3.8.20

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Θεά Λογοτεχνία




«Εκτός όμως από την πολιτική αναστάτωση που ζούσαμε την εποχή εκείνη (αναφέρεται στις αρχές του 20ού αιώνα, αμέσως μετά τον Μακεδονικό Αγώνα στη Θεσ/νίκη), είχαμε και την πνευματική μας ανάταση. Ο Δ.Μ., δάσκαλος, μας έφερνε κάθε τόσο από ένα βιβλίο «ίνα ανοίξωσιν οι πνευματικοί μας ορίζοντες δια της αναγνώσεως λογοτεχνίας. Τα οικεία μαθήματα των σχολείων δεν αρκούσι» μας τόνιζε με τα ιδιότυπα ελληνικά του(…)» διάβασα σε πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που περιγράφει την αληθινή ιστορία της οικογένειας Μακεδονομάχων σε πόλη που μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας έμεινε, όπως το Μοναστήρι, στην άλλη πλευρά.
Ένιωσα την ανάγκη να το μεταφέρω εδώ εξαιτίας των όσων λέει ο δάσκαλος για το τι προσφέρει η ανάγνωση της λογοτεχνίας, πως, δηλαδή, ανοίγουν οι πνευματικοί ορίζοντες των αναγνωστών της. Και αντιπαραθέτω αμέσως κάτι σημερινό:

Σε κείμενο του Δ.Σπινέλλη, Καθηγητή στο Παν/μιο Αθηνών, με τίτλο «Η γραφή στον 21ο αιώνα» και ημερομηνία 5/1/2020 διαβάσαμε πως «η ανάγνωση σοβαρής λογοτεχνίας ωφελεί το μυαλό μας διότι το εκπαιδεύει στο να καταλάβει τη λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης των άλλων». Πρόσφατα πάλι διαβάσαμε ότι «τα σημερινά παιδιά επικοινωνούν μόνο με το βασικό λεξιλόγιο», με το λεξιλόγιο της καθημερινότητας, κι αυτό ξέρουμε πως είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα. Περνώντας τα χρόνια τα παιδιά θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να χαρούν τη λογοτεχνία και κανείς δεν ανησυχεί! Στη δυναμική εισβολή της εικόνας στη ζωή τους το αποδίδει το σχετικό άρθρο, αλλά εμείς που ζούμε στα σχολεία το πρόβλημα - οι άγνωστες λέξεις γίνονται όλο και περισσότερες κι όχι μονάχα σε λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και σε απλούστεραγνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στα τωρινά βιβλία Γλώσσας και στα προηγούμενα (1982- 2005): Λουκιανός, Κοσμάς Πολίτης, Φώτης Αγγουλές, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Έλλη Αλεξίου είναι κάποιες από τις υπογραφές κάτω από τα κείμενά τους και ο νοών νοείτω.

Κι αν κάποιοι δάσκαλοι στην αρχή εντοπίσαμε τη διαφορά αυτή, μας ανησυχούσε μονάχα η απομάκρυνση από τους μεγάλους μας λογοτέχνες. Την απομάκρυνση από ένα πιο πλούσιο λεξιλόγιο μάλλον δεν την είχαμε προβλέψει, τη διαπιστώνουμε όμως όσο περνούν τα χρόνια όλο και εντονότερα και λυπόμαστε πολύ γι' αυτό. Βέβαια, μπορούμε να αντικαταστήσουμε το 1/4 των κειμένων του εγχειριδίου μας με κείμενα δικής μας επιλογής, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάνουν ελάχιστοι δάσκαλοι, οπότε δεν ανατρέπεται η κατάσταση που τα εγχειρίδια υπαγορεύουν. Δυστυχώς για τα Ελληνάκια πρώτα κι έπειτα για όλους! Κι αν δε γίνει η καλή δουλειά στα σχολεία, πού αλλού μπορεί να γίνει; Λέτε να φτιάξουμε φροντιστήρια όπου τα παιδιά να 'ρχονται σε επαφή με τους μεγάλους της λογοτεχνίας μας;

Όσο περνάει ο καιρός, λοιπόν, τόσο το πρόβλημα της κατανόησης κειμένου εκ μέρους των σημερινών μαθητών επιδεινώνεται και αυτό αποδεικνύεται αναμφισβήτητα από τις επιδόσεις των παιδιών στους σχετικούς διαγωνισμούς. Και δυστυχώς δεν μπορούμε να ελπίσουμε σε κάποια βελτίωση. Άλλωστε και η επίδραση της εικόνας στα παιδιά μεγαλώνει και καμία προοπτική να μικρύνει δεν είναι ορατή.

Στο κείμενο, όμως, για τη γραφή στον 21ο αιώνα, γίνονται και άλλες επισημάνσεις γενικότερες, που κάποιους μας στενοχωρούν και μας προβληματίζουν: πως, μολονότι ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο εξακολουθεί να αυξάνεται, η γραφή ως τρόπος επικοινωνίας χάνει συνεχώς έδαφος. Προβλέπεται μάλιστα ότι το γράψιμο δεν θα εξαφανιστεί εντελώς –το φαντάζεστε;- αλλά ενδεχομένως θα περιοριστεί ξανά σε στενούς κύκλους, όπως συνέβαινε σε μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, «Οι επαγγελματίες και οι θιασώτες της γραφής θα συνεχίσουν να γράφουν όλο και περισσότερες συμβάσεις, τραγούδια, σενάρια, επιστημονικές εργασίες, μαθηματικές αποδείξεις, ιατρικές γνωματεύσεις, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και ποιήματα, ωστόσο για τους περισσότερους ανθρώπους αυτοί οι εξειδικευμένοι τρόποι γραφής θα είναι δύσκολο να κατανοηθούν και να εκτιμηθούν(…)».

«Η παρακμή της ανάγνωσης και της γραφής θα μας κοστίσει», διαπιστώνει ο συγγραφέας του σχετικού με τη γραφή κειμένου, ο οποίος κλείνει μεν αισιόδοξα, λέγοντας πως «με κάθε επίπονο βήμα της η ανθρωπότητα γίνεται πλουσιότερη και σοφότερη», αλλά εμείς οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε την αισιοδοξία του∙ μάλλον γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς την ανάγνωση, μα κι επειδή δεν μπορέσαμε ακόμη να βρούμε κάτι που θα μπορούσε να την αντικαταστήσει ούτε να την υποκαταστήσει.

«Διαβάζω, άρα υπάρχω» έλεγε το παλιό σύνθημα που μ’ αυτόν τον απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο υποστήριζε την ανάγνωση και τη σύστηνε στους άλλους κι υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι ταυτίζονται μ’ αυτό το σύνθημα που ταυτίζει τη ζωή με την ανάγνωση. Μόνο που αυτοί οι κάποιοι ολοένα και λιγότερο γίνονται. Κι εδώ κλονιζόμαστε όσοι υπηρετήσαμε και υπηρετούμε ακόμη με πάθος την πολυσυζητημένη φιλαναγνωσία, στην οποία έχουμε αφιερώσει πολύ και πολύτιμο χρόνο από την ίδια τη ζωή μας. Και θα συνεχίσουμε παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις. Γιατί μπορεί να έχουν ενσκήψει στη ζωή των νέων κυρίως άλλοι τρόποι συγκίνησης(;), εμείς όμως δε θα πάψουμε να θεωρούμε την ανάγνωση ως τον πιο ξεχωριστό απ’ όλους, με μοναδικό επιχείρημα(;) το προσωπικό μας βίωμα και τον ατόφιο πλούτο που έχουμε συσσωρεύσει εντός μας διαβάζοντας. Και δεν εννοούμε τη γνώση, όσο κι αν αυτή θεωρείται δύναμη, αλλά τη συγκίνηση, που όσο πάει και πιο δυσεύρετη γίνεται, προπαντός αυτήν.

Κλείνοντας: Έχοντας διδάξει για πάνω από 36 χρόνια πια τόσα διαφορετικά μαθήματα στο δημοτικό σχολείο, ξέρω καλά πως στη θεά Λογοτεχνία και στη Μουσική χρωστάω τις πιο συγκινητικές στιγμές που έχω μοιραστεί με τους μαθητές μου. Κι αυτό δεν είναι μόνο δική μου, αλλά και δική τους άποψη. Κι ανάμεσα στις πολλές και διάφορες αντιδράσεις τους στις αμέτρητες λογοτεχνικές και μελωδικές στιγμές που έχουμε ζήσει μαζί, υπάρχει μία που θεωρώ κορυφαία: διαβάζοντάς τους μια πολύ τρυφερή ιστορία για μεγάλους, γραμμένη ποιητικά από αληθινό «μάστορα» της γραφής, άκουσα τον μικρό Κυριάκο να μου λέει μαγεμένος: «Κυρία, δεν κατάλαβα καλά τι έγινε, αλλά συγκινήθηκα πολύ»! Φανταστείτε πόσο περισσότερο θα συγκινούνταν ο μικρός ακροατής αν καταλάβαινε και καλύτερα!... Μα και πέρσι, αποχαιρετώντας την τάξη που είχα, ξαφνιάστηκα όταν, ζητώντας από τους μαθητές μου να πουν τι τους άρεσε περισσότερο απ’ όσα είχαμε κάνει στη διάρκεια της χρονιάς, έλαβα από αρκετούς την απάντηση «Ο Παπαδιαμάντης», καθώς του είχαμε κάνει ένα όχι και εκτεταμένο αφιέρωμα...

Συγχωρέστε με, λοιπόν, για τη διάκριση που κάνω, αλλά η συγκίνηση που νιώθει κανείς διαβάζοντας είναι απαράμιλλη και δεν έχει ταίρι... Κι υπάρχει και κάτι άλλο που δημιουργεί η ανάγνωση βιβλίων, η μεγαλόφωνη αυτή τη φορά, που και αυτό, προπαντός αυτό, δεν έχει ταίρι:
«Η μεγαλόφωνη ανάγνωση, ακόμα και αν διαρκεί μόλις 10 λεπτά την ημέρα, είναι ικανή να δημιουργήσει γερούς δεσμούς ανάμεσα στον αφηγητή και τον ακροατή, τον γονιό και το παιδί, τον δάσκαλο ή τη δασκάλα και τους μαθητές. Αυτά τα δέκα λεπτά είναι ο χρόνος που χρειαζόμαστε για να αποβάλουμε το άγχος της ημέρας, να ηρεμήσουμε, να πάρουμε τα μάτια μας από τις φωτεινές οθόνες, να μιλήσουμε και να δεθούμε. Στο σπίτι, παιδιά και γονείς έρχονται πιο κοντά μέσα από τη διαδικασία της επιλογής του βιβλίου και της ανάγνωσης. Δέκα λεπτά απόλυτης ησυχίας μέσα στο σπίτι μας μπορούν να κάνουν θαύματα. Δέκα λεπτά ηρεμίας μέσα σε μια τάξη δίνουν την ευκαιρία σε δάσκαλο/α και μαθητές να βγουν έξω από τα στενά όρια του εκπαιδευτικού συστήματος και να ανακαλύψουν μαζί τον υπέροχο κόσμο της» και αυτό ακριβώς είναι που ώθησε τους φίλους της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης να διαλέξουν την 1η Φεβρουαρίου για να την αφιερώσουν στην μεγαλόφωνη ανάγνωση και στην ευαισθητοποίηση γονιών και εκπαιδευτικών για τη σημασία και τα oφέλη της, ονομάζοντάς την World Read Aloud Day.

Αυτή ακριβώς η Ημέρα ήταν, λοιπόν, για μένα η αφορμή να γράψω το κείμενο αυτό, δηλώνοντας και έτσι πως δεν υπάρχει περίπτωση να παραιτηθούμε από την υπέρ της φιλαναγνωσίας προσπάθειά μας, όσο δυσοίωνες κι αν είναι οι σχετικές με αυτήν προβλέψεις. Απλώς γιατί δε θα πάψουμε ποτέ να πιστεύουμε στην απαράμιλλη δύναμη της Λογοτεχνίας, που για μας ισοδύναμη και ισότιμη με θεά είναι και θα είναι για πάντα…

“[...] Χάνουμε τη γλώσσα μας, καθώς η διδασκαλία της κλίνει επικίνδυνα στις εργαλειακές, «επικοινωνιακές» δυνατότητές της - αντί μέσω της λογοτεχνίας να μαθαίνουν τα παιδιά την ελληνική και να εξασκούν τη «λογική» και την «ευαισθησία» τους.”
Ματίνα Καλτάκη, εφ. Καθημερινή (19/1/2020)

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30 Ιανουαρίου 2020, αρ. φύλλου 1019



1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος3/8/20

    Μπράβο κυρία Σονια σας παρακολουθώ είστε Ελληνοψυχη και Ορθόδοξη φωνή της Οδού...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ