9.9.11

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Τα πλατάνια

Ήταν δεν ήταν δύο χρόνια που τα φύτεψαν, καθ` όλο το μήκος της  παραλίμνιας ζώνης, τρία τέσσερα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Τρυφερούδια  ακόμη, τα πρόσεχαν οι κάτοικοι της περιοχής, τα πότιζαν, σκάλιζαν το χώμα γύρω- γύρω, μετρούσαν πόσο μεγάλωσαν από πέρυσι και υπολόγιζαν, ότι όπου νάναι θα έριχναν τη σκιά τους στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο, όπου θα έστηναν  το καλοκαίρι τα  ξύλινα, χοντροφτιαγμένα παγκάκια τους, για να ανταμώνουν και να τα λένε..
Οι περισσότεροι κάτοικοι, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, φιλοξενούσαν στα σπίτια τουλάχιστον μία-με δύο οικογένειες καταφυγόντων από τα χωριά στα οποία   μαινόταν ο εμφύλιος. Πρόσφατη πολύ η δική τους συμφορά, αγκάλιασαν τους νέους συγκατοίκους με αγάπη και πόνο. Μοιράζονταν τους χώρους στα παλιόσπτιτά τους, τις αυλές, ακόμη και τα στρωσίδια, όταν αυτά  έλειπαν εντελώς. Μόνο που οι νεοφερμένοι φοβούνταν να ξανοιχτούν, δεν μπορούσαν τόσο γρήγορα να συνειδητοποιήσουν, τι ακριβώς συνέβαινε..
Με τα παιδιά όμως, τα πράγματα  πήραν εντελώς διαφορετικό δρόμο από την πρώτη κιόλας μέρα. Το παιγνίδι και η ξενοιασιά της ηλικίας τα ένωσε, και έτσι το τσούρμο που γέμιζε το δρόμο φωνές και φασαρία διπλασιάστηκε. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν βέβαια για να φοβούνται μήπως και γίνει κανένα δυστύχημα.
Το μόνο που ανησυχούσε τους μεγάλους, ήταν η τύχη των πλατανιών. Κάποιος πάντα κατσάδιαζε τους μικρούς ταραξίες να προσέχουν, μην τυχόν και σπάσουν τα δεντράκια, γιατί αλίμονό τους..
Τα δεντράκια από την άλλη είχαν γίνει πόλος έλξης για τα πιο μικρά, εκεί,στην ηλικία των δέκα. Τα έβρισκαν ιδανικά για ορισμένα παιγνίδια, έτσι ευλύγιστα και λεπτοκαμωμένα που ήταν! Τα αγκάλιαζαν σχεδόν με το ένα χέρι, κι εκείνα έκαναν τραμπάλα μαζί με το παιδί!
Παιγνίδι λοιπόν αγαπημένο  το "σκουλήκιασε ο τόπος σου και δεν μπορείς να φύγεις!" ...Κάθε πλατάνι και ένα πιτσιρίκι να στροβιλίζεται με όλη του τη δύναμη, μια προς τη μεριά του δρόμου  και μια στο πεζοδρόμιο. Γέλια, φωνές, σκέτη απόλαυση. Ανάμεσα στα μικρά παιδιά και η Γιώτα, καινούργια στη γειτονιά, και όλο ζωντάνια. Μόλις τέλειωνε από τις δουλειές που η μάνα της την υποχρέωνε να κάνει, ξεχυνόταν στο δρόμο και δεν χόρταινε να παίζει. Φώναζε η μάνα από την αυλή ,"προσοχή, μωρή στου δέντρου,  θα σι σπάσου του κιφάλ αν του σπάσεις!", και η Γιώτα απαντούσε πάντα γελαστή "προυσέχου μάνα μ`".
Το είχαν μάθει όλοι απ` έξω , και πριν προφτάσει να απαντήσει η Γιώτα, φώναζαν όλα εν χορώ "προυσέχου μάνα μ`".
Εκείνη τη μέρα τα παιδιά  δεν πήγαν σχολείο. Είχαν  φουντώσει οι μάχες πολύ κοντά στην πόλη και θεωρήθηκε φρόνιμο να κλείσουν τα σχολεία. Γέμισαν τα πλατάνια παιδόκοσμο, ήρθαν και άλλα, από άλλες γειτονιές, και η Γιώτα πρώτη και καλύτερη. Την άκουσε η μάνα να  γελάει όλο κέφι, και χωρίς καν να γυρίσει  το κεφάλι άρχισε πάλι τις φωνές: "Προσοχή, μωρή στου δέντρου, θα σι σπάσου του κεφάλ αν του σπάσεις!".
Δεν πρόφτασε η Γιώτα να απαντήσει, ούτε η μάνα να της σπάσει το κεφάλι.
Το έκανε ένα διερχόμενο τεθωρακισμένο  που κατευθυνόταν με φόρα για το μέτωπο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ