24.11.09

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗ: Αιώνιος Αδάμ – Αιώνια Εύα

Ερχονται στη ζωή μας κάποτε κάτι άγριες βραδιές που σου πνίγουν την αναπνοή και δεν μπορείς να ανασάνεις. Μουντές, μουγγές, σκληρές, χωρίς έλεος. Μόνη σου παρηγοριά, ίσως, κάποια καλή νεράιδα να φανερωθεί και να σ’ αγγίξει με το ραβδί της στο μέτωπο και να γλιστρήσεις απαλά-απαλά στην χώρα των ξωτικών και του ονείρου. Κι’ ίσως το παιχνίδι που θα παίξει τότε το πνεύμα σου σε κάνει να λησμονήσεις. Και να απόψε η καλή νεράιδα: και να ξεπήδησαν τα πρόθυμα ξωτικά και οι δυνάμεις του ονείρου τι φανέρωσαν.

Κάπου στον καιρό της Ρώμης. Κάπου στη Μεσόγειο. Οργιές υψωνόταν τα θεόρατα κύματα, δράκοντες με ηλεκτρισμένη ανάσα οι κεραυνοί. Είχε θυμώσει ο Ποσειδώνας. Είχε θυμώσει ο Δίας. Οι ρωμαϊκές γαλέρες στέναζαν από το βάρος του φορτίου και της τρικυμίας. Οι σκλάβοι κωπήλατες απέβαλαν από το σώμα τους έναν μαύρο ιδρώτα προσπαθώντας να σώσουν τα σκάφη και τα φορτία. Φορτία από πολύτιμους λίθους και θησαυρούς. Υφάσματα πλουμιστά. Δώρα του Καίσαρα Αντώνιου προς την βασίλισσα της Αιγύπτου, την πιο όμορφη γυναίκα της εποχής του. Την Κλεοπάτρα. Δύο δούλοι με γυμνά κρανία και πελώριους μυώνες κρατούσαν από ένα μικρό αγγείο γεμάτο με μεθυστικό ερωτικό άρωμα: κι αυτά δώρο για τη βασίλισσα. Η έννοια τους να μη χυθεί ούτε μία σταγόνα γιατί θα την πλήρωναν με τα κεφάλια τους. Μετά από πολυήμερο ταξίδι οι γαλέρες με σχισμένα τα πανιά έπλεαν σε ήρεμα νερά κοντά στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας ανέμιζαν περήφανα στα γυμνά κατάρτια.
Στο μπροστινό μέρος της ναυαρχίδας ο Αντώνιος ο Καίσαρας στημένος ευθυτενής πήγαινε να γνωρίσει την αιώνια γυναίκα. Τα μαλλιά του γκρίζα και αραιά, το δέρμα του προσώπου του μαυρισμένο από τους καυτερούς ήλιους των ερήμων, ψημένο από την άρμη των θαλασσών και σκληρό από τον παγωμένο αέρα των Άλπεων. Με το πηγούνι του ανασηκωμένο συλλογιζόταν.
Είχε πενηνταρίσει και κάτι περίεργες ζαλάδες του’ κόβαν τη διάθεση. Τα μάτια του πότε-πότε θολά. Όμως στεκόταν ακόμη περίφημα. Τα πόδια του δωρικές κολώνες στήριζαν σταθερά ένα γεροδεμένο κορμό γεμάτο ουλές από εχθρικά και φιλικά δόρατα.
Τώρα ξάφνου είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Τα χείλη του ήταν με πείσμα σφιγμένα. Η δυσκολότερη αποστολή του; Ίσως και να φοβόταν λίγο. Ήθελε να μεθύσει και να σβήσει τη δίψα του με την ομορφιά της ξακουστής Κλεοπάτρας.

Αιώνιε Καίσαρα θα σε θυμούνται τα παιδιά των ανθρώπων περισσότερο γι’ αυτή σου την περιπέτεια. Εσένα τον κοσμοκράτορα. Εσένα που είχες αφανίσει με το σίδερο και τη φωτιά λαούς ολόκληρους και είχες εδραιώσει τη Ρώμη. Καημένε αρσενικέ που από τους πόρους του κορμιού σου βγαίνει η ψυχή σου για τη χαρά του θηλυκού, και τα ατσαλένια σου μπράτσα που συνθλίβουν σαν μυλόπετρες υπακούουν πρόθυμα στη νευρική κίνηση ενός γυναικείου δακτύλου. Είχε τον φόβο μήπως δεν της αρέσει η θωριά του, μήπως τον απορρίψει……

Είχε φροντίσει με κάθε λεπτομέρεια το πρόσωπο του, είχε φορέσει χλαμύδα ολοπόρφυρη, χρυσοδάφνινο στεφάνι, σαντάλια καμωμένα από τον πρώτο τεχνίτη-σκλάβο της αυτοκρατορίας. Μου φαίνεται ότι είχε λουσθεί και με κάποια βότανα…..
Κάπου στη στεριά, στο παλάτι οι αυλητρίδες χάιδευαν νωχελικά τις άρπες και οι δούλες με βιασύνη ετοίμαζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του σκηνικού. Σε επιλεγμένα σημεία καίγανε αρωματικές ουσίες. Η Κλεοπάτρα είχε πάρει το μπάνιο της από γάλα αντιλόπης σε μια μπανιέρα από ελεφαντόδοντο. Είχε φορέσει το πιο αισθησιακό της πέπλο και τα μαύρα εβένινα μαλλιά της άφηναν γαλαζωπές ανταύγειες. Ήταν η ωραιοτέρα στο μέστος των 28 της χρόνων. Ήθελε και αυτή να μεθύσει τον Ήλιο της Αυτοκρατορίας τον μεγάλο Καίσαρα, να τον υποτάξει στη δύναμη της γυναικείας ομορφιάς, να τον πλανέψει με ερωτικά σκιρτήματα.
Κι ήταν τεχνήτρα σ’ αυτά. Ήθελε να γείρει την αυτοκρατορία μπρος στα χαριτωμένα μικρά της πέλματα. Ήταν και αυτή φοβισμένη, ανήσυχη, εκνευρισμένη. Καημένο θηλυκό είχε φόβο μη δεν τον εντυπωσιάσει με τη θωριά της.
Πόσος πόνος και κόπος για την ομορφιά και πως οδήγησες το δόντι του φιδιού στην ολοστρόγγυλη τρυφερή κοιλιά σου όταν στο τέλος κατάλαβες ότι είσαι υπό δυσμένεια…..
Οι σαλπιγκτές με τις τεράστιες μπρούτζινες σάλπιγγες και οι τυμπανιστές με τα πελώρια τύμπανα περιμένουν την άφιξη του πρώτου πλοίου της πομπής για να διαδώσουν με σαλπίσματα και τυμπανοκρουσίες στην πόλη την άφιξη του μεγάλου φιλοξενούμενου. Ξαφνικά μέγας θόρυβος, χαλασμός, γέμισε τον αέρα. Ήλθαν οι γαλέρες-ήλθε ο γιος του Ήλιου-ήλθε ο Καίσαρας… κι’ ύστερα.
Κάπου στο παλάτι.

Στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους περπατούσε περήφανος αλλά γεμάτος υπερένταση ο Καίσαρας κρατώντας στο χέρι του το κράνος με το πολεμικό λοφίο. Πίσω του πλήθος δούλων μεταφέρουν με φόβο και σεβασμό τα δώρα του.
Ένα τεράστιο κύμβαλο αντήχησε και ο αρσενικός με τη θηλυκιά στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο αγέρωχοι στην όψη.
Ο Αυτοκράτορας και η Βασίλισσα.
Κοιτάχτηκαν με ένταση και αναμετρήθηκαν: αστραπές ευχαρίστησης εκτόξευσαν τα μάτια τους. Η γυναίκα έγειρε λίγο σκόπιμα προς τα κάτω το βλέμμα της. Είχε βρει ο καθένας αυτό που ζητούσε. Ξαφνικά κάποια πονηρή σκέψη διαπέρασε το νου της γυναίκας-θα σε παιδέψω Καίσαρα-εγώ είμαι η ξακουστή Κλεοπάτρα-και κάποια υποψία ειρωνείας καθρεφτίστηκε στο γλυκό της πρόσωπο. Αυτό ήταν. Ο Καίσαρας μαρμάρωσε. Του παρουσιάστηκαν πάλι οι ξαφνικοί ίλιγγοι, πάνω στην υπερένταση το βλέμμα του θόλωσε. Κλονίστηκε και όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα καταρρεύσει μπρος την όμορφη Κλεοπάτρα. Όλη η ζωή του πέρασε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από μπροστά του. Νεαρός εκατόνταρχος-μάχες για τη δόξα της αυτοκρατορίας-σκληρή απάνθρωπη ζωή. Τις άσπρες και μελαψές σάρκες που είχε γευθεί και που του άφησαν μέσα του μια υποψία πίκρας. Την οσμή του αίματος και τον σπαραγμό των τραυματισμένων. Κοίταξε απεγνωσμένα την Κλεοπάτρα. Ο κρυμμένος πίσω από τις βαριές κουρτίνες κήρυκας έτρεξε στην αγορά κραυγάζοντας.

Έπεσε ο Καίσαρας, έπεσε ο κραταιός, έπεσε ο Αδάμ.
-Ω Αδάμ εσύ περήφανε που περιμένεις την επιβεβαίωση του ανδρισμού σου όχι στα πεδία των μαχών αλλά στην επιδοκιμασία της Εύας που κάποτε όταν ξύπνησες από τον πρώτο σου λήθαργο και έγινες άνδρας μίλησες έτσι σ’ αυτήν.
- Σάρκα από την σάρκα μου και οστούν εκ των οστέων μου.
-Ομορφιά μου ανείπωτη-πηγή της χαράς και της ζωής μου-αιτία της έχθρας μου με το Πατέρα. Για σένα ο πολύτιμος ιδρώτας μου γυναίκα μου-μάνα των παιδιών μου και όλων όσων θα υπάρξουν.
-Πρόξενος της συμφοράς μου και σύμμαχος εκείνου ου σέρνεται στη γη.
-Δροσερό νεράκι για τα σκασμένα μου χείλη και τα αργασμένα από τον μόχθο χέρια μου.
-Θα σε λακτίζω και θα σε ποδοπατώ για το κέφι μου. Το χέρι μου σιδερένιο. Το δικό σου ντελικάτο περιστέρι.

Αιώνες θα είσαι σκλάβα μου και οδαλίσκη για’ αυτό που έπραξε μαζί με το ερπετό. Έως ότου γίνεις αληθινή γυναικά και κυρία μετά από πολύ καιρό.
Όταν όμως ανεμίζει η αύρα στα μαλλιά σου, όταν αντικρίζω τη θέρμη των ματιών σου φορές-φορές μοιάζεις στην όψη με τον Πατέρα μου και ο νους μου αγαλλιάζει ψυχή μου.
Θα πίνω από το κρασί σου και θα μεθώ όποτε εγώ θέλω, τι κι’ αν μου δαγκώνεις το πλευρό από το οποίο και πάρθηκες.
-Ω άνδρα μου, είπε ταπεινά η Εύα. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Μη με λακτίζεις. Πονώ. Έτσι με έπλασαν όπως με γνώρισες.
Να πίνεις από το κρασί μου κι εγώ από το δικό σου.
Θα σου γαληνεύω τον θυμό και θα σου ομορφαίνω την ημέρα και τη νύχτα σου.
Ω Αδάμ άφησέ με να γείρω στο γρανιτένιο στήθος σου. Κοίτα τι λεπτοκαμωμένη που είμαι. Θα σου γεμίσω τη ζωή με τρυφερές, γλυκές φωνούλες, γέλια και δάκρυα από όμορφα παιδιά.
Κοίταξέ με γλυκέ μου. Τρέμω. Άγγιξε με. Κοινή η μοίρα μας.
Οι τορνευτοί μαστοί μου μικροί λόφοι από αλάβαστρο. Η σάρκα μου λευκή ως χιών απάτητου όρους. Οι λαγκαδιές και οι κοιλάδες μου περιμένουν το άγγιγμα σου. Το σώμα μου γη έφορη περιμένει των σπόρο σου. Τα χείλη μου ολοπόρφυρο τριαντάφυλλο. Ο ομφαλός μου στραφταλίζει ως πολύτιμος σάφπιρος. Τα χέρια μου τρυφερά σαν περιστέρια σε καλούν. Είμαι σαρκοβόρο αιλουροειδές όταν κινδυνεύουν τα παιδιά μου. Θέλω να σαγηνεύω και να μαγεύω σαν σειρήνα, νεράιδα και ξωτικό
Είμαι γλυκιά, αλλά και πικρή, πονηρή αλλά συγχρόνως και τόσο ευκολόπιστη, είμαι η αφέντρα σου, αλλά και η δούλη σου. Σε ανεβάζω άντρα μου στον παράδεισο ή σε ρίχνω στην κόλαση. Είμαι γήινη αλλά και συγχρόνως εμπνέω τα πνεύματα των σοφών. Είμαι ματαιόδοξη αλλά και λογική, αγριόγατα αλλά και περιστέρα, είμαι η βασίλισσα του Σαβά αλλά και μια κοινή γυναίκα, ξεμυαλίζω παλικάρια αλλά και σεβάσμιους γέροντες. Είμαι η νύμφη σου η καλλίστη.

-Ω Εύα το πλατύ στέρνο μου το δασύτριχο περιμένει να γύρεις το όμορφο σου κεφαλάκι πάνω του. Τα χέρια και τα πόδια μου είναι φτιαγμένα με χαλύβδινους μυώνες για να σε προστατεύουν.
Είμαι κακός, αλλά και καλός, είμαι βίαιος, αλλά και πράος, είμαι γλυκύς αλλά και πικρός, είμαι ο αφέντης αλλά και δούλος σου συνάμα. Γίνομαι εξαγριωμένος λέοντας όταν πρόκειται για τα παιδιά μας.
Θέλω να κατακτώ, να γοητεύω και να σκλαβώνω.
Έχω μέσα μου το αντρικό φιλότιμο και την αντρειοσύνη. Είμαι ο νυμφίος σου ο κάλλιστος. Πλαστήκαμε για να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον.
Ω πανέμορφο σάρκινο λουλούδι μου.
Και ο Πατέρας έβλεπε από τους γαλαξίες σκεφτικός.
Σήκωσε το άγιο του χέρι και έγινε μεγάλο κουρνιαχτό.
Υπάρχουν πάντα στη γη οι σκιές του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, του Αδάμ και της Εύας. Μόνο που τώρα δεν φέρουν τις ίδιες ενδυμασίες και στο στόμα τους τα θηλυκά περιφέρουν αυθάδικα κάποιο προϊόν της νέας Ρώμης.

Αδέξια μου αγοράκια και γλυκά μου κοριτσάκια που το πορφύρωμα στο πρόσωπο σας κάποτε θα χαθεί και δεν θα ξαναρθεί. Από πετειναράκια θα γίνετε γεράκια κι’ από κλωσσόπουλα κύκνοι. Όταν έρθει η Στιγμή σας θα θέλετε να είσθε ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Θα μιμείσθε το περήφανο βάδισμα του λιονταριού και την τρυφερή σκερτσάδα της ελαφίνας.
Ω κορίτσια πως τρέμει η καρδούλα σας για το δήθεν σκληρό βλέμμα των αγοριών;
Ω αγόρια πως τρέμει η ψυχή σας για το όλο σημασία βλέμμα των κοριτσιών;
Κι ας φοράτε αλλόκοτα σκληρά ρούχα-Κι ας μιλάτε παράξενη γλώσσα. Η ψυχή σας είναι τρυφερή. Αγνή.
Για σας καρδούλες μου υπάρχει ο κόσμος.
Μερικού από σας θα γίνετε Καίσαρες και άλλοι θα επανδρώσετε θεσμούς. Μην χάσετε όμως την ταπεινότητα και την δικαιοσύνη από τη ζωή σας. Μην γίνεται κροκόδειλοι, ύαινες και σαρκοβόρα. Νιώστε το πόνο και τον κόπο του απλού ανθρώπου, μην αγγίξετε τον ιδρώτα του δουλευτή.

Διοικήστε έχοντας παρακαταθήκη τα ωραία λόγια του Ιησού. Με αγάπη και συμπόνια. Μερικοί θα χαθούν στα σύννεφα. Κρίμα. Οι περισσότεροι θα μείνουν στη γη. Μάθετε να μην βιάζεται γλυκά μου τη γη μας. Η τιμωρία σας γι’ αυτό θα είναι φοβερή. Κάντε τη γη παράδεισο με τον τρόπο του ο καθένας.
Ότι και αν ευαγγελίζεστε αγαπήστε το με όλη σας την καρδιά, την διάνοια και με μεράκι. Θα αγαπηθείτε τότε από όλους τους ανθρώπους. Και αυτό που θα δημιουργήσετε θα είναι θεϊκό. Ότι και αν κάνετε τελικά λουλούδια μου αφήστε την καρδιά σας να τραγουδήσει το αιώνιο παιχνίδι της αγάπης.
Το μεγαλειώδες παιχνίδι της δημιουργίας προσέξετε μόνο να μην το εκχυδαΐσετε. Όσοι το χάσουν θα γίνουν οι καταραμένοι της ζωής.

Κάπου ο συγγραφέας Πάολο Κοέλιο λέει ότι: «Αν θέλετε και επιθυμείτε κάτι πάρα πολύ τότε όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το κατορθώσετε».Ο αγώνας για την τελείωση σας είναι σκληρός για να κατορθώσετε να ξεριζώσετε τα ζωώδη ένστικτα το θυμό, την μοχθηρία, το μίσος, τον άμετρο εγωισμό κ.τ.λ. Όσοι από εσάς ελευθερωθείτε από αυτά θα είστε η ζύμη για μια καλύτερη κοινωνία και ένα καλύτερο κόσμο.
Μέσα μας ελλοχεύουν ένας άγγελος του φωτός και ένα κτήνος.
Δώστε την ευκαιρία στον άγγελο του φωτός να νικάει τις περισσότερες φορές στην πάλη του με το κτήνος και έτσι από γενιά σε γενιά ο άνθρωπος θα θεωθεί, θα γίνει κατ’ ομοίωση του πλάστη.

Όλη η ύλη μέσα στο σύμπαν μετατρέπεται καλά μου σε ενέργεια και η ενέργεια σε ύλη και το παιχνίδι αυτό θα κρατήσει έως ότου έρθει η συντέλεια του κόσμου. Κάποτε όλοι μας θα γίνουμε ενέργεια, αστρική σκόνη και πάλι μετά από καιρό θα γίνουμε ύλη. Τίποτα δε χάνεται από τη αχανή ατέρμονο κτίση του θεού.
Κάπου εδώ αφού συνέβησαν και ακούστηκαν όλα αυτά η καλή νεράιδα άγγιξε ξανά το μέτωπό μου και δια μιας χάθηκε η μαγεία. Γύρισα ξανά πίσω από τη χώρα των ξωτικών και του ονείρου μέσα στην άκαρδη νύχτα στο σκοτεινό μου κελί.
Βγήκα λίγο έξω. Είχε αρχίζει να βρέχει κατακλυσμίαια και είδα να περπατάει στον άδειο δρόμο ένας κουρελής ζητιάνος που προσπαθούσε με ένα σπασμένο βιολί να παίξει μουσική, αλλά ακουγόταν μόνο άγριες στρίγγλες. Με κοίταξε και μου είπε: Ε φίλε, τι θέλεις έξω με αυτή την κοσμοχαλασιά; Δεν έχεις κυρά να σε μαζώξει μέσα; Του απήντησα ένα ξερό όχι.

-Δεν βλέπεις τη πλάση όλη, τα πουλάκια, τα δένδρα, τα φυτά, τα λουλούδια, τα ζώα, όλα έχουν τον κύρη τους και την κυρά τους. Εσύ γιατί όχι;
-Εμένα η κυρά μου πέθανε προτού γεννηθεί.
Σήκωσε τα χέρια ψηλά και άνοιξε το στόμα του προσπαθώντας να βγάλει μια κραυγή αλλά έπεσε μέσα στα θολά λασπόνερα και έμεινε ακίνητος. Το σπασμένο βιολί και το τσαλακωμένο καπέλο του τα παρέσυραν οι μικροί χείμαρροι και το πήγαν στην άβυσσο.
Έριξα μία άγρια ματιά και κάγχασα με το γέρο. Είναι αργά για κάθε τι μουρμούρησε. Καιρός παντί πράγματι. Μπήκα μέσα στο σπίτι και έκλαψα απαρηγόρητος ως το πρωί.
Γιατί αγαπητοί μου να έρχονται στη ζωή μας κάποτε κάτι άγριες βραδιές που σου πνίγουν το στήθος και δεν μπορείς να ανασάνεις; Μουντές, μουγγές, σκληρές και χωρίς έλεος;
Άρχισε το λυκαυγές και ο ορίζοντας έγινε χρυσός, κόκκινος και γαλάζιος.
Θυμήθηκα τους στίχους του εθνικού μας ποιητή που έλεγε: ωραιότατη μέρα προμηνούσε της αυγής το ύστερο αστέρι, σύννεφο καταχνιά δεν με περνούσε στου ουρανού σε κανένα από τα μέρη. Άλλη μια μέρα γλυκιά για τα πλάσματα του θεού.

Ξάφνου νιώθω έναν οξύ πόνο στο στήθος. Χάνομαι. Νιρβάνα. Δεν ξέρω που βρίσκομαι.
Βλέπω το αστρικό μου σώμα να ανεβαίνει τελετουργικά στον αιθέρα και γύρω του άγγελοι και δαίμονες να μάχονται για την κατοχή του. Μακριά στο βάθος βλέπω ένα ολόλαμπρο γαλαξιακό φως που με γεμίζει ζεστασιά και αισθήματα αγάπης. Πλησιάζω φαίνεται τον Κύριο μου, τον Δημιουργό μου, τον Πλάστη μου, τον Κύριο της αβύσσου, τον Κύριο της ζωής και της αγάπης, τον Κύριο των πνευμάτων και πάσης σαρκός. Το αγιασμένο χέρι του απλώνεται προς το μέρος μου και αρπάχτηκα από αυτό.
Εκέκραξα ελέησον με ο Θεός μου κατά το μέγα έλεος σου…
Τώρα νιώθω αιώνια χαρά και λύτρωση.

Αφιερώνεται σ’ όλους τους
μοναχικούς ανθρώπους
της μικρής μας πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ