8.6.12

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Έξοδος




Πεθαίνοντας στο Σύνταγμα


Διάλεξε εσύ την έξοδό σου.
Μάρκος Μέσκος Στον ίσκιο της γης

Ολοφάνερο είναι ότι ένας πολιτισμός
που αφήνει ανικανοποίητα τα περισσότερα
από τα μέλη του και τα οδηγεί στην εξέγερση,
δεν έχει ούτε την προοπτική ούτε άλλωστε
και την αξίωση να διατηρείται μόνιμα.

Σίγκμουντ Φρόϋντ

Ο ηλικιωμένος άνδρας στέκει, το πρωί της 4 Απριλίου του 2012, αντικρίζοντας το ελληνικό κοινοβούλιο. Ακουμπά σ’ ένα δέντρο. Κάτι ακατάληπτο ψιθυρίζει ή βροντοφωνάζει -δεν έχει σημασία τι- στον κόσμο γύρω του. Προτού κανείς καταλάβει περί τίνος ακριβώς πρόκειται σηκώνει το οπλισμένο του χέρι και τινάζει τα μυαλά του στον αέρα. Δίπλα του θα βρεθεί ένα ιδιόχειρο σημείωμα... Ένα σημείωμα που εξηγεί την πράξη του αυτόχειρα και σχεδόν κραυγάζει την (δική του άποψη για την) αλήθεια. Αυτό μέσες άκρες είναι το περιστατικό και το σκηνικό μέσα στο οποίο τα παραπάνω διαδραματίστηκαν.

Πολλά έχουν γραφτεί «περί αυτοκτονίας». Παράμετροι και ερμηνείες πολυποίκιλες με προσεγγίσεις θεολογικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές, οικονομικές έχουν αναδειχθεί. Άπειρες μελέτες έχουν γίνει που κινούνται σε όλα τα επίπεδα και τις τάξεις της κοινωνίας άλλοτε με ηλικιακά γνωρίσματα ή ακόμα μορφωτικά, επαγγελματικά και θρησκειολογικά εξηγούν ή προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί ένας άνθρωπος αυτοκτονεί. Η κατάθλιψη και η συνεπαγόμενη αυτοκτονία (παρορμητική ή μετά από μεγάλη και βασανιστική διαπραγμάτευση του υποκειμένου) καλύπτουν επιθετικότητα και θυμό η οποία τελικά στρέφεται ενάντια στο ίδιο το υποκείμενο. Η αυτοκτονία, ως μείζων καταστροφική πράξη κατά του εαυτού, που έχει χειραγωγηθεί και οδηγηθεί μέσα από τον μηχανισμό της ε ν δ ο β ο λ ή ς, περνώντας από τα στάδια της αυτομομφής και αυτοϋποτίμησης καταλήγει στην τιμωρητική πράξη που θα εξιλεώσει ή θα δώσει λύση.

Η αυτοκτονία σαν μέγιστη (αυτο) «καταστροφική χειρονομία» τερματίζει κάθε διάλογο. Το πρώτο που δηλώνει ο αυτόχειρας είναι ότι αρνείται να κοιτάζει προς το Μέλλον. Η πράξη του αποτελεί μια βίαιη διακοπή της αφήγησης της ζωής και της διαπάλης της. Την αφήγηση μετά την αυτοκτονία καλούνται να ολοκληρώσουν άλλοι. Οι ειδικοί (ο ψυχαναλυτής ή ο ψυχίατρος). Πολύ λιγότερο ο ιατροδικαστής, ο ιερωμένος ή ο δημοσιογράφος. Και ακόμα λιγότερο «το κοινόν» το οποίο πληροφορείται ακόμα πιο λίγα πράγματα. Καθώς η αυτοκτονία αποτελεί μια λυσιτελή ιδιωτική πράξη που οδηγεί στην κατάργηση της οντότητας του μοναδικού ανθρώπου (κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός) ίσως δεν πρέπει να τίθενται σε δημόσια αναδίφηση οι όροι και οι προϋποθέσεις κάτω από τα οποία αυτή συντελέστηκε. Γιατί ακόμα κι αυτές που δηλώνονται ως «εξηγήσεις», στις επιστολές και τα κατάλοιπα του κάθε αυτόχειρα, θα τολμούσα να πω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ψευδείς. Η έστω, απαλύνοντάς το προηγούμενο, ψευδεπίγραφες και παρελκυστικές. Πίσω από «αυτό που λέγεται» (ή γράφεται) «προκειμένου κανείς να εξηγήσει», ένας άλλος ασύνειδος, δύσβατος και σκοτεινός κόσμος βυσσοδομεί ώστε να καλυφθούν και να αποκρυβούν επιμελώς πολύ περισσότερα. Σε μια τέτοια διαδικασία ο καθείς βρίσκει τα σημαίνοντα και τους συμβολισμούς που του επιτρέπονται. Κατορθώνοντας να απαντήσει σε δέκα ερωτήματα βρίσκεται αμέσως αντιμέτωπος με άλλα εκατό μπροστά του.

«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κάθε ίχνος επιβίωσής μου»
Ίσως με την αυτοκτονία του Ομηρικού Αίαντα μπορώ να αντιπαραβάλλω τη αυτοκτονία του γέροντος στο Σύνταγμα. Ο Αίας καταλαμβάνεται από ιερή οργή (μανία) καθώς προτιμήθηκε ο Οδυσσέας, ο πολύτροπος άνδρας, να λάβει τον οπλισμό του Αχιλλέα κι όχι ο ίδιος ο οποίος θεωρεί την ανδρεία και την ρωμαλεότητά του δεδομένη και ακαταμάχητη. Αποφασίζει να επιτεθεί εναντίον των υπολοίπων Ελλήνων αλλά η Θεία μέριμνα τον στρέφει κατά του εαυτού του. Τρελαίνεται λοιπόν και αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στο σπαθί του.

Μεταφέρει κάποιο μήνυμα αυτή η αυτοκτονία; Και βέβαια αφού το θύμα το επεδίωξε. Σχεδόν μας βροντοφωνάζει: “Δεν συζητώ πια άλλο. Κατέχω την αλήθεια και έχω τη λύση. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την προσφυγή στη βία. Όμως επειδή δεν μου επιτρέπεται να αντιδράσω, καθώς είμαι γέροντας κι ανήμπορος, αφήνω μπαϊράκι και μαζί ευχή και κατάρα το άψυχο κορμί μου μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων».

(…) «Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε το Καλάζνικοφ ο δεύτερος θα ήμουν εγώ)…»

Αφήνοντας κατά μέρος τις ψυχωτικές καταθλίψεις που οδηγούν σε παρορμητικές, και κατά κανόνα «επιτυχείς» αυτοκτονικές απόπειρες, πολύ έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία θα διακρίνει κανείς σε όλες τις αυτοκτονίες. «Όροι ματαίωσης» επίσης σημαδεύουν την πράξη. Η πληγωμένη υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια, πρωτοστατούν σαν εξηγήσεις τόσο από το ίδιο το υποκείμενο που στρέφεται κατά του εαυτού του όσο και από τους κατοπινούς εκτιμητές που ερευνούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή η πράξη εκτελέσθηκε:

«…δεν μπορώ να βρω άλλον τρόπο αντίδρασης εκτός από ένα αξιοπρεπές τέλος, πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για τη διατροφή μου.»

Η αυτοκτονία στο Σύνταγμα μας υποχρεώνει πρώτα απ’ όλα να σταθούμε σιωπηλοί μπροστά στη μνήμη ενός συμπολίτη μας που διάλεξε αυτόν τον τραγικό τρόπο της «εξόδου». Αλλά η εκεχειρία αυτή παραβιάσθηκε ήδη από πολλούς. Κυρίως όμως από εκείνους που στην δεδομένη στιγμή θα ’πρεπε να σιωπήσουν με σημασία. Εννοώ τους λίαν ομιλητικούς και σχεδόν πάντοτε παρορμητικούς «πολιτικούς άνδρες» οι οποίοι φαίνεται δεν ορρωδούν προ ουδενός. Ούτε και μπροστά στο Θάνατο ακόμα. Απίστευτες μικρότητες, γελοιότητες εκστομίστηκαν και ερασιτεχνικές προσεγγίσεις από αυτούς τους καθ’ ύλην αρμοδίους χειριστές του λαϊκού θυμικού και της δυναμικής της μάζας. Παρά πολλοί έσπευσαν να πολιτικοποίησουν, να ηρωοποιήσουν, να νοηματοδοτήσουν και να καρπωθούν οφέλη, άλλοι διέπραξαν καταφανώς «ύβριν» και αρκετοί βρήκαν οδηγό και σημαία στον «αντιμνημονιακό αγώνα» τους.

Η αυτοκτονία του ανθρώπου αυτού είναι αξιοπρόσεκτη για την θεατρικότητά της καθώς διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού μιας τυπικής υστερίας (με φόντο το κοινοβούλιο, αποζητώντας κοινό- αυτόπτες μάρτυρες, σε ώρα αιχμής). Η τέλεσή της φέρει ολόκληρο το εθιμοτυπικό και την βάσανο των μεγάλων φανατικών και των «μαρτύρων». Ανήκει στο συλλογικό μετείκασμα η αποτύπωση των συνεπειών της και η αποκάλυψη της (“μαχητικής”) αλήθειας της. Πάνω απ όλα διακρίνεται ό θυμός που διακατέχει τον αυτόχειρα. Μπορεί να θυμίζει τα πυρπολημένα σώματα των μοναχών του Θιβέτ και άλλων που βουβά θυσιάζονται για μια ιδέα προκειμένου να αποτελέσουν την θρυαλλίδα κατάρρευσης δυναστικών καθεστώτων ή την απαρχή ανατροπής μιας αδικίας. Στο συλλογικό υποσυνείδητο η αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα επιδιώχθηκε να καταγραφεί ως καθαρή πολιτική πράξη και ως κραυγή που καλεί σε αγώνα. Η επιστολή που κατέλειπε διατυπώνει ένα συντομότατο μανιφέστο, μια πολιτική διαθήκη για τη βίαιη κατάλυση της στυγνής «κατοχής». Ποιος θα το επιτύχει αυτό; Οι επιγενόμενοι που θα πάρουν τα όπλα και θα κρεμάσουν ανάποδα στο Σύνταγμα «την κυβέρνηση Τσολάκογλου» και τους συνεργάτες της. Αυτή όμως είναι μια βεβαιότητα φαντασιακή και εκτός τόπου και χρόνου. Ματαίωση, φόβος, οργή, κατάθλιψη, εξιδανίκευση, ναρκισισμός είναι αυτά που κινούν το χέρι του ανθρώπου που γράφει, σκέφτεται κι αποφασίζει.

Το οδυνηρό περιστατικό συμβαίνει μέσα σε μια χρονική περίοδο μηδενισμού και χρεοκοπίας όλων των σταθερών. Με αφορμή την οικονομική κατάρρευση το οικοδόμημα έχει συνολικά καταρρεύσει με πάταγο. Η «Εθνική κατάθλιψη» αποτελεί την καθομιλουμένη στην χώρα των πρώην «αραχτών και χύμα». Έχουν προηγηθεί σχεδόν τρία χρόνια οικτρής διακυβέρνησης από έναν ελλειμματικό άνθρωπο και το επιτελείο των υπουργευόντων μυστικοσυμβούλων του. Ένας ορυμαγδός αυτομομφής και αυτομαστιγώσεων (ενδοβολή σε συλλογικό επίπεδο) και ενός ανίερου -τις πιο πολλές φορές υπέρμετρου και άδικου για τις περιστάσεις- διασυρμού και διεθνούς εξευτελισμού της χώρας και των πολιτών της έχει προηγηθεί. Ένα διογκούμενο κύμα πρωτόγνωρων δεινών για δυό τουλάχιστον γενιές ελλήνων. Ειλικρινές και αμείλικτο «τσουνάμι» οριζόντιας κοινωνικής εξαθλίωσης, διάλυσης του κράτους Πρόνοιας, εμφάνισης ρηγμάτων στη συνοχή της κοινωνίας, απώλειας των ερεισμάτων. Πολλοί είχαν προβλέψει την μεγάλη φυγή των νέων. Οι νέοι είναι αλήθεια φεύγουν. Οι νέοι πάντοτε έφευγαν. Οι γεροντότεροι που μένουν πίσω είναι τώρα υποχρεωμένοι να υποστούν την βαναυσότητα των αλλαγών να υπομείνουν την καταστροφή. Αλλά και να κρατήσουν αναμμένη την εστία σε μια γωνιά του σπιτιού. Γέροι ίσως θα είναι αυτοί που έχουν το χρέος να κρατήσουν άσβηστη την ελπίδα στην Ελλάδα… Αυτό όμως είναι ασύμβατο με τη ζωή και την ελπίδα. Και με τη λογική!
«Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους Εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (Πιάτσα Παρέτο του Μιλάνου)».

Δεν μπορώ να μη θυμηθώ δυο γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την γερμανική κατοχή στην Αθήνα. Την ημέρα που έμπαιναν τα στρατεύματα των Ναζί στην πόλη (27 Απριλίου 1941), αυτοκτονεί ή συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράσσεται η λέξη ΣIΩΠH σύμφωνα με δική της επιθυμία. Πράξη με βαθύτατο συμβολισμό που ωστόσο δεν σήμανε σχεδόν τίποτε για το συλλογικό πολιτικό ή φαντασιακό πλαίσιο της εποχής. Ο θάνατος όμως του ποιητή Κωστή Παλαμά ύστερα από σύντομη ασθένεια (στις 27 Φεβρουαρίου 1943) θα σταθεί αναμφίβολα η ευκαιρία για να σηκωθεί το ηθικό του λαού «Ηχήστε σάλπιγγες! …Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!» βροντοφωνάζει ο Άγγελος Σικελιανός. Χιλιάδες λαού τραγουδώντας τον Έθνικό Ύμνο συνοδεύουν τον ποιητή της «Ασάλευτης ζωής» στην τελευταία του κατοικία κάτω από τα αμήχανα βλέμματα των γεργωνιμανών κατακτητών. Η κηδεία επίσης του Γιώργου Σεφέρη, στη διάρκεια της δικτατορίας (22 Σεπτεμβρίου 1971), σχεδόν στάθηκε η πρώτη και μεγαλύτερη λαϊκή συνάθροιση και ευκαιρία πολιτικής διαμαρτυρίας στην περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών.

Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Πως καμιά φορά το έργο και οι παρακαταθήκες ενός ανθρώπου νοηματοδοτούν από μόνες τους για τις ερχόμενες γενιές τον αγώνα, και θεσπίζουν το κοινωνικό όραμα… Χωρίς να χρειαστεί το τελετουργικό μιας ανθρωποθυσίας. Χωρίς να χρειάζεται «η θυσία της γυναίκας τους πρωτομάστορα» και κανενός άλλου που θα πάρει πάνω τα βάρη όλου του κόσμου. Λαβαίνοντας υπόψη και τους αρκετούς θανάτους ηλικιωμένων που καταγράφηκαν τις επόμενες μέρες σε διάφορα διαμερίσματα της χώρας (διόλου δεν το θεωρώ τυχαίο) σύμφωνα με τα ειδησεογραφικά δελτία ο θάνατος του Δ.Χ. φαίνεται πως παρασύρει σε δυο λάθος δρόμους με τον ίδιο όμως προορισμό. Ο ένας είναι της απόγνωσης και της παραίτησης και ο άλλος εκείνος της απεγνωσμένης καταφυγής στην βία. Πρόκειται και στην μια και στην άλλη περίπτωση για μια απολύτως θανατηφόρα και αδιέξοδη επιλογή της Κοινωνίας μας.

Τούτη τη στιγμή εκείνο που χρειάζεται είναι σκέψη, όχι θυμικό, όχι παρασυρμένο συναίσθημα. Σύνεση, βαθειά συναίσθηση, συνείδηση και καταλαγή. Και ενσωμάτωση πρακτικών αλληλεγγύης, αμετακίνητου εθελοντισμού, ενδυνάμωσης των δεσμών μεταξύ των μελών της κοινωνίας και όχι παραπέρα διαλυσή τους. Από τις μικρές πρώτα κοινωνίες (τη γειτονιά, τη συνοικία, το χωριό) θα ξεπηδήσει το νέο πρόσωπο της Ελλάδας κάτω από σκληρές περιστάσεις. Από εδώ θα αναδειχθεί η πολιτική σαν εργαλείο προόδου της κοινωνίας και όχι σαν κατάστημα εξυπηρέτησης των αναγκών του καθενός. Ας δούμε την Κρίση σαν ευκαιρία Δημιουργίας, και «φυγής προς τα εμπρός». Την καταστροφή σαν μια καινούργια αρχή. Ας μην αφήσουμε τον θάνατο και τη βία να λάβουν τον πρώτο λόγο. Κι ας μην αυτοκτονήσουμε πια άλλο (και κυριολεκτικά και μεταφορικά…).


Φωτό: «Αίαξ θνήσκων», ερυθρόμορφος ετρουσκικός κρατήρας 400-350 π.Χ. 
από την νεκρόπολη του Βούλτσι (Vulci) της Ιταλίας, Βρετανικό Μουσείο

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Απριλίου 2012, αρ. φύλλου 637

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ