9.9.11

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΗΛΙΑ ΡΟΥΝΗ: Δύο ποιήματα

Γιατί

Από μακριά τ’ αγνάντεψα,
πικρέ αδελφέ το Βίτσι
και πιο κοντά ξεδιάκρινα καλά
τα Κουλκουθούρια
και σίμωσα και έψαχνα
ολόγυρα τον τόπο.
Και βγήκα γύρω κόκαλα
γυμνά και ξασπρισμένα
κι έσκυψα και τα φίλησα με
μάτια δακρυσμένα.
Δικά σου κι αν δεν ήτανε,
δικά σου τα θωρούσα
κι είπα με πόνο κι άκουγε βουβό
τ’ αγέρι μόνο:
Κίνησες κι ήρθες άρρωστος και
με τη νιότη αντάμα
και με τη φλόγα της ψυχής
γι’ αγώνα για το δίκιο.
Και σαν εσέ κι άλλοι πολλοί,
αγόρια και κορίτσια,
γυναίκες φαμελίτισσες, γυμνοί
και νηστικοί
κι εμμείνατε να δείχνετε τα
σύνορα του Άδη.
Πάνω στο Βίτσι όπου εσύ,
στο Γράμμο και στην Πίνδο
και στ’ άλλα βουνά της χώρας μας επάνω.
Γιατί; φωνάζει η μάνα σου
κι άλλες πολλές μανάδες;




Χαμός

Ήρθες γερός μες στη ζωή
και τράνεψες και μέστωσες
και τη ζωή χαιρόσουν,
ώσπου οι σειρήνες ήρθανε
με τα τραγούδια τα γλυκά
και τα μελιά τα λόγια.
Κι επήρες δρόμους
εύκολους (στην αρχή),
ηδονικούς
και δήθεν φωτεινούς,
θολούς στο τέλος,
καπνίζοντας, ξεσκίζοντας
τις σάρκες σου
με το νυστέρι του θανάτου,
πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ.
Επέρασες Αχερουσία Λίμνη
χωρίς να φτάσεις κάποτε
στα Ηλύσια πεδία:
Επνίγηκες μέσ’ στα θολά νερά
κι εχάθηκες στα Τάρταρα
των ψεύτικων παραδείσων.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ