25.1.21

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Η ιστορία μιας δασκάλας…

 

Κάποτε, στα όχι και πολύ παλιά χρόνια, ζούσε μία δασκάλα. Δηλαδή δε ζούσε μόνο τότε μια δασκάλα, αφού το ξέρουμε όλοι καλά πως δάσκαλοι υπήρχαν στον κόσμο από τα αρχαία ακόμα χρόνια. Τους έχουμε δει πολλές φορές τους παιδαγωγούς επάνω σε μελανόμορφα ή ερυθρόμορφα αγγεία. Είδαμε όμως κι εκείνο το συγκλονιστικό κτέρισμα που βρέθηκε σε τάφο μικρού Ελληνόπουλου, Μακεδονόπουλου, και σήμερα φυλάσσεται στο πανέμορφο Μουσείο της Βεργίνας: είναι το ειδώλιο του παιδαγωγού που δεν αφήνει μόνο τον μικρό μαθητή ούτε όσο ζει ούτε και μετά τον πρόωρο θάνατό του. 

Αυτή ήταν η σχέση μαθητών και δασκάλων από τότε. Αυτή ήταν και τον καιρό που μεγάλωνε κι η δασκάλα της ιστορίας μας. Τότε που τα παιδιά τον σέβονταν ακόμα τον δάσκαλό τους και μάλιστα τον σέβονταν πολύ, αφού ακόμα οι γονείς μιλούσαν στα παιδιά τους όπως ο Μεγαλέξανδρος για τον δικό του δάσκαλο. Κι ας μην ήταν η σύγχρονη δασκάλα Αριστοτέλης. Έφτανε που ήταν δασκάλα.

Αυτά τα χρόνια, όμως, μ’ αυτούς τους σεβασμούς κι αυτές τις αρχές, είχαν στο μεταξύ αρχίσει να περνάνε. Ίσως να είχαν φταίξει κι οι ίδιοι οι δάσκαλοι, που, στην πλειονότητά τους, είχαν γίνει κλασικές περιπτώσεις μιας εποχής όπου κυριαρχούσε το ατομικό συμφέρον και τίποτα δεν έμπαινε πάνω απ’ αυτό. Γιατί η εποχή των ηρώων είχε περάσει ανεπιστρεπτί και οι ηρωικοί τύποι ανθρώπων φάνταζαν ταυτόχρονα ως γραφικοί στα μάτια όλων των άλλων εκτός από τα μάτια των μαθητών τους.

Είχαν, λοιπόν, αρχίσει να περνάνε οι εποχές όπου η μάνα προέτρεπε το γιο της να μην ξεχνάει ν’ ανάβει κερί στο μακαρίτη το δάσκαλό του και, δεν πειράζει, αυτήν αργότερα ας μην τη θυμάται, αυτή μάνα είναι και καταλαβαίνει και συγχωρεί ακόμα και πεθαμένη∙ το δάσκαλό του να μην ξεχνάει… Είχαν αλλάξει πολλά, όπως καταλαβαίνετε, μονάχα που η δασκάλα της ιστορίας μας δεν είχε καταλάβει. Και συνέχιζε να παλεύει τα παιδιά, τα γράμματα, τη μόρφωση, δηλαδή ό,τι ακριβώς σημαίνει η λέξη αυτή, όχι μονάχα τη γνώση που οδηγεί στην επιτυχία που εκφράζεται σχεδόν πάντα με μια θέση στο πανεπιστήμιο, αλλά τη μόρφωση που αποκλείει το ενδεχόμενο να γίνει κανείς σπουδαγμένος και πολυπτυχιούχος, αλλά όχι άνθρωπος (αλλιώς το τραγουδούσαν τα παιδιά που άφηναν το ατέλειωτο παιχνίδι τους στους δρόμους για να πάνε στη χορωδία που το χωριό ήταν τυχερό που την είχε, για «γαϊδούρια με πτυχία» έλεγαν τραγουδιστά, αλλά τα παιδιά μπορούν να το πούνε έτσι, εμείς οι μεγάλοι όχι).

Έτσι παλεύοντας, με νύχια και με δόντια πολλές φορές, ούτε που το κατάλαβε πώς περνούσαν τα χρόνια. Την έβλεπαν τα παιδιά που ποτέ δε φαινόταν κουρασμένη (άλλο που κάποιες φορές ήταν) και απορούσαν. Και παιδιά καθώς ήταν και δεν έκρυβαν τα λόγια τους ακόμα, τη ρωτούσαν με κείνο τον αυθορμητισμό που κάνει τα παιδικά λόγια να φαίνονται σοφά: «Καλά, εσείς κυρία, δεν κουράζεστε; Δε βαριέστε ποτέ;» Μα εκείνη δεν πρόφταινε να βαρεθεί. Γιατί ο χρόνος κυλούσε κι έπρεπε να κυλάει υπέρ των παιδιών, όχι σε βάρος τους.

Αλλά ο χρόνος είναι αμείλικτος κι ας μην το καταλαβαίνουν αυτό τα παιδιά πάντα κι ας τη στενοχωρούσαν κάθε φορά που δεν το καταλάβαιναν. Κι ήρθε η ώρα που έπρεπε να αποχωρήσει. Με μοιρασμένη την ψυχή της στα δυο: από τη μια ήταν αλήθεια πως το είχε παρακάνει κι είχε κουραστεί. Από την άλλη, όμως, φοβόταν πολύ πως θα έχανε την έμπνευσή της. Γιατί για όλα όσα έκανε στη ζωή της, τα όχι και λίγα, τα παιδιά δεν το ήξεραν, αλλά αυτά, τα ίδια, ήταν που την ενέπνεαν. Αυτά έφταιγαν για όλα. Και, ναι, μπορεί τώρα να φαινόταν πως θα προλάβαινε πια, μετά από τόσων χρόνων τρέξιμο, να τα κάνει όλα όσα αγαπούσε στη ζωή της να κάνει, αλλά θα της έλειπε πια η σπίθα που την άναβε∙ που άναβε την καρδιά της πότε με τη φλόγα του γόνιμου θυμό πότε με κείνην της αγάπης και του θαυμασμού για τα όσα ξεστόμιζαν ή σκέφτονταν ή έκαναν αυτά τα πιο ιερά πλάσματα του Θεού πάνω στη γη, την ειδάλλως καταδικασμένη να έχει πεθάνει προ πολλού. Αυτό ακριβώς, άλλωστε, δεν είχε νιώσει κι ο ποιητής κι έγραψε σ’ έναν από τους πιο όμορφους στίχους που διαβάστηκαν ποτέ πάνω στη γη;
«Από παιδιά και μόνο φτιάχνεις Ιεροσόλυμα»

Τώρα, λοιπόν, που θα έφευγε από κοντά τους, από τι θα έφτιαχνε πια τα δικά της μικρά μικρούτσικα Ιεροσόλυμα (συγχωρήστε μου τη λέξη -ίσως διαπράττω ιεροσυλία χρησιμοποιώντας την στην περίπτωση αυτή).

Και σταμάτησε να πηγαίνει στο Σχολείο -το ίδιο από την πρώτη στιγμή που δούλεψε μέχρι και την τελευταία- με την καρδιά μοιρασμένη στα δύο, με την καρδιά της σφιγμένη. Μόνο που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Κι ο ξενοδόχος ήταν τα ίδια τα παιδιά, οι μαθητές της. Αυτοί πήραν την κατάσταση στα χέρια τους ή, για ν’ ακριβολογούμε, στα πόδια τους. Και, όπως τόσα χρόνια πήγαινε κάθε μέρα αυτή και τους συναντούσε, τώρα άρχισαν να πηγαίνουν εκείνοι. Και την έβρισκαν στη συνηθισμένη της θέση, δίπλα στο μεγάλο τζάμι της κουζίνας, εκείνο που έμπαζε κιόλας κρύο το χειμώνα, αλλά τη βόλευε καλύτερα απ’ οπουδήποτε αλλού, να διαβάζει την εφημερίδα του ή κάποιο βιβλίο, ανάλογα με τη στιγμή. Τα τελευταία χρόνια, όμως, κάποιες φορές δυσκολεύονταν να την εντοπίσουν, καθώς το σπίτι φαινόταν ολότελα άδειο. Αυτό άργησαν να το καταλάβουν, δηλαδή πως το σπίτι φαινόταν αλλά δεν ήταν άδειο, γιατί η δασκάλα τους, μολονότι τελείως ανίδεη και προκατειλημμένη αρχικά, είχε καταφέρει στη συνέχεια κάτι που δεν πίστευε ποτέ πριν ότι θα κατάφερνε: έμαθε να γράφει με το μοντέρνο και βολικό τρόπο, αυτόν με τα πλήκτρα. Αυτά τα πλήκτρα ήταν που την κρατούσαν με τις ώρες στο πιο πίσω δωμάτιο του σπιτιού του, αυτά έφταιγαν που το σπίτι φαινόταν άδειο, ενώ δεν ήταν.

Τώρα τα παιδιά ήξεραν. Ήξεραν και δεν έφευγαν, αλλά χτυπούσαν το κουδούνι και την περίμεναν να φανεί να τα καλοδεχτεί, να τα καλομιλήσει, να τα κεράσει με την καρδιά της, να μάθει τα νέα τους, τα παράπονά τους, τις επιτυχίες τους, ό,τι αυτά ήθελαν να της πουν. 

Έτσι γεμάτα πέρασαν και τα πιο ήσυχα χρόνια της. Ευτυχώς γεμάτα, γιατί φοβόταν μήπως δεν προφτάσει . Σαν να είχε κάνει όρκο βαρύ να μην αφήσει λεπτό να περάσει χωρίς να κάνει κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο για κάποιον, έστω για έναν, για οποιονδήποτε. Άλλωστε, πίστευε με πάθος πως δεν έχει σημασία πόσο ζει κανείς, αλλά γιατί ζει και γιατί αγωνίζεται. Αυτό είχε στο νου της σ’ ολόκληρη τη ζωή της, αυτό και εφάρμοζε πάντα. Αυτό ήταν και η βαθύτερη αιτία του πάθους της για τη ζωή, για όλα εκείνα που η ίδια θεωρούσε ουσία της ζωής και ήταν πολλά.

Κι όταν ήρθε και η δική της ώρα -απ’ αυτήν την ώρα δε γλιτώνει κανείς όσο κι αν τον τρομάζει- στο προσκεφάλι της φύτεψαν μια μηλιά. Μια μηλιά που δεν ήταν ασυνήθιστο δέντρο για το χωριό τους το μηλοπαραγωγικό, ίσα ίσα μάλιστα∙ ήταν το πιο συνηθισμένο. Έλα, όμως, που μηλιά ήταν «το δέντρο που έδινε», το πιο αγαπημένο της παραμύθι, που ήθελε να ‘ναι το σύμβολο του ίδιου του εαυτού της. Μόνο που για όλους τους άλλους, προπαντός για τους μαθητές της, το δέντρο δεν ήταν ποτέ μηλιά, αλλά ήταν «το δέντρο της ζωής». 

Έτσι το είπαν τα παιδιά και το είπαν τόσο αποφασιστικά, που κανένας δεν τόλμησε ποτέ να τους φέρει καμιάν αντίρρηση. Ούτε η ίδια η δασκάλα τους, που δεν ντράπηκε ποτέ να το πει κι αυτή έτσι. Και ξέρετε γιατί δεν ντράπηκε καθόλου; Γιατί στην ονομασία που έδωσαν οι μαθητές της σ’ αυτό το δέντρο που την αφορούσε άμεσα, αυτή κρυφά κρυφά και χωρίς κανείς να την πάρει χαμπάρι είχε προσθέσει μια μικρή λέξη∙ μια πολύ μικρή λέξη, ένα μικρό μικρούτσικο «της», που ησύχαζε το μέσα της κι έδιωχνε όλη την ντροπή που θα ένιωθε αλλιώς, γιατί θα τα έκανε όλα να φαίνονται τόσο βαρύγδουπα όσο η ίδια όχι μόνο ποτέ της δε θέλησε, αλλά πάντοτε απέφυγε.

Έτσι η μηλιά έγινε για τη δασκάλα μας «το δέντρο της ζωής της» κι έζησαν η δασκάλα καλά κι όλοι αυτοί που την είχαν συναντήσει όσο ζούσε καλύτερα και μη σας φαίνεται παράξενο αυτό, γιατί
Η λησμοσύνη είναι θάνατος, όχι ο θάνατος…

Σημ: Το πρώτο μέρος της ιστορίας αυτής έχει βιωθεί ήδη, το δεύτερο υπάρχει μες στ’ όνειρο της ηρωίδας της. 

Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
λίαν προσεχώς συνταξιούχος

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Ιουνίου 2020, αρ. φύλλου 1036.
Φωτογραφία: Έργο της Μαρίας Κτιστοπούλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ