21.6.12

ΧΑΡΑΣ ΣΑΡΡΗΓΙΑΝΝΙΔΟΥ: Κύκνειο άσμα



«Καθένας είναι μόνος στην καρδιά της γης πάνω
καρφωμένος από μιαν ηλιαχτίδα:
κι αμέσως βραδιάζει»
Σαλβατόρε Κουαζιμόντο, Κι αμέσως βραδιάζει

Πρωινό ζεστό του Απρίλη. Ανοιξιάτικος γλυκός ήλιος. Στο νοτισμένο χορτάρι που αναβλύζει μυρωδιές, στις κορυφές των βουνών, όπου το χιόνι λιώνει, σ’ αυτή την πόλη τη μικρή τη λατρεμένη τη μισητή, στη λίμνη που γιατρεύει τις πληγές της, στις ψυχές των αιωνίων νέων, η άνοιξη αναπνέει. Η Περσεφόνη βγαίνει ξανά στο φως. Η ομορφιά φέρνει δάκρυα στα μάτια αυτών που βλέπουν. Παιδικά τραγούδια, γέλια και φωνούλες. Μα μια είδηση Θανάτου, σκληρή και παράταιρη, κυκλοφορεί.

Κι εκείνη, μία από τις παλιές συμμαθήτριες της αποθανούσας, αφού έμαθε το νέο, με τα μάτια κλειστά αποζήτησε παραμυθία στην αγκαλιά του Μορφέα. Κι τότε στου μεσημεριού τη ραστώνη, όταν οι σκιές επισκέπτονται τους ανθρώπους βυθίστηκε σε όνειρο βαθύ. Και είδε τη φίλη που έφυγε πρόωρα και άδικα και δεν αποχαιρέτησε ποτέ. Είχε τη νεανική εμφάνιση των σχολικών χρόνων. Η ηλικία στα όνειρα είναι η ηλικία της καρδιάς, η μόνη αληθινή. Την αγκάλιασε σφιχτά και τη ρώτησε πώς είναι. Απάντησε θετικά και η όψη της ήταν χαρούμενη. Κι ύστερα τη ρώτησε πού είναι, αλλ' απάντηση δεν πήρε. Κι αυτή η σιωπή έγινε σκοτάδι και σκόρπισε τη χαρά της αντάμωσης μακριά. Κι όταν ξύπνησε είχε μια πίκρα στα χείλη.

Δεν είναι πως απέφευγε τη σκέψη του θανάτου. Τον συλλογιζόταν άλλοτε με το φόβο του κενού και σε στιγμές απελπισίας σαν το ύστατο καταφύγιο γαλήνης. Τώρα όμως της φάνηκε απλά παράλογος, λες και υπήρχε λογική στη ζωή και στο θάνατο. Και τότε ξαφνικά αναδύθηκαν και οι αναμνήσεις, τόσο καλά κρυμμένες στα μύχια της ψυχής. Οι μνήμες μιας εφηβείας, αθώας κι αδυσώπητης, θλιμμένης και όμορφης, παράφορης και ιερής. Τόσο ξεχασμένες εικόνες, τόσο μακρινές, μα πάντα παρούσες βαθιά σε κάθε ανάσα. Κι η θλίψη της απώλειας έγινε θλίψη για όσα χάθηκαν στου χρόνου τα χαλάσματα. Κι ακόμη θλίψη για την ατιμία της λήθης, αυτού του μαγικού φίλτρου που τόσο αποζητούμε.

Με τη δύση του ήλιου το βλέμμα της αιχμαλώτισε η εικόνα ενός λευκού κύκνου σε κάποιο βιβλίο, που άνοιξε τυχαία. Κι αυτόματα ανακάλεσε πως ο βουβός κύκνος σαν νιώσει πως θα πεθάνει τραγουδά το μοναδικό τραγούδι του, τραγούδι ιδιαίτερης χαράς και ομορφιάς, τραγούδι που νικά του εφήμερου την πλάνη. Τότε, στη σκοτεινή λίμνη της καρδιάς της αφουγκράστηκε ένα εξαιρετικό άσμα με χιλιάδες ήχους, χρώματα κι αρώματα κι ένοιωσε πικρά πως κάθε στιγμή, που φεύγει και χάνεται, πρέπει να είναι σαν άσμα πρώτο, σαν άσμα στερνό κι έρωτας αιώνιος...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 3 Μαΐου 2012, αρ. φύλλου 640.

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ