12.9.11

ΣΠΥΡΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ: O Μαλασαντάς


Μέσα στο κατακαλόκαιρο πάντα με μια μπλε καμπαρντίνα… Με το που αντίκριζε άνθρωπο, αστραπιαία τα χέρια του έκρυβαν το πρόσωπο του. Όταν άκουγε φωνές έκλεινε τα αυτιά του. Περίεργο θέαμα για ένα παιδί, το καλύτερο αντικείμενο πειράγματος για τα πολλά.
Μόλις τον αντικρίζαμε στην οδό Χριστοπούλου, να πλησιάζει έξω από το σπίτι του Παπαναούμ, οι αθεόφοβοι αρχίζαμε τις κοροϊδίες και όλη η γειτονιά στο πόδι.

Θυμάμαι στο παράθυρο την κυρά Αγνή πιο κάτω την κυρά Σελήνη να μας παροτρύνουν να σταματήσουμε.
«Αμπρέ ζουλάπια, έναν γκερεμέ τον παένετε τον άνθρωπο. Θα τον παρλακώσετε ντιπ για ντιπ» σαν τώρα ακούω την φωνή του παππού μου, Σπύρου Μασιακού…
Εμείς τον χαβά μας. Κουβέντα δεν ακούγαμε από κανέναν. «Να πάρεις την καλύβα σου και να φύγεις από το Απόζαρι…».

Κόβει δρόμο από την ούλτσα δίπλα στο αρχοντικό του Μπρουμίδη και εκεί που αμέριμνοι σαχλαμαρίζαμε, ξαφνικά με πιάνει από τους ώμους… Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει .Οι φήμες των παιδιών ότι τρώει παιδιά και γάτες, γυρνούσαν μέσα στο κεφάλι μου. Τραβάει τα χέρια του από τους ώμους μου και με ρωτάει μην προλαβαίνοντας να πάρει ανάσα «Τίνος παιδί είσαι εσύ;». Με τρομαγμένη φωνή, του αραδιάζω όλο το γενεαλογικό μου δέντρο με την σκέψη μήπως και συμπαθούσε κάποιον από τους προγόνους μου και με αφήσει να φύγω. «Να ήξερες αναγκεμένο πόσο αγαπώ αυτή την γειτονιά. Φύγε τώρα…».  Και συνέχισε να ψελλίζει μόνος του… «Άκου του παπά - Άθιμου  δισέγγονος, παπαδοεγγόνι …. διαβολοεγγόνι»

Αυτό ήταν! Ο Μαλασαντάς δεν ήταν τέρας, δεν έτρωγε παιδιά και γάτες, δεν ήθελε το κακό κανενός, ήθελε όμως την ησυχία του.
Έτρεξα με την ψυχή στα πόδια να πω τα νέα στην υπόλοιπη τσακαλαρία, που με παράτησε και είχε φτάσει ήδη στο σπίτι μου φωνάζοντας τον μπαμπά μου για να με σώσει!
Μετά από αυτό το περιστατικό, τα πνεύματα ηρέμησαν, η παρέα συμμαζεύτηκε. Εγώ όμως όποτε τον αντίκριζα, ο ίδιος κρύος ιδρώτας…

Κάποτε πήρα το θάρρος να τον καλησπερίσω «Καλησπέρα κυρ-Σπύρο». Απάντηση καμία… Τα χέρια έκρυψαν το πρόσωπο του αγνοώντας με, με προσπέρασε βιαστικά για να επιστρέψει στον «Παράδεισό» του. Σε μια λαμαρινένια καλύβα δυο επί δυο, στο άνοιγμα ανάμεσα από τα σπίτια του Μπρουμίδη και του κυρ-Παναγιώτη του Γαλατά, χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό και τουαλέτα και με μοναδικό «κομφόρ» την λατρεία του για αυτή την γειτονιά.

Ο Σπύρος Ν. Ζησιάδης, με το παρατσούκλι Μαλασαντάς, προερχόταν από παλιά Καστοριανή οικογένεια. Ερχόταν στην πατρίδα του από την Γερμανία, αφήνοντας εκεί γυναίκα και παιδιά, ζούσε την αγάπη του για την Καστοριά το καλοκαίρι, και με τα πρώτα κρύα επέστρεφε αφήνοντας πίσω τον μικρό του παράδεισο…την γειτονιά του. Την γειτονιά που κάποτε θα του έδινε ένα πιάτο φαγητό, ίσως να είχε και καμιά κουβέντα, όμως με τα χρόνια η πόλη άλλαξε, οι άνθρωποι το ίδιο. Σιγά-σιγά δεν γνώριζε κανέναν και δεν ενοχλούσε κανέναν…

Ο Μαλασαντάς εδώ και χρόνια «ζει» σε μια άλλη γειτονιά, παρέα με όλους τους παλιούς Αποζαρινούς φίλους του. Σμπουργιάζουν κάθε σούρουπο για κανά μαμπέτι, όπως το είχαν αντέτι… Στην γειτονιά αυτή δεν χρειάζεται να κρύβει το πρόσωπο του, όλοι είναι γνώριμοι για αυτόν.

Με την είδηση του θανάτου του πριν χρόνια, τα μηχανήματα και οι γείτονες όρμησαν να καθαρίσουν τον χώρο από τις «παλιότσκες» του κυρ-Σπύρου. Είχα προλάβει και μπήκα στην λαμαρινένια του καλύβα πριν την γκρεμίσουν. Οι φωνές των παιδιών της γειτονιάς, ηχούσαν στα αυτιά μου «πάρε την καλύβα σου και φύγε από την γειτονιά μας» και η αλαφροΐσκιωτη φιγούρα του Μαλασαντά πέρασε φευγαλέα μπροστά μου. Το μικρό καναγκιορίσιο πορτάκι, μου αποκάλυψε τον θησαυρό του κυρ-Σπύρου…

Όλο το εσωτερικό της καλύβας, κιτρινισμένα χαρτιά κολλημένα στους λαμαρινένιους τοίχους της. Κατεστραμμένα τα περισσότερα από τις βροχές και τον χρόνο. Ποιήματα για την πατρίδα, για την πόλη του, για την μαύρη ξενιτιά… Ένα από αυτά κρατάω στα χέρια μου και μου θυμίζει αυτόν τον άνθρωπο, αυτή την γειτονιά, τα παιδικά μου χρόνια και όλα τα παλιά που έρχονται στην σκέψη μου. σαν τα κιτρινισμένα ποιήματα της καλύβας του Μαλασαντά.

ΠΑΤΡΙΔΑ

Ελλάδα μου πατρίδα
Μου δίνεις την ελπίδα
Να ζήσω να ευτυχίσω
Και την χαρά σ ’όλους χαρίσω

Τα χρόνια πέρασαν γοργά
Μακριά στην μαύρη ξενητειά
Το κλίμα κρύο τσουχτερό
Χειμώνες έστηνε πικρό χορό

Στα δέντρα οι κόρακες οι μαύροι
Καθόντουσαν μοιρολογούσαν
Τα σύννεφα αγέρας να τα πάρει
Τον Πλάστη μας παρακαλούσαν

Όταν θα φύγεις μακριά
Να καζαντίσεις τον παρά
Ο κόσμος γύρω σου θλιμμένος
Είναι σκοτεινιασμένος

Τι δώρο ειν ’ ευλογημένο
Ελλάς με ήλιο προικισμένο
Την πλάση όλη μας φωτίζει
Κι’ αθάνατη ζωή σκορπίζει.

              Σπύρος Ν.Ζησιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ