10.6.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Από τα χωράφια στα σαλόνια



Σκέψεις για την Ελλάδα και την Ο.Ν.Ε.


‘Ενας χωρικός από ένα ορεινό χωριό κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Παρακινημένος από τα φώτα και τη ζωή της μεγαλούπολης, παρασύρεται και θέλει κι αυτος να γευτεί τις «γλύκες» της, να κάνει τη μεγάλη ζωή. Αποφασίζει λοιπόν να πάει σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο με τιμοκατάλογο βεβαίως αρκετά τσουχτερό. Προκειμένου να γίνει αποδεκτός στο ακριβό αυτό μαγαζί, αναγκάζεται να αγοράσει μοντέρνο και επώνυμο κοστούμι. Ο δε λογαριασμός του εστιατορίου, που αναπόφευκτα έρχεται μετά το πλουσιοπάροχο γεύμα, είναι εξαιρετικά υψηλός, ώστε μοιραία εξαφανίζει όλες τις οικονομίες του χωρικού. Εντούτοις, εκείνος, θαμπωμένος από τη ζωή στην πόλη, αποφασίζει να μην επιστρέψει στο χωριό του, αλλά να μείνει μόνιμα στην πρωτεύουσα και για μπορέσει να ενταχθεί στο νέο περιβάλλον, θέλει να αγοράσει νεόδμητο διαμέρισμα καθώς και αυτοκίνητο υψηλού κυβισμού, αφού αισθάνεται ότι το αγροτικό όχημα του προκαλεί σχόλια και θυμηδία σ’ όσους το βλέπουν. Ο χωρικός μας, καθώς δεν έχει άλλα χρήματα, αποφασίζει να καταφύγει σε μια τράπεζα για να πάρει δάνειο, όπου οι υπάλληλοι με χαμόγελα και προθυμία σπεύδουν να τον εξυπηρετήσουν και να τον διευκολύνουν. Μόνο που σε αντάλλαγμα, του ζητούν μερικές υπογραφές. Υπογραφές σε κάποιες συμβάσεις, τις οποίες βιάζεται να υπογράψει και δεν προλαβαίνει να διαβάσει, διότι έχει σημαντικότερες δουλειές να κάνει: ετοιμάζεται να πάει σε ένα κέντρο διασκεδάσεως…

Τη συνέχεια της ιστορίας δεν υπάρχει λόγος να τη γράψουμε, γιατί μπορεί εύκολα να τη μαντέψει ο αναγνώστης…
Tο παραπάνω παράδειγμα, που ασφαλώς αφορά σε εκατομμύρια συμπατριωτών μας, οι οποίοι κλήθηκαν ή θα κληθούν στο άμεσο μέλλον να πληρώσουν το τίμημα των εσφαλμένων επιλογών τους, είναι βεβαίως μια αδυσώπητη πραγματικότητα. Αμέτρητο είναι το πλήθος των νεοελλήνων που δανείστηκαν για να αγοράσουν κατοικίες, η αξία των οποίων υπερέβαινε καταφανώς τις δυνατότητες τους…

Η ευθύνη της Πολιτείας εν προκειμένω έγκειται στο ότι άφησε ανεξέλεγκτο το τραπεζικό σύστημα να εμπλακεί σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα χωρίς όρια, με χορηγήσεις δανείων αμφίβολης εξασφάλισης, δυναμιτίζοντας έτσι τα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια της χώρας. Όμοια ευθύνη βαρύνει και όλους εκείνους τους φορείς που εκ της συστάσεως τους οφείλουν να παρακολουθούν το τραπεζικό σύστημα και τις πράξεις και την πρακτική των τραπεζών. Σε αυτούς τους φορείς συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όμως η οικονομική κρίση δεν προέκυψε βεβαίως από το ιδιωτικό χρέος. Αντίθετα, θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι η αδυναμία των ιδιωτών ως προς την πληρωμή των υποχρεώσεων τους, είναι απόρροια του δημόσιου χρέους και των μέτρων που ελήφθησαν από τις δυο τελευταίες κυβερνήσεις για να το τιθασεύσουν – τα οποία στρέφονται κατά μέτωπο σε βάρος των ιδιωτών.

Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο πρεσβύτερος, οραματίστηκε και αγωνίστηκε για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δεν είχε βεβαίως κατά νου τα οικονομικά οφέλη, αλλά πρώτιστα σκόπευε στη σταθερότητα που θα παρείχε η πολιτική ένωση της χώρας με την Ευρωπαϊκή οικογένεια. Τα οικονομικά οφέλη ήταν παρεπόμενα και εξαρτιόνταν από τους χειρισμούς των μελλοντικών κυβερνήσεων.
Το γεγονός ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κατά βάση πολιτική Ένωση της ΕΟΚ μετεξελισσόταν σε Νομισματική Ένωση, τη διακυβέρνηση της Ελλάδας είχε ο πολιτικός σχηματισμός εκείνος, ο οποίος κατά την ανάρρηση του στην εξουσία είχε ως σύνθημα το αλησμόνητο «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και χάρη σε αυτό και άλλα παρόμοια λαϊκιστικά συνθήματα όφειλε την ανάρρηση του αυτή στη κυβέρνηση της χώρας, είναι μια ακόμη αδυσώπητη πραγματικότητα.

Η τοποθέτηση του συνθήματος εκείνου στα ντουλάπια της Ιστορίας και η αντικατάσταση του από την πρακτική του «πάμε να τα αρπάξουμε από τους κουτόφραγκους» είναι μια ακόμη πραγματικότητα, που προοιώνιζε την εξέλιξη των δημοσιονομικών της χώρας ως τα σημερινά «τάρταρα».
Το ότι βεβαίως οι θεσμικοί φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι μεγάλες χώρες που κατ’ ουσία την κυβερνούν, δεν μερίμνησαν όλα αυτά τα χρόνια να «φρενάρουν» τις ελληνικές πρακτικές, ώστε να μη φτάσει η χώρα σε αυτό το σημείο, δείχνει το ανειλικρινές του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής και της νομισματικής ένωσης, που μακροπρόθεσμα τις καταδικάζει σε αποτυχία και διάλυση…

Με το χωρικό λοιπόν εκείνο του ορεινού χωριού που κατέβηκε από τη στάνη και τα χωράφια του χωριού του στα σαλόνια της μεγαλούπολης, μοιάζει πολύ η πορεία της Ελλάδας προς τη Νομισματική Ένωση της Ευρώπης. Χαλκεύοντας οικονομικά στοιχεία ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις που έταζαν οι Συνθήκες, αποκρύπτοντας αλήθειες ώστε να περνά τις οικονομικές προδιαγραφές, μια χώρα του νότου που κινείτο σε άλλους ρυθμούς, θέλησε να εξομοιωθεί, ως δια μαγείας, με τις πλούσιες χώρες του Βορρά, χωρίς όμως να προβεί σε όλες τις αλλαγές που απαιτούνταν για το σκοπό αυτό και χωρίς βεβαίως το πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε αυτή τη χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια να εξηγήσει στους πολίτες τις προϋποθέσεις για την ένταξη σε αυτή την Ένωση και τις συνέπειες της. Ίσως επειδή και το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν είχε συνειδητοποιήσει την κατάσταση και τα δεδομένα, ίσως επειδή δεν είχε διαβάσει τις διεθνείς συμβάσεις που υπέγραφε και δεν αντιλαμβανόταν τις συνέπειες των υπογραφών του, όπως συνέχιζε και συνεχίζει άλλωστε να κάνει ακόμη και την ώρα που η ταλαίπωρη χώρα έχει εισαχθεί στην «εντατική»…

Όταν σε ένα εργοστάσιο προσλαμβάνεται ένας εργάτης ή ένας υπάλληλος και κάνει συνεχώς λάθη, το αφεντικό του απλώς δεν τον ξαναπαίρνει στη δουλειά. Η πολιτική ηγεσία αυτής της χώρας – εκατέρωθεν, και των δυο κομμάτων της συγκυβέρνησης – συνεχίζει απτόητη την ίδια εσφαλμένη πορεία και τακτική, δεκαετίες τώρα. Και ο ελληνικός λαός, ο εργοδότης και το ουσιαστικό «αφεντικό» του πολιτικού κόσμου, δεν αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές, που θα στείλουν στο σπίτι τους πλήθος πολιτικών κάθε βαθμίδας…

Με όλα τα παραπάνω δεν εισηγούμαι βεβαίως την διεθνή απομόνωση της χώρας, οφείλω όμως να επισημάνω αυτό το αυτονόητο που ο κάθε εχέφρων πολίτης αντιλαμβάνεται: η σημερινή πορεία της χώρας δεν οδηγεί πουθενά. Και βεβαίως όπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική και στην οικονομία δεν είναι όλα «άσπρο-μαύρο»: από το μάταιο αγώνα για προσαρμογή στα δεδομένα του Ευρωπαϊκού βορρά με την υπάρχουσα συνταγή, ως τη μετατροπή της χώρας σε Βόρεια Κορέα, υπάρχουν ασφαλώς πολλά ενδιάμεσα στάδια. Και τα διλήμματα του τύπου «ή πιστή εφαρμογή όλων των μέτρων ή επιστροφή στη δεκαετία του 1950» είναι και παραπλανητικά και κάλπικα αλλά και κακόβουλα, από όποιον και αν τίθενται…

Όπως ο χωρικός του παραδείγματος, ο οποίος εγκατέλειψε τα χωράφια και τα ζώα στο χωριό, για να μπορέσει να ζήσει στην πρωτεύουσα, αλλά στην ουσία αποστερήθηκε τα μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειας του, έτσι και η δύσμοιρη Ελλάς σύντομα θα αποστερηθεί βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της, την ελπίδα δηλαδή για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών της. Θα τις αποστερηθεί, διότι αυτό θα είναι το τίμημα της «ακριβής λέσχης» στην οποία θέλησε να ενταχθεί, ο λογαριασμός του «πολυτελούς εστιατορίου» στο οποίο θέλησε να δειπνήσει και των συμβάσεων εν είδει Μνημονίου που η ηγεσία της έσπευσε να υπογράψει. Και δυστυχώς δεν έχει ακόμη ξυπνήσει ούτε η χώρα, ούτε οι πολίτες.

την ιατρική επιστήμη μερικές φορές μια επώδυνη λύση είναι σαφώς προτιμότερη από μια παρατεταμένη και εξίσου επαχθή θεραπεία, που δεν οδηγεί πουθενά και το μόνο που πετυχαίνει είναι να καταπονεί τον ασθενή, ικανοποιώντας τους πειραματισμούς των γιατρών. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή, σε κρίσιμες στιγμές των ανθρώπων: καλούνται να πάρουν αποφάσεις κρίσιμες, σκληρές, δύσκολες, αλλά αναγκαίες… Στην περίπτωση μας, η μονομερής στάση πληρωμών είναι μια κάποια λύση: σκληρή απόφαση – με συνέπειες ασφαλώς. Αλλά η πορεία που ακολουθεί η χώρα έχει συνέπειες τραγικότερες, διότι οδηγεί στην καταδίκη των πολιτών, μετατρέποντας τη ζωή τους σε κόλαση, χωρίς πουθενά στον ορίζοντα να φαίνεται η ελπίδα.

Όταν ένας ασθενής πάσχει από γάγγραινα, ο γιατρός εισηγείται τον ακρωτηριασμό προκειμένου να σωθεί το υπόλοιπο σώμα. Η ζωή του ασθενούς στην συνέχεια δεν θα είναι ίδια, θα έχει όμως αποθεραπευτεί και θα μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς. Έτσι και με τη χώρα μας: αργά ή γρήγορα θα γίνει αντιληπτό ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη λύση, από την έξοδο από την Ευρωζώνη, για τον πολύ απλό λόγο ότι κακώς εισήλθε, κακώς συνέχισε και κακώς επιμένει. Η ελπίδα τόσο για την Ελλάδα, όσο και για αρκετές άλλες ομοιοπαθείς χώρες, είναι να ακολουθήσει την «Έξοδο» ένα διαζύγιο συναινετικό και όχι μια σφοδρή αντιδικία… Διότι το τραγικότερο όλων για μια μελλοντική κυβέρνηση, που θα προσπαθήσει να σώσει τη χώρα από άφρονες υπογραφές προγενέστερων κυβερνώντων, είναι η διόλου απίθανη εμπλοκή της σε δικαστικές αντιδικίες με τους δανειστές.

Διότι η εξελισσόμενη προσπάθεια βαλκανοποίησης του εισοδήματος των πολιτών και η μετατροπή της χώρας σε δεύτερη Βουλγαρία είναι περισσότερο από ολέθρια και δεν οδηγεί πουθενά. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία, όπου οι μισθοί και οι συντάξεις βρίσκονται στο επίπεδο της πείνας, φυσικά και δεν ευημερούν: ο μόνος δείκτης στον οποίο διακρίνονται, είναι αυτός της αθρόας εξαγωγής φτηνού εργατικού δυναμικού… Και η εμμονή σε αυτό το δρόμο θα έχει συνέπεια όχι τον ακρωτηριασμό – που θα ήταν μια επαχθής λύση, αλλά πάντως μια κάποια λύση – αλλά την εξάντληση και την εξαθλίωση των πολιτών σε ένα αγώνα για το μάταιο και το άπιαστο, καθώς η εσωτερική υποτίμηση που με ζήλο εξακολουθεί να προωθείται, δεν έχει κανένα όφελος για τους πολίτες, δεν δίνει καμιά προοπτική και υποτιμά απλώς τη νοημοσύνη τους….
Σημειώνω κλείνοντας πως η στάση πληρωμών είναι πράγματι πολύ σημαντικό ζήτημα. Σημαντικότερη όμως είναι η στάση όλων μας απέναντι στα γεγονότα…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ τον Απρίλιο 2012




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ