25.12.22

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ας θυμηθούμε συνοπτικά τα Ελληνικά Χριστούγεννα…


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

Για πρόλογο διαλέγω μια παράγραφο από το βιβλίο του Πέτρου Μπέσπαρη «Στις καλαμιές του βάλτου», που αναφέρεται στον Μακεδονικό Αγώνα. Η παράγραφος αυτή ήταν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Ο δάσκαλος, εδώ και λίγο καιρό, εκτός από το να διδάσκει τα παιδιά και τους πατεράδες πολλών από τους μαθητές του, να τους ξεσηκώνει και να προσπαθεί κάποιους να τους κρατήσει πατριαρχικούς, άρχισε να πηγαίνει στα διάφορα σπίτια και να ζητά πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα του χωριού. Σκόπευε μέσα από το υλικό αυτό να δείξει πως ό,τι κάνουν σήμερα στο χωριό σε όλες τους τις κοινωνικές εκδηλώσεις έχει τη ρίζα του στην παλιά εποχή, πολύ πριν έρθουν στα μέρη οι Σλάβοι, στην αρχαία ελληνική εποχή, ακόμα και πριν τον Μέγα Αλέξανδρο».

Οφείλουμε, λοιπόν, να έχουμε στον νου μας, σε κάθε ενέργειά μας που με την Παράδοσή μας σχετίζεται, το θέμα της συνέχειας του Γένους μας. Γιατί εμείς δεν ξεφυτρώσαμε ξαφνικά από το πουθενά, αλλά προερχόμαστε από κάπου∙ από κάποιους στους οποίους είναι τιμή μας να μοιάζουμε, γιατί υπήρξαν ξεχωριστοί κι ωραίοι Έλληνες.

Ερχόμαστε, λοιπόν, στα Χριστούγεννα και στα βασικά στοιχεία αυτής της μεγάλης γιορτής:
-«Η συνήθεια του χριστουγεννιάτικου δέντρου δεν είν’ ελληνική∙ το έφεραν οι Βαυαροί. Και οι Βυζαντινοί, όμως, τέτοιες μέρες έβαζαν παντού στεφάνια. Χρησιμοποιούσαν πολύ τις μυρτιές, τις δάφνες, γενικά πράσινα φυτά. Έχουμε μαρτυρίες από τον Φαίδωνα Κουκουλέ ότι βάζανε φαναράκια αναμμένα μέσα, βάζανε κόκκινες κορδέλες. Το βαθύ κόκκινο πάντα, από την αρχαιότητα, διώχνει το κακό. Σ’ όλους τους πολιτισμούς. Ξέρουμε λ.χ. πως όταν υπήρχε λοιμός στις αρχαίες πόλεις έζωναν την πόλη με κόκκινο νήμα ακριβώς για να την προστατεύσουν∙ εξ ου και η χρήση του κόκκινου χρώματος και των κλωστών στους παραδοσιακούς γάμους». Από παλιά συνέντευξη του Λάμπρου Λιάβα σε σπουδαία εκπομπή της ΕΡΑ2, την οποία απομαγνητοφώνησα, για να τη μοιραστώ μαζί σας.

-«Ο ρόλος του ψωμιού είναι πάρα πολύ σημαντικός: το ψωμί των Χριστουγέννων, το χριστόψωμο, που πάνω βάζουμε ένα σωρό σύμβολα, σύμβολα γονιμότητας. Π.χ. το χριστόψωμο που έκανε ο γεωργός είχε πάνω το αλέτρι, το σύμβολο των ζώων,… όλα αυτά ο κόσμος τα βίωνε∙ εδώ είναι το σημαντικό. Σήμερα, όταν πάμε και παίρνουμε ένα χριστόψωμο μηχανικά από τον φούρνο, δε βιώνουμε κάτι, αλλ’ όμως και πάλι το έθιμο παραμένει». (ό.π.).

-Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο φαγητό μας στην Καστοριά, οι σαρμάδες, αλλά και τα τυλιχτά μας γλυκά, που παρασκευάζονται με φύλλα, συμβολίζουν το τύλιγμα του νεογέννητου Χριστού μέσα στα σπάργανα από τη μάνα Του, την Παναγιά μας. Όταν, λοιπόν, ετοιμάζουμε αυτά τα φαγητά εμείς οι σημερινές νοικοκυρές, θα πρέπει να ξέρουμε και να εξηγούμε στα νεότερα μέλη της οικογένειάς μας τον δυνατό συμβολισμό τους.

-«Στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές, τα παιδιά έλεγαν κάλαντα αποβραδίς, κρατώντας ένα μικρό καράβι φτιαγμένο από χαρτόνι ή τσίγκο και στολισμένο με χρωματιστά χαρτιά και φωτάκια. Χάρη σ’ αυτό έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι. 

Το καράβι ήταν από την αρχαιότητα συνδεδεμένο με τη ζωή των Ελλήνων, που ήταν λαός ναυτικός. Οι διάφοροι συμβολισμοί του ξεκινούν από την εποχή εκείνη και συνεχίζονται έως τα σύγχρονα χρόνια. Το καράβι που κρατούσαν τα παιδιά λέγοντας τα κάλαντα ίσως να πήρε τη θέση του πραγματικού καραβιού που κυλούσαν οι αρχαίοι στους δρόμους της Αθήνας και των Ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στα “Ανθεστήρια”, γιορτή για τον θεό Διόνυσο.

Στα ορεινά μέρη και τα μεσόγεια τα παιδιά κρατούσαν για φανάρι ένα ομοίωμα μιας φωτισμένης εκκλησίας, που συχνά θύμιζε την Αγια-Σοφιά. Τη στόλιζαν με καμπανάκια και χρωματιστά χαρτιά. Στο εσωτερικό της, που ήταν κενό, έβαζαν ένα κερί ή ένα φαναράκι για να τους φέγγει τον δρόμο στο σκοτάδι» (Από το πολύτιμο υλικό του Πρ/τος ΜΕΛΙΝΑ, Εκπ/ση και Πολιτισμός).

Στο Μαυροχώρι τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, κρατώντας μια φάτνη, που ήταν είτε χειροποίητη είτε αγορασμένη από περίπτερο ή από μαγαζί ψιλικών. Τη φάτνη θυμούνται να την κρατάνε οι σημερινοί 60ρηδες. Έπειτα εγκαταλείφθηκε, όπως και τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κάλαντα του χωριού, τα οποία αντικαταστάθηκαν από τα ξενόφερτα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. 

Κι ερχόμαστε στα κάλαντα, «το πιο ανθεκτικό έθιμο των Ελλήνων. Το μοναδικό που διατηρείται ζωντανό σ’ όλη τη χώρα, αφού ακόμη και σήμερα ακούγονται αμέτρητες παραλλαγές τους, που αντιστοιχούν στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής. Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες που χάνονται στο πέρασμα των αιώνων μιας και φτάνουν σε έθιμα των αρχαίων Ελλήνων, αφού πρώτα διαβούν από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλένδων(…). 

Τα κάλαντα, που ήταν και είναι υπόθεση κυρίως των παιδιών, ξεκινούν συνήθως με χαιρετισμό, στη συνέχεια καταπιάνονται με τη γιορτή, για να τελειώσουν με ευχές. Τα κάλαντα όμως ήταν και υπόθεση των μουσικών και των τραγουδιστών…», σημειώνει συνοπτικά, μα και περιεκτικά ο ξεχωριστός μας συνθέτης Μιχάλης Κουμπιός και δεν έχω λόγο να επανέλθω, σήμερα τουλάχιστον, στο μεγάλο αυτό θέμα, παρά μόνο για να συμπληρώσω, από την εμπειρία μου ως καλαντίστρια επί 25 συναπτά έτη στο Μαυροχώρι, πως δε γίνεται να βγαίνουν τα παιδιά για κάλαντα χωρίς την πολύ καλή τους προετοιμασία, που σημαίνει: όχι μόνο να μάθουν καλά τα λόγια και τη μελωδία τους, αλλά να μάθουν και τα πάντα σχετικά με την ουσία του πανάρχαιου αυτού εθίμου, που έχουν την τιμή, μα και την ευθύνη να διατηρούν τα παιδιά μες στους αιώνες. Για τον λόγο αυτόν, επιλέγω να κλείσω με λόγια που εξηγούν το γιατί της καλής προετοιμασίας, που, επαναλαμβάνω, εμπεριέχει και τη σχετική θεωρητική κατάρτιση των μικρών καλαντιστών, που μόνο έτσι μπορούν να νιώσουν την ευθύνη τους:

Γράφει χαρακτηριστικά ο μεγάλος μας Φώτης Κόντογλου στο διήγημά του «Παραμονή Χριστούγεννα»: «Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα (σ.σ. του καφενέ) και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα».

Γι’ αυτό συστήνει ο Καστοριανός δάσκαλος Λουκάς Σιάνος στο βιβλίο του «Καστοριανές εικόνες»: «Αυτά είναι τα καστοριανά κόλλιεντα (σ.σ. τα παραδοσιακά) που δημιουργούν ρίγη συγκίνησης, που ξυπνούν καϋμούς, ζωντανεύουν πόθους και νοσταλγίες. Αποτελούν ένα θεαματικό λαογραφικό στοιχείο της παλιάς Καστοριάς σε άμεση σχέση με την γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού. Αυτά τα κόλλιεντα θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολειά μας κι αυτά πάλι να τραγουδιούνται από μικρούς και τρανούς, από Συλλόγους και Σωματεία κι όχι το “Στη γωνιά μας κόκκινο…”».

Για να συμπληρώσω κι εγώ με τη σειρά μου πως τα παραδοσιακά κάλαντα δεν πρέπει μόνο να τα λέμε για να προβάλλουμε την Παράδοσή μας, αλλά το δυνατότερο ζητούμενο είναι να τα λέμε προπαντός γιατί τ’ αγαπάμε κι επειδή προερχόμαστε από αυτούς που τα έλεγαν πριν από μας. Πιστεύω δε πως ο εκτοπισμός των παραδοσιακών καλάντων (με το ιστορικό της γιορτής, τα παινέματα και τις ευχές) από τα απλά τραγούδια (Τρίγωνα κάλαντα, Χιόνια στο καμπαναριό, Στη γωνιά μας κόκκινο,…) έγινε όταν το σχολείο μάθαινε στους μαθητές τα τραγούδια αυτά για τις ανάγκες των γιορτών του κι η οικογένεια επαναπαύτηκε, μολονότι η εκμάθηση των καλάντων ήταν κυρίως δική της δουλειά.

Πανέμορφα τα λέει ο Κόντογλου και πάλι και κλείνουμε με τα λόγια του, που προσθέτουν ένα ακόμη βασικότατο στοιχείο των Χριστουγέννων, αυτό της αγάπης στον άλλον που βρίσκεται σε ανάγκη:
«Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις. «Ευφράνθητε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε με προθυμίαν μπήτε, ν’ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την Θείαν Λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση. Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε. Αυτή είναι η παραγγελία του Χριστού, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ότι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν». 
Από το βιβλίο του Κόντογλου: «Χριστού Γέννησις. Το φοβερόν Μυστήριον», εκδ. Αρμός.

Αδέρφια μου, καλά Χριστούγεννα και όσο γίνεται ελληνικότερα!


Φωτογραφία: Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904) Κάλαντα (1872). Ιδιωτική συλλογή.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Δεκεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1153.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ