2.6.12

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Προεκλογική συγκέντρωση




Όλη η πόλη ανάστατη. Όλοι στο πόδι. Έρχεται ο υποψήφιος πρωθυπουργός να μιλήσει στον λαό μας! Τι ευτυχία! Τι χαρά! Κανένας δεν θα λείψει από τη συγκέντρωση. Εκτός βέβαια από τους ανήμπορους και τα βρέφη. Τέτοια συνάθροιση, τέτοιο ενθουσιασμό, χρόνια πολλά έχει να ζήσει αυτή η πόλη, η τόσο ταλαιπωρημένη απ` τον εμφύλιο, για να μην αναφερθούμε στα σκληρά και βίαια χρόνια, πρώτα της Ιταλικής και στη συνέχεια της Γερμανικής κατοχής!..
Και είναι μια καλοκαιρινή, ηλιόλουστη μέρα. Σκάει ο τζίτζικας. Ο πατέρας λείπει από την πόλη για δουλειές και η μάνα έβαλε μπρος, μαζί με κάνα δυο γειτόνισσες, να βράσει ντομάτες για σάλτσα. Τα αδέλφια μου, τρία τον αριθμό και μεγαλύτερά μου, έφυγαν από νωρίς να πιάσουν ένα καλό μέρος για να δουν από κοντά τον Στρατάρχη Παπάγο. Και με μένα, τι θα γίνει; Θα στερηθώ όλο αυτό το πανηγύρι; Τελειώνω γρήγορα -γρήγορα με το συγύρισμα του σπιτιού και το σκάω, χωρίς καν να ζητήσω την άδεια.
Οι φίλες μου εκεί θα είναι, με όλη τους την οικογένεια. Κάποια απ` αυτές θα βρω. Σιγά μην χαθώ στην πόλη μου την ίδια!...

Ναι, αλλά αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου δεν ήταν κάτι που το περίμενα. Τι λαοθάλασσα! Κόσμος, όχι μόνο από την πόλη, απ` όλα τα γύρω χωριά είχαν κατέβει. Ακόμη και από κοντινές πόλεις είχαν καταφθάσει, ιδίως άντρες. Μπορούσες ήδη να ξεχωρίσεις τους μεν από τους δε, από το ντύσιμο και το φέρσιμό τους. Πού να βρεις φίλες και γνωστούς σ` αυτό το μυρμηγκομάνι! Πώς όμως να τα παρατήσω; Να μην ζήσω κι εγώ όλο αυτό το ξεφάντωμα;
Άρχισα να προχωρώ δειλά- δειλά μέσα στο πλήθος, λίγο σπρώξιμο από δω -"συγγνώμη, ψάχνω τον πατέρα μου"- λίγο παρακάλι από κει- "να περάσω, σας παρακαλώ; Έχασα το αδελφάκι μου..." Και δώσ` του και προχωρώ όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο κοντά στην εξέδρα, που έχει στηθεί στο ψηλότερο σημείο του λοφίσκου. Βέβαια, μετά από μερικά μέτρα, είναι αδύνατον να περάσω.

Έφτασε ήδη η ώρα της άφιξης του στρατάρχη. Οι καμπάνες της παρακείμενης εκκλησιάς χτυπούν χαρμόσυνα, χάρτινες σημαιούλες ανεμίζουν στα χέρια πολλών παριστάμενων!... Κι εγώ, χαμένη και μόνη... Σχεδόν με πιάνουν τα κλάματα. Σήμερα βρήκε ο πατέρας να λείπει; Κι εκείνη η μάνα, δεν μπορούσε να κάνει τη σάλτσα της άλλη μέρα;
...Ένα χέρι μ` έπιασε τότε από τους ώμους, και, σκύβοντας πάνω μου, μου ψιθύρισε στο αυτί:
- Τι κάνεις εδώ ελαφάκι; Μόνη σου είσαι; Γυρίζω το κεφάλι και αντικρίζω τον γαλατά μας, τον κυρ Βασίλη. Πάντα έτσι με φώναζε, κάθε βράδυ που μας έφερνε μέσα σε κείνα τα πελώρια τσίγκινα δοχεία πάνω στο γάιδαρο, το φρέσκο γάλα. Έμενε λίγα σπίτια πάρα κάτω, και συχνά παίζαμε με τα δικά του παιδιά, αν και εκείνα δεν είχαν εξοικειωθεί ακόμη με την ζωή στην πόλη. Έλεγε ότι πιο ατίθασο κοριτσάκι από μένα δεν είχε ξαναδεί, εξ ου και η περίεργη προσφώνηση "ελαφάκι".
-"Σε λίγο καιρό θα μας γίνεις σωστή λαφίνα" -έλεγε και χαμογελούσε κάτω απ` τα στριφτά του μουστάκια, καθώς του έτεινα την εμαγέ κανάτα για το γάλα της ημέρας. Γελούσε η μάνα μου μέσα από την κουζίνα. Πολύ αστείο της ακουγόταν το "ελαφάκι." Μόνο του πατέρα δεν άρεσε καθόλου αυτό το αστείο.
-"Άντε κι αυτός ο άξεστος με τα χοντρά του!" έλεγε, αν τύχαινε να είναι σπίτι την ώρα του γαλατά.
...Η απάντησή, ότι έψαχνα τις φίλες μου, δεν φάνηκε να τον ικανοποίησε και πολύ. -"Κάτσε εδώ τώρα και μην πας πάρα πέρα. Θα σε τσαλαπατήσουν."

Επιλογή δεν είχα άλλη. Τουλάχιστον ήμουν με έναν γνωστό. Έβαλε τα δυο χέρια στους ώμους μου και μου είπε να περιμένω, όπως όλοι άλλωστε, τον στρατάρχη.
Ακούστηκε στην αρχή ένα βουητό, αμέσως μετά ζωηρά χειροκροτήματα. Ο κυρ Βασίλης με κρατούσε γερά και έλεγε:- "Προσοχή τώρα, μην κουνιέσαι, έρχεται!" Προσπάθησα να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου, να δω τον στρατάρχη, μα τα χέρια του κυρ Βασίλη με κρατούν καθηλωμένη στη θέση μου...
Ο ενθουσιασμός όλων, οι ζητωκραυγές, τα παλαμάκια, τελειωμό δεν είχαν.

Ένοιωσα κάτι ζεστό να αναδεύεται στην πλάτη μου, σαν να μου φάνηκε πως ο κυρ Βασίλης ανάσαινε με δυσκολία... Τρόμαξα. Δοκίμασα να γυρίσω το κεφάλι, το στιβαρό του χέρι πάνω στο δεξί μου ώμο, τανάλια σωστή! Κάτι με πίεζε όλο και πιο γρήγορα, πιο σπασμωδικά. Γεμάτη τρόμο και αγωνία έβαλα τις φωνές. Γύρισε τότε το κεφάλι ο διπλανός μου κύριος, και με ρώτησε οργισμένα, γιατί έκλαιγα και δεν τον άφηνα να ακούσει τον λόγο του στρατάρχη. Πριν προφτάσω να απαντήσω, είδα τον κυρ Βασίλη, κατακόκκινο, να σπρώχνει τους άλλους και να απομακρύνεται. Έμεινα ακίνητη μέχρι να τελειώσει ο λόγος, και όταν επέστρεψα σπίτι, είχε πια σουρουπώσει για τα καλά. Με είδε η μάνα να πλησιάζω διστακτικά και ταραγμένη, και, καθώς πήγα βιαστικά να μπω μέσα, έπεσε το έμπειρο μάτι της στην πλάτη μου, στο λεκιασμένο φόρεμα. Με σταμάτησε και ρώτησε να μάθει που ήμουν, που λερώθηκα...

...Αλλάξαμε γαλατά. Ο πατέρας ήθελε να τον πάει στο Δικαστήριο, αποδεικτικά στοιχεία όμως δεν υπήρχαν. Το φόρεμα είχε πλυθεί ήδη με ζεματιστό νερό. Και τον στρατάρχη δεν κατάφερα να τον δω τελικά...

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ τον Απρίλιο 2012
Φωτό: Lucas-Samaras, Phototransformation, 1973-74.


1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ