26.8.20

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το εργαλείο


ΟΔΟΣ: Πατρώνου, Νταλί.


Πώς τα ‘φερε η ώρα και μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, εκείνη ακριβώς την κρίσιμη στιγμή; Ούτε κι εγώ μπορώ να το εξηγήσω· μάλλον για να αποφύγω το απερίγραπτα απορημένο βλέμμα των απαρηγόρητων γονιών του. Μισός χωμένος κάτω απ’το κρεβάτι, —μα τι ψάχνει τέτοια ώρα ο καψερός; Τι, —ούτε που τη σκέψη μου να ολοκληρώσω δεν προφταίνω— σηκώνεται ο γέρος και δίχως το βλέμμα προς την πόρτα να γυρίσει, υψώνει το δεξί του χέρι· κάτι κρατάει σφιχτά μες στην παλάμη, ορμάω επάνω του, το χέρι του τινάζω, στο πάτωμα πέφτει ένα πιστόλι. Μόλις που πρόφτασα. 
 —Γιατί δεν μ’ άφησες τον εγγονό να πάω να ανταμώσω;
Προσπαθώ να καταλάβω τι μου λέει ο κυρ-Λάμπρος. Τον εγγονό να ανταμώσει πού; Ο εγγονός του ο Λάμπρος, στη σάλα τη γιορτινή τα μοιρολόγια δέχεται, όλο το χωριό τον κλαίει. Όλο εκτός απ’ τους γονείς του και τ' αδέλφι. Κοκαλωμένοι αυτοί, ακόμα να χωνέψουν δεν μπορούν τι έγινε ακριβώς, πώς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, όλοι να τους παρηγορήσουν θέλουν, όλοι να συμπαρασταθούν στις μαύρες τούτες ώρες. Σε μηχανή πρώτη του φορά είχε ανεβεί, κι αυτό για να μην χαλάσει το χατήρι του κολλητού του· που βέβαια, δεν ήταν ο καλύτερος αναβάτης, ούτε ο πιο πεπειραμένος. Στα βράχια επάνω τον τίναξε σε μια στροφή· άντε τώρα να εξηγήσεις στη μάνα ότι άδικα ετοίμαζε το βραδινό για τα παιδιά, άδικα σιδέρωνε το πουκάμισο του μικρού για να πάει στο σχολείο αύριο. Το αύριο τους βρήκε στο χωριό, ψηλά μέσα στο δάσος στο πατρικό τους σπίτι, το σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Τέλειωσε η τελετή, γυρίσαμε στην πόλη όλοι οι φίλοι και συγγενείς. Κρυμμένο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού κουβαλώ το πιστόλι του κυρ-Λάμπρου. Ιταλικής κατασκευής απ' ό,τι διαπίστωσα, όταν πίσω στο σπίτι πήγα να το κρύψω μέσα στο ντουλάπι κάτω από τα χαρτιά και όλα τα πολύτιμα έγγραφα της δουλειάς και του σπιτιού. Και προπαντός καλά φυλαγμένο μην τυχόν και πέσει στα χέρια των παιδιών. Κλειδώθηκε το ντουλάπι, σε ασφαλές μέρος το κλειδί· πιστόλια και κάθε είδους όπλα, δεν είναι για παιχνίδι. Τον πατέρα κάθε μέρα συναντώ, δίπλα-δίπλα οι δουλειές μας. Μέχρι προχτές, πάντα χαρές και καημούς μοιραζόμασταν. Τώρα βουβάθηκε ο φίλος, ακούει μονάχα όσα μυστικά και φανερά του διηγούμαι και σκέφτομαι, με τον καιρό θ’ αλλάξει κάπως. Πώς λεν: ο χρόνος ο γιατρός των πάντων; Ο καιρός περνάει και αρχίζει να ρωτάει. Πάλι εξομολογήσεις και σχόλια γενικά γεμίζουν τις ώρες του διαλείμματος για τσιγάρο και καφέ. Και χαίρομαι, χαίρομαι πολύ, γιατί αλήθεια είναι. Ο φίλος, ο πατέρας του μικρού Λάμπρου, του αδικοχαμένου, διαμάντι καρδιά έχει· μπορείς να του εμπιστευτείς και το πιο κρυφό σου μυστικό, τάφος σωστός, που έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου. Έρχεται η μέρα που μου ανακοινώνει ότι άλλος Λάμπρος πήρε τη θέση του πρώτου, λάμπει από χαρά το κουρασμένο κι αυλακωμένο του πρόσωπο. Μόνο να, έχει πάντα μια επιφύλαξη για την κακιά τη μοίρα. Τον μεγαλώνουν μες στα πούπουλα, γέμισε το σπίτι γέλια και παιχνίδια. Πρόφτασε να χαρεί κι ο κυρ-Λάμπρος στο χωριό. Έκλεισαν τα μάτια οι παππούδες χρόνια αργότερα. Εκεί ψηλά, μέσα στο δάσος δίπλα στο εγγόνι τους αναπαύονται. Το πιστόλι ακόμη στο ντουλάπι. Ήρθαν κι άλλες χαρές. Ζευγάρωσε ο μεγάλος γιος, δικό του σπίτι άνοιξε. 
 Την ώρα που τον καφέ μας πάλι πίναμε, γυρίζει ο φίλος και ρωτάει: 
 —Ξέρεις, απ’ του γέρου πατέρα μου τα χέρια, τότε στο χωριό απάνω, ένα εργαλείο άρπαξες, πρόφτασες κι άλλο θανατικό. Τι έγινε μετά το εργαλείο;
 —Κρυμμένο το ‘χω σπίτι. Κανένας δεν ξέρει πού.
 —Δεν μου το δίνεις κάποια ώρα που θα είμαστε οι δυο μας; Έτσι, για να θυμάμαι το γέρο· το είχε βρει παρατημένο στο βουνό, όταν οι Ιταλοί έφυγαν απ’ το χωριό και το ‘παιρνε μαζί του στη βοσκή, το κοπάδι να φυλάει.

Άλλαξε σύντομα χέρια το εργαλείο. Ξαλάφρωσα, για να ‘μαι ειλικρινής, πάντα φοβόμουν μήπως και παραπέσει χωρίς να το αντιληφθώ.
Στου γιου το σπίτι μεταφέρθηκαν τώρα οι συμφορές. Χάνει η κυοφορούσα νέα γυναίκα το παιδί, χάνει και την ίδια της τη ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη. Πάλι αμίλητος ο φίλος· κάτι μου αναφέρει για την κακιά τη μοίρα, στον καφέ· τον γιο του πάντως, τον Λάμπη πολύ τον καμαρώνει και σχέδια κάνει για τις σπουδές του και το μέλλον του. Φεύγει αυτός στην ξενιτιά, με τις ευχές των γονιών του για μια νέα αρχή στη ζωή του. Και την ελπίδα ότι θ' αλλάξει για όλους η κακοτοπιά.
Πάλι με τον καφέ και το τσιγάρο τους καημούς και τις χαρές μας μοιραζόμαστε, απόμαχοι πια κι οι δυο. Το καθημερινό μας ραντεβού στο καφενείο δίπλα στις παλιές μας τις δουλειές, για τον καφέ και το τσιγάρο.
Βράδυ αργά μου τηλεφώνησε ο γιος του: μ' ένα πιστόλι τίναξε ο φίλος τα μυαλά του στον αέρα! Ο όγκος, για τον οποίο ποτέ του δεν μου μίλησε, μετάσταση είχε κάνει...
Πως να μπορέσω να χωνέψω τέτοια συμφορά; Το εργαλείο σκέφτομαι όλη την ώρα. Αν του έλεγα ότι το παρέδωσα στην Αστυνομία; Αν, αν;

Φωτογραφία: Σλαβαντόρ Νταλί (1904–1989) Η λαβωματιά και ο θάνατος (1973) εμπνευσμένο από το πρώτο μέρος του ποιήματος του Φ. Γ. Λόρκα, Θρήνος για τον Ιγνάθιο Μεχίας.

 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30 Ιανουαρίου 2020, αρ. φύλλου 1019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ