Η πρώτη φορά που συναντήθηκα με τη λέξη νεύμα και το νόημα που παίρνει εδώ, ήταν ένα ήσυχο καλοκαιρινό απόγευμα, δίπλα στη θάλασσα, όπου στη συζήτηση για το νόημα της ζωής, σε αναφορές ανάμεσα στον Heidegger (Είναι και Χρόνος ) και Hawking (το Χρονικό του Χρόνου), λέχθηκε: «......το νεύμα στην αντίληψη είναι μια νύξη αποκάλυψης νοήματος τόσο ανεπαίσθητη, όσο και η κίνηση που το αντιπροσωπεύει στην καθημερινότητα, αλλά ταυτόχρονα πνοή ή έκλαμψη βαθειάς οικείας αλήθειας, σαν μουσική και σαν χάδι αυτοαποκαλυπτόμενης σημασίας. Mάλιστα, αντιστρόφως ανάλογης ουσιαστικής σημασίας και αντίκτυπου προς την παράξενη ελαφρότητα και ταχύτητα της πρόσληψής του…» Η αναφορά έγινε τη συγκεκριμένη στιγμή για να γίνει κατανοητό το «νεύμα» που συνιστά η σκοτεινή χαιντεριανή αποκάλυψη, σχετικά με την αποαυθεντικοποίηση του ανθρώπου από το «είναι-Dasein» στο βύθισμα στα πράγματα. Μια διαδικασία που υποστηρίζουν οι στοχαστές, χωρίζει την ύλη από το πνεύμα και καταλήγει σαν παρενέργεια στην απορριπτική ως φοβική για τη πλειοψηφία των ανθρώπων εντρύφηση στο πνεύμα ως χάσιμο χρόνου. Λησμονώντας βολικά κι απερίσκεπτα, πρώτα, την όντως πεπερασμένη σχέση χρόνου-υλικής ανθρώπινης ύπαρξης κι έπειτα, το απερίγραπτο κι ανεκτίμητο κέρδος ψυχικού χρόνου ως καλλιέργεια. Υποδηλώνοντας ταυτόχρονα, μια ιδιαίτερη εμμονή στην απόρριψη αυτού του κέρδους ως άχρηστου με άμεση παρενέργεια την άρνηση του νεύματος κατανόησης αρχικά του «πνεύματος του καιρού μας» αλλά και γενικά παντός πνεύματος σύγχρονου ή ιστορικού. Και αναζητώντας μάταια, τυφλοί σ’ όλα τα νεύματα, την ουτοπική υλική αθανασία ή τα υποκατάστατά της.
Επενδύοντας η ανθρωπότητα σε μια βολικά προσδοκώμενη μέλλουσα μεταιχμιακή κατάσταση ανάμεσα στην ύλη και το άϋλο των ψευδαισθήσεων, όντας φυλακισμένη στον εξουσιαστικό φόβο των ποικίλων «δυνάμεων», στην ενοχή των προκαταλήψεων, στα υποκατάστατα της ουσιαστικής νόησης του κενού που συνιστά το μέλλον, εμμένει στην έλλειψη αναζήτησης του πνεύματος.... Σαν τα μικρά παιδιά που μετατρέπουν σε παραμύθι με ανίκητους «δράκους» όλες τις στιγμές φανέρωσης ασύμβατης με την ευκολία, αλήθειας…
Εκείνη τη στιγμή το ελαφρό αεράκι άφησε στη ράχη του απλωμένου χεριού ένα μικρό κατάλευκο φτερό από κάποιο περαστικό πουλί, ίσως. Ήταν απαλότατο και τρυφερό, ένα χάδι της φύσης σχεδόν και προκάλεσε μια αίσθηση βαθειάς ικανοποίησης, σαν επιβεβαίωση της φευγαλέας λάμψης που σημάδευε το ταίριασμα της λέξης με τη σημασία της. Κι έτσι έφθασε να χρησιμοποιείται εδώ.
Τώρα, στην ερώτηση «Τί είναι πνεύμα;», σκέφτομαι το «π» που το χωρίζει από το νεύμα... Αυτή την αιθέρια πνοή που δίνει στη λέξη τέτοιο ανάλαφρο/ ασήκωτο βάρος. Όσο και η φαντασία που τη δημιουργεί.... Και αναρωτιέμαι αν υπάρχει φύση των νευμάτων που συνολικά συνιστούν την αποκάλυψη του πνεύματος, οτιδήποτε αυτό σημαίνει για τον καθένα χρήστη. Αναρωτιέμαι αν μπορεί να περιγραφεί. Αναρωτιέμαι αν η χρήση της γλώσσας ή των αποφάνσεων σοφών ανθρώπων είναι αρκετή να κορέσει την ιδιοτελή υπαρξιακή περιέργεια του ανθρώπου (έστω ανθρώπων), στο δρόμο για την απάντηση ποιό είναι το νόημα της ζωής με όχημα αυτό που αποκαλούμε πνεύμα, το άϋλο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, που όμως με τη νόηση, τη γνώση και τα αισθήματα παράγει ατομικό και συλλογικό πολιτισμό. Και ταυτόχρονα με τη νοηματική της γλώσσας βλέπω/αισθάνομαι ένα «π» και το εννοιολογικό χάσμα νεύμα/πνεύμα γίνεται απροσμέτρητο: το ένα στιγμιαίο, απροσδιόριστο, ανάλαφρο, μια αισθητική ηλεκτρική εκκένωση ιόντων ανάμεσα σε νευρώνες, ασήμαντο για όλους τους άλλους γιατί είναι απόλυτα μη αντιλήψιμο σε οποιονδήποτε εκτός του συγκεκριμένου αποδέκτη. Το άλλο, ανεξάρτητο από χρόνο και τόπο εμπεριέχοντας όμως την ιστορία τους αν θέλει να λογίζεται αληθές, τεράστιο όσο και ό,τι αποκαλούμε παγκόσμιο πολιτισμό ή εγελιανή Παγκόσμια Κοσμική Ψυχή που περιέχει όλους τους ανθρώπους και τη φύση (Weltgeist), ή ανάλογο με μεταμοντέρνα επικαιρότητα, περιορισμένο σαν πνεύμα του συγκεκριμένου κόσμου τον συγκεκριμένο καιρό (Zeitgeist).
Ίσως τελικά να είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω, ένα ασυμπαγές σύνολο από τα βάθη των αιώνων, από αμέτρητες σκέψεις παραχθείσες από νεύματα αποκάλυψης για τις μοναδικές παράξενες ανθρώπινες «θηλειές» που τα δέχθηκαν σαν «επιφάνια» (epiphany) για να πλεχθεί η πλεξούδα της ανθρώπινης νόησης. Μιλιούνια διαφορετικά αυτόγραφα ποιήματα από ανθρώπινα όντα που συμμετείχαν ενεργά ή παθητικά στη σύνθεση του βιβλίου της Ιστορίας. Αυτής που συνιστά την απόλυτη αλλά όχι οριστική σπειροειδή πορεία του Ανθρώπου δια μέσου των γεγονότων και της αλήθειας, στο σαρωτικό φύσημα του ανέμου/χρόνου. Από τον πρωτόγονο μυστικισμό που τροφοδότησε τις προϊστορικές ανθρώπινες ομάδες στο να λατρεύουν τυφλά ό,τι φοβερό δεν μπορούσαν να καταλάβουν, περνά το γένος/είδος στις αρχαϊκές ιστορικές κοινωνίες των Βαβυλωνίων και Αιγυπτίων αρχικά, που με τη συγκρότηση της γλώσσας σε γραφή και την εφαρμογή του Νόμου άρχισαν το μακρύ ταξίδι της Φιλοσοφίας, της Αγάπης για τη Σοφία.
Οι Έλληνες, με τους Θαλή, Αναξίμανδρο και Αναξιμένη πήραν τη σκυτάλη μεταφοράς σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε δυτικό κόσμο, των σκέψεων που πρώτοι τόλμησαν να θεμελιώσουν ώστε να προσγειώσουν το φοβικά υποταγμένο σε θεούς και δαίμονες ανθρώπινο πνεύμα, στην «ύλη» του κόσμου ονομάζοντάς την αντίστοιχα ο καθένας, νερό (=ύδωρ νεαρόν), αέρα, άπειρον. Ο Πυθαγόρας μετά, ο πρώτος στοχαστής που αυτοαποκλήθηκε φιλόσοφος, τους ανατρέπει επιμένοντας ότι αρχική «ουσία» είναι οι μορφές και οι σχέσεις δηλαδή οι αριθμοί κι οι αναλογίες, συγκεκριμενοποιώντας το ερώτημα του «προβλήματος του ενός και των πολλών» δηλαδή, πώς η αφηρημένη τάξη ή μορφή των πραγμάτων εκδηλώνεται στο πλήθος των υπαρκτών αντικειμένων. Ο μυστικισμός και η πίστη του στη μετενσάρκωση, εγκαθιστούν έναν συνδετικό κρίκο του ονομασθέντος δυτικού πνεύματος με την ανατολική φιλοσοφία που, λίγο πριν είχε ξεκινήσει το δικό της θαυμαστό ταξίδι στην ενατένιση και ερμηνεία του κόσμου και της ζωής, με τον Κομφούκιο και το ταο, τον δρόμο της αρμονίας, τον Βούδα και τη άνοδο με διαλογισμό στον έβδομο ουρανό της νιρβάνα.
Και συγχρόνως, έκθαμβοι σήμερα απορούμε, τί άμετρη φιλοδοξία χρειάζεται να ισχυρίζεται κανείς ότι θα προσπαθήσει να συλλάβει ενορατικά έστω και μιαν ελάχιστη ματιά αυτής της συμπαντικής πορείας! Όμως, αυτή ακριβώς η αντίφαση, η ταπεινή συναίσθηση της μικρότητας των εκάστοτε «νευματούχων» σε σύγκριση με το αλαζονικό μέγεθος της φιλοδοξίας, η παράκαμψη της πραγματικότητας (;) ή η υπέρβασή της από ένα συστατικό δομικό στοιχείο του ανθρώπινου «πνεύματος»,την δαιμονική περιέργεια, που μοιάζει παιδιάστικα να βγάζει επιλεκτικά τη γλώσσα φωνάζοντας πεισματικά «ναι, μπορώ» στο ανέφικτο, ίσως είναι η αφετηρία της εξήγησης, τί συνιστά τη φύση του ανθρώπινου πνεύματος.
Από το «γίγνεσθαι» και το αιώνιο αμετάβλητο του Παρμενίδη, το Αέναον της ροής του Ηράκλειτου, το Άτομον του Δημόκριτου, την Ιδέα του Πλάτωνα, την Εντελέχεια του Αριστοτέλη ώς τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, τη θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου, των Quanta, του Big Bang, την Πληροφορική και την Τεχνητή Νοημοσύνη του Καιρού μας, οι αποστάσεις που φαίνεται να κάλυψε το πνεύμα του Homo Sapiens, είναι παράξενα μικρές για το θαυμαστό μερικό αποτέλεσμα. Μερικό αναπόφευκτα, γιατί αποκαλύπτει τη μια πλευρά της φύσης του πνεύματος, αυτήν που αποκαλούμε επιστημονική. Η άλλη, η Ψυχική παραμένει διαχρονικά, ακατανόητα με τη λογική, σταθερή στην μεταφυσική πίστη της στον Ιησού, στον Μωάμεθ, στον Κομφούκιο, στον Βούδα,στη «διδασκαλία» της μακρινής Παράδοσης που δεν μπορεί να ερμηνεύσει πια τον κόσμο, απαιτεί όμως την υποταγή στην επιρροή της Έξυπνης Αυθεντίας, προσηλυτίζει στη θανατηφόρα σαγήνη της Αποκάλυψης της δικιάς της, προσλαμβανόμενης ως αδιαπραγμάτευτα μοναδικής Αλήθειας.
Τί κι αν η ίδια η λογική του ανθρώπινου πνεύματος εμπνευσμένων στοχαστών, υποστηρίζει ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν τόσες μοναδικές αλήθειες και να είναι όλες αληθινές... Τι κι αν σταδιακά πλουτίζει την αλήθεια με νεύματα ανακαλύψεων σοφών στοχαστών αρχικά κι επιστημόνων στη συνέχεια και καταρρίπτει τα επιχειρήματα ή ενσπείρει για όσα ακόμη δεν έχει απάντηση τον υγιή σπόρο της αμφιβολίας μέχρι την παρουσίαση της απόδειξης. Η «ψυχική» πλευρά του πνεύματος εμμένει πεισματικά στην προσωπική «πίστη»,αρνούμενη να δεχθεί τη διάλυση των ψευδαισθήσεων που υποκρύπτουν είτε οικείους ακατανίκητους φόβους και βολικές προκαταλήψεις, ή ιδιοτελείς παραλογισμούς. Και αφήνει τελικά πεδίο ελεύθερο στη δικαίωση της όποιας βίας συγκαλύπτεται κάτω από το βολικό μανδύα της «πίστης».
Γιατί άλλη μια επαναλαμβανόμενη αποκάλυψη στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας είναι το γεγονός ότι αυτή η πλευρά της φύσης του «πνεύματος της πίστης», μέσα στην παραληρηματική εμμονή στην ιδιοτελή πίστη, έχει τη Βία ως κυριότερο σύμμαχο, ως μέσον στην επιβολή της αδιαπραγμάτευτης, μοναδικής «Αλήθειας» της.
Η Βία και [ο] το Κράτος, τα παιδιά της Στυγός, δόθηκαν στον Δία στην ελληνική μυθολογία, για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη πορεία της θεϊκής του εξουσίας! Τι κυριολεκτική ανάθεση στη γλώσσα να εκφράσει με τις έννοιες την πράξη! Και τι απογοήτευση το έλλογο ανθρώπινο πνεύμα να υποτάσσει στην φοβισμένη «ψυχή» την έκβαση της προσδιορισμένης από ελεύθερη βούληση μοίρας του… Να διαλέγει τα κάτεργα του φόβου, της υποταγής σε τυραννικές δοξασίες ενός εκδικητικού, ζηλόφθονου, αποδεχόμενο την κακία ως δοκιμασία «θεού»…
Λες κι ο Θεός του καθενός, αυτή η αίσθηση της πανάρχαιας αρχέτυπης ιερότητας της ύπαρξης έχει ανάγκη, ενώ πρέπει να είναι παντογνώστης και πανάγαθος, τις υπερβολικές ανθρωπομορφικές επιδαψιλεύσεις τιμής και δόξας. Και ενώ κατοικεί παντού άρα και μέσα μας, επιμένουν ότι φορείς κι ερμηνευτές του λόγου του είναι μόνο τα συνήθως ανίερα μυαλά των εξουσιολάγνων «εκπροσώπων» του, καθιστώντας τα πολυτελή «ενδιαιτήματα» της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, μέσον προσπέλασής Του. Λες και Εκείνος, δεν έχει άλλο έργο από το να αναθέτει στην ενοχή την ερμηνεία των «αμαρτιών» του καθενός μας, όπως η ικανότητα να μισεί, να βασανίζει σαδιστικά, να σκοτώνει όχι για να αμυνθεί αλλά για πρόσκαιρο υλικό όφελος συνανθρώπους
…Αμαρτίες στις οποίες ο νοήμων πιστός διάλεξε να πιστεύει (;) πάλι με «ελεύθερη βούληση»… Ή να αναθέτει ο κάθε «πιστός» την αναζήτηση της όποιας πλήρωσης (και πληρωμής) στο ανύπαρκτο μέλλον, εκχωρώντας το σύντομο μοναδικό ζωικό του πέρασμα σε ασήμαντους διαχρονικά, αλλά ικανούς προσωρινά χειραγωγούς της ευπιστίας του και της Ιστορίας! Πόσοι «δίκαιοι πόλεμοι» δεν στηρίχθηκαν και δεν στηρίζονται αναίσχυντα, σε εξουσιαστές ή δημαγωγούς του πνεύματος της εποχής, πάντοτε για τη δόξα Του, πάντοτε εν ονόματι Του…
Ποιά αλήθεια είναι η αληθινή φύση του ανθρώπινου πνεύματος; Τί κάνει το πνεύμα σοφό, ώστε στην ελικοειδή πορεία της ιστορίας, η μία σπείρα να γίνεται καλύτερη ουσιαστικά και πρακτικά, αρμονικότερη προς την πραγματική φύση της, αληθινότερη προς το τελικό σκοπό της ύπαρξής της; προσοχή, όχι της δημιουργίας της γιατί ο τελεολογικός σκοπός της «δημιουργίας», ανήκει στη σφαίρα επιρροής και ανάλυσης των θρησκειών, ένα αποτελεσματικό τέχνασμα εκτροπής της λογικής από το πώς της ύπαρξης στο γιατί της μεταφυσικής δογματικής πίστης.
Το ενδιαφέρον έγκειται στο πώς αυτή η εκτροπή συντηρείται και διατηρείται αυξομειούμενη αλλά πάντα κυρίαρχη στη πλειοψηφία των ανθρώπινων όντων. Παρ’ όλη τη παρέμβαση ξεχωριστών προσωπικοτήτων που προσπάθησαν, σ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας, να επαναφέρουν τουλάχιστον την εκτροπή σε ισορροπία, χτίζοντας με πραγματική αποκάλυψη αληθειών γέφυρα στο χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική και ψυχική φύση του Πνεύματος.
Ο Γαλιλαίος πρώτος ανατρέπει την φενάκη του γεωκεντρισμού, Κοπέρνικος κατάργησε τις πλάνες για τους πλανήτες, ο Νεύτων ανακάλυψε τη βαρύτητα κι ανέτρεψε δοξασίες αιώνων, ο Καρτέσιος είπε το μνημειώδες «σκέφτομαι άρα υπάρχω» αλλά υποστήριξε και τον αδύναμο πια δυισμό σε ύλη και πνεύμα, ενώ ο Λαιμπνιτς με την αρχή του Αποχρώντος Λόγου και την πίστη στις αγαθές προθέσεις του Θεού καθόρισε ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός. Η φιλοσοφία συνεχίστηκε από τον Σπινόζα με την πρόταση ότι δεν υπάρχει παρά μια ουσία με απειράριθμες δυνατότητες που ως απόλυτα αυτάρκης είναι ένα με το σύμπαν, η διάκριση επομένως μεταξύ Θεού-Πνεύματος και Φύσης, Δημιουργού και δημιουργήματος είναι ψευδής και το μόνο που χρειαζόμαστε για να αντιληφθούμε την αλήθεια ως ευδαιμονία αυτής της ένωσης είναι η καρτερικότητα κι η αποδοχή ελέγχου των συναισθημάτων.
Ο ορθολογικός διαφωτισμός κι ο εμπειρισμός του Χιουμ, και ο πολιτικός στοχασμός του «φυσικού δικαίου» του Λοκ, φώτισαν με τον σκεπτικισμό τους την αυτοεξεταστική σκέψη παραδεχόμενοι την αδυναμία του λόγου να αποδείξει τις παραδοχές της γνώσης. Αλλά με σιγουριά ότι η φύση μας έχει εφοδιάσει με αισθητήρια ικανά να βρουν το δρόμο μας στον κόσμο. Ο Καντ με τις Κριτικές του Λόγου έβγαλε τις a priori καθολικές και αναγκαίες αρχές δόμησης της νόησης «Θεός, Ελευθερία, Αθανασία» και της εμπειρίας ή αισθητικότητας ως χώρος και χρόνος σε κοινή θέα. Υποστηρίζοντας την κριτική αναζήτηση της κοινής λογικής, του ωραίου, του υψηλού και της αναδυόμενης τότε επιστημονικής αντίληψης για τον κόσμο, συνδύασε με αξιοθαύμαστο τρόπο ριζοσπαστική αναθεώρηση και συντήρηση, και όντας βαθύτατα ευσεβής, έβαλε τις νέες βάσεις της ελεύθερης βούλησης: ότι η ηθικότητα πρέπει να παρέχει την ίδια της νομιμοποίηση, ανεξάρτητα από θρησκείες και δόγματα.
Ο Χέγκελ, ο Φροϋντ και ο Μαρξ, πήραν τη σκυτάλη και έχτισαν πετραδάκι-πετραδάκι την αντίληψη για τη φύση του πνεύματος, σε επίπεδα αντίστοιχα φιλοσοφικά, κοινωνικοπολιτικά και επιστημονικά που επιτρέπουν σήμερα στον καθένα να έχει την τρομακτική δυνατότητα κι ευθύνη, να αναμετρηθεί τουλάχιστον προσωπικά με τη νόηση και τη γνώση και ελεύθερα, χωρίς πια «θεούς ή δαίμονες» να φθάσει στο προσωπικό του συμπέρασμα. Ο καθένας ερμηνεύοντας με τη δική του αυθεντικότητα τη λειτουργία της συνειδητότητας, την αναζήτηση ερμηνείας για την εξέλιξη της ζωής και του ανθρώπινου πνεύματος, δίνει τη προσωπική απάντηση στη νόηση και γνώση. Αν μάλιστα θέλει, παραμερίζοντας λίγο τον άχρονο Λόγο και τα «άλματά» του, να περιλάβει την τέχνη, έχει συμπληρώσει με την βοήθεια της ανθρώπινης φαντασίας την ερμηνεία του «ωραίου και υψηλού».
Αν κάποιοι καταφεύγουν στη μεταφυσική, σαν αναζήτηση μυστικιστικής παρηγοριάς στην εμφανή σκληρότητα του αγώνα για τη ζωή και την αλήθεια, είναι ανθρώπινο. Αρκεί να γνωρίζουν ότι δεν είναι παρά το πουπουλένιο μαξιλάρι που μας χαρίζουν οι εξουσίες για να κοιμόμαστε όταν εκείνες υπεξαιρούν, «κατατρώγοντας τον Χρόνο» μας, το ζωτικό ζωντανό πνεύμα των «υπηκόων» για ιδιοτελείς πρόσκαιρους σκοπούς, όπως ο Χίτλερ με το δόγμα του lebensraum, όπως ο Στάλιν με τα γκούλαγκ, όπως κάθε δεσπότης με το βούρδουλα της ισχύος. Είναι ο φόρος που πληρώσαμε με τους άκρως καταστρεπτικούς παγκόσμιους πολέμους τον 20ο αιώνα. Είναι ο φόρος που πληρώνουμε για να αισθανόμαστε ασφαλείς στην μακάρια εκούσια άγνοιά μας, αυτοδίκαιοι στην επιπόλαια νοητική τεμπελιά μας, αυτάρκεις στην νοητική ένδειά μας, ήσυχοι πίσω από τα κάγκελα στη φυλακή του φόβου μας.
Κι ας κραυγάζουν οι ποιητές την απόγνωσή τους για την υποκριτική κατάντια μας. Κι ας σημειώνουν με πάθος οι στοχαστές σαν τον Νίτσε ότι ο τελευταίος άνθρωπος έφθασε στο όριο της εξέλιξής του, εξηγώντας ότι η αιώνια επιστροφή δίνει τεράστια αξία στη «στιγμή» που ισοπεδώθηκε από την ιουδαιοχριστιανική ηθική (προσθέτοντας ότι οι Έλληνες πρώτοι, καταφεύγοντας στη τραγωδία, ωραιοποίησαν το τραγικό ανθρώπινο πεπρωμένο). Και αρχίζει ο πραγματισμός των Αμερικανών, η γένεση του εμπειρισμού, της ψυχολογίας, ο πλουραλισμός.
Στην Ευρώπη ξεπροβάλλουν εξαιρετικά πνεύματα όπως ο Βιτγκενστάιν («ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν»), ο Βέμπερ («η ορθολογικότητα παγιδευμένη στη γραφειοκρατία») και προ παντός ο Φρόϋντ, ο Ράσελ ο Σαρτρ κι ο Χάϊντεγκερ. Μέσα από την ψυχανάλυση αρχίζουν να αναδύονται τα ερέβη του υποσυνείδητου, με τον υπαρξισμό αναδύονται οι έννοιες της προσωπικής ευθύνης και των ατομικών επιλογών πέρα από τη τρέχουσα «αστική» ηθική, που ήδη είχε αμφισβητηθεί από τους θετικιστές όπως ο Ρασελ. Και η Σιμον ντε Μποβουάρ αναρωτιέται πού είναι οι γυναίκες και « τί κάνουν με αυτό που είναι», ποιά η δική τους «οπτική γωνία», του φεμινισμού αλλά και γενικότερα του «άλλου» γεννώντας τον μεταμοντερνισμό και την πολυπολιτισμικότητα. Ένας αγώνας που πρώτες ξεκίνησαν μια Μαίρη Γουόλστονκραφτ, μια Μάργκαρετ Φούλερ, και συνέχισαν με το τρόπο τους η Χάννα Άρεντ, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Τζούλια Κρίστευα, η Λόυση Ιριγκαρέ, η Ντόρις Λέσσινγκ, η Αντζελα Ντειβις, η Ναντιν Γκόρντιμερ και πάρα πολλές άλλες γυναίκες της τέχνης, της επιστήμης,της πολιτικής... Όχι κατ’ ανάγκη γνωστές ευρύτερα. Όχι επώνυμες με τη σημερινή μάλλον απαξιωτική έννοια του όρου. Δυνατές ψυχές όμως που πάλεψαν για την αλήθεια τους.
Ποιό είναι το πνεύμα του σήμερα; Μοιάζει η μεγάλη νίκη(;) των φιλελεύθερων ατομικών δικαιωμάτων σε βάρος της συλλογικότητας και των αξιών ισότητας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης του σοσιαλισμού (όχι του υπαρκτού) να έχει καταφέρει μια καίρια ήττα: ταυτόχρονα με τον υλισμό, τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και τον αναδυθέντα φονταμενταλισμό, να περιορίζει την όποια «ελευθερία» μόνο στα όρια της κατανάλωσης. Όχι, δεν κατάφερε να νικήσει την εξουσιαστική βία, την εξάρτηση από φόβο και πείνα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Υποκατέστησε τις αξίες με τεχνητή, δανεική ευμάρεια, με εικονική δημοκρατία,με απάθεια. Χωρίς ζωογόνο περιέργεια, χωρίς πραγματικά ελεύθερη βούληση, με ένα κράτος φοβικά υποκλινόμενο στην ασυδοσία της αγοράς, υποταγμένο σε μια «ανάπτυξη ανεξέλεγκτη χωρίς αυτοπροσδιορισμό με τέτοια πυκνότητα επιπτώσεων που οι αιτίες εξαφανίστηκαν… η οικονομία συνίσταται σε καταστροφή της Αξίας χωρίς εμπόδιο από ιδεολογία, κοινωνία, ιστορία, εκδιδόμενη ολοκληρωτικά στη κερδοσκοπία » (Ζ.Μποντριγιάρ).
Χωρίς πίστη σε ανυπέρβλητες ανθρώπινες πνευματικές αξίες όπως ο σεβασμός στην αλήθεια, στην ελεύθερη σκέψη, στην έμπνευση της δημιουργίας του ωραίου, στη δικαιοσύνη, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Δεσμώτες στον ίλιγγο της ευκολίας, στη ταχύτητα της άμεσα ικανοποιούμενης ενστικτώδους ηδονοθηρίας, στα τοξικά απόβλητα του «πολιτισμού»χωρίς πνεύμα, μιας ανάπτυξης που καταστρέφει, μιας προόδου που υποστρέφει εφαρμόζοντας την απληστία στη συσσώρευση υλικού πλούτου.
Με κανόνες, ούτε καν της ζούγκλας όπου τουλάχιστον οι κανόνες απηχούν την αέναη μάχη της επιβίωσης αλλά των ανθρώπων που βιάζουν κάθε έννοια ανθρωπισμού. Στη παγίδα ενός ακόρεστου καταναλωτισμού, που ξοδεύει άσκοπα, ασυλλόγιστα τα ουσιαστικά πλούτη του πλανήτη γη, σε εφήμερη ασύδοτη κραιπάλη υλισμού, και μάλιστα με πλήρη αναισθησία για τις ανισότητες που έφθασαν ήδη με τη πρόσφατη οικονομική κρίση στη πόρτα όλων.Με πλήρη, απάνθρωπη αδιαφορία για την πείνα τις αρρώστιες, τους πολέμους των αυταρχικών δικτατορίσκων σε βάρος των λαών τους, τυφλωμένοι μέσα στη δική μας αυταρέσκεια, εμείς του «πρώτου κόσμου»για το τί συμβαίνει σε ένα τεράστιο ποσοστό της άλλης ανθρωπότητας που διαλέγουμε να αγνοούμε.
Και όλα αυτά,γιατί; Τί εξαγοράζουμε με τη στάση μας αυτή; Ποιό είναι το όφελος της αντικατάστασης της πνευματικής αναζήτησης νοήματος κι αρμονίας με ύλη που τη βαριόμαστε μόλις την αποκτήσουμε; Πώς απαντούμε στα παιδιά μας όταν προτείνοντας με το παράδειγμά μας τέτοια πρότυπα ζωής τα σπρώχνουμε, στη καλύτερη περίπτωση στην αιώνια επιστροφή στη περίκλειστη μοναξιά και τη νεύρωση του ρατσισμού, στη καταδίκη σ’ ένα ζοφερό μέλλον στη χειρότερη; Kαι ιδιαίτερα στα δικά μας παιδιά, τους απογόνους προσλαμβανόμενου ένδοξου αρχαίου παρελθόντος αλλά αντιφατικού παρόντος, πώς τα πείθουμε να εγκαταλείψουν «…τον φθαρμένο εαυτό που σβήνει…και στη θέση του αίματος να βάλλουμε το πνεύμα…» (Σ.Ράμφος).
Πώς απαντούμε στο αναπάντητο βασικό ερώτημα, για ποιό λόγο η ζωή που τους ετοιμάζουμε, η ζωή που περιμένει τα περισσότερα είναι «σύντομη, σκληρή, βάρβαρη» χωρίς ανάσα, κι ομορφιά κι ανθρωπιά μόνο μια τεράστια χυδαία αγορά; Μια κοινωνία χωρίς το νεύμα του Πνεύματος που αρνούμαστε ότι εγκαταφωλιάζει μέσα μας; Υπάρχουν αντίθετες φωνές; Υπάρχουν νεύματα αισιοδοξίας στο πνεύμα του καιρού μας, αυτό που οικοδομήθηκε πάνω στην ασύδοτη, ανεξέλεγκτα ανταγωνιστική «ανάπτυξη» του καπιταλισμού χωρίς αντίστοιχη κοινωνική πρόοδο κι έφερε τη παγκοσμιοποίηση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου;
Τί μπορεί να αναγεννήσει σε κινητήρια δύναμη του πολιτισμού τα νεύματα του πνεύματος σε καταιγίδα ανάτασης; Τί μπορεί να πολεμήσει την ανθρώπινη τάση για σαδιστική άσκηση εξουσίας, για την παράλογη υλική απληστία, για την τρομοκρατική μισαλλοδοξία, για την αυτοκαταστροφική μανία εκμετάλλευσης κάθε γήινου πόρου μετατρέποντας έτσι το γήινο περιβάλλον από αρμονία συνύπαρξης σε εχθρό της ζωής;
Τί μπορεί να αντιταχθεί στην επικράτηση του αντι-Διαφωτισμού μετά το «τέλος της Ιστορίας»; Μήπως ένας χαρούμενος Σίσυφος που αποδέχεται τη γνώση του φόβου και του πόνου αλλά εκτιμά περισσότερο το νεύμα της πανδώρειας Ελπίδας κάθε φορά που ανεβάζει τη πέτρα;
Ασκώντας το ανθρώπινο πνεύμα στη μάχη με το χρόνο και τον εαυτό του ως μέσον πολιτισμού, ελευθερίας, ειρήνης, και δίκαιας προόδου της ανθρωπιάς....
Αποδεχόμενος την ευθύνη της πρόσληψης του προσωπικού νεύματος για την αντίληψη του άπειρου μεγαλείου του ανθρώπινου Πνεύματος...
(*) Nεύμα ως μουσικός όρος, είναι οι κινήσεις /απεικονίσεις της χειρονομίας. Αποτελούν τα στενογραφικά σύμβολα της σημειωτικής στη βυζαντινή και κατόπιν στη δυτική μουσική, υπομνηστικά μιας προφορικής παράδοσης γνώσης των μουσικών κειμένων, που υποδήλωναν ταυτόχρονα προτροπή εκτέλεσης της μελωδικής εξέλιξης. Νεύμα στη καθημερινότητα είναι ανεπαίσθητη κίνηση σωματική, συνήθως του κεφαλιού με θετικό πρόσημο(ως συγκατάνευση αλλά και των χεριών ή των ματιών) προς χρήση ή κατανόηση αποκλειστικά του ατόμου προς το οποίο απευθύνεται, μυστικό σχεδόν σήμα αποκλεισμού άλλων παρόντων. Νεύμα μεταφορικά, μια θωπεία της ανθρώπινης νόησης στην πορεία για ανακάλυψη ή σήμα αποκάλυψης ψηγμάτων γνώσης. Ο τρόπος του φιλοσοφείν ατομικά, όταν στην αρχική έκλαμψη του νεύματος ακολουθεί μακρύς δρόμος καλλιέργειας της σκέψης. Όπως ακριβώς η εκμάθηση μουσικού οργάνου: τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται σοβαρή προσπάθεια, εμμονή στο στόχο,υπομονή στα λάθη... Τέλος, νεύμα συγκατάνευσης για την έκφραση αγάπης στην Αλήθεια, ως τρόπος του ΕΥ ΖΕΙΝ…
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.