να απαλύνουν καημούς και μετά ξαναπετάνε ψηλά στον ουρανό.

Καλό σου ταξίδι Χρυσόστομε. Όλοι εδώ κάτω θα σε θυμόμαστε σαν τον αγαπημένο μας άγγελο και θα σε έχουμε για πάντα κλεισμένο στην καρδιά μας. Δεν σου λέμε αντίο. Είμαστε σίγουροι ότι βρίσκεσαι κάπου εκεί ψηλά, πίσω από ένα σύννεφο και περιμένεις να μας απλώσεις ξανά το χέρι σου όταν το χρειασθούμε.
Καλό σου ταξίδι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ