5.6.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ονειροπόλημα


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 8.2.2024 | 1211

Ξεκινούσε με το πρωινό λεωφορείο. Κάπου μια ώρα μέχρι την πόλη, μια και έκανε συνεχείς στάσεις σε όλα τα χωριά, τα οποία βρίσκονταν πάνω στον δρόμο. Ξυπνούσε πολύ πιο νωρίς, γιατί έπρεπε να ετοιμάσει το φαγητό για τους άντρες στο σπίτι, άντρα και γιο, προτού φύγουν αυτοί για το μεροκάματο. Να το πάρουν μαζί τους. Και έπιανε δουλειά στα σπίτια για ένα ολόκληρο οχτάωρο. Επέστρεφε με το βραδινό λεωφορείο για να συγυρίσει και το δικό της σπιτικό. Στο πόδι, τουλάχιστον δώδεκα ώρες τη μέρα. Πτώμα. Σωματικό. Το ψυχικό, δεν άφηνε κανέναν να το αγγίξει. Το έπαιρνε μαζί της στη δουλειά και μ’ αυτό ονειρευόταν τις άλλες ζωές που θα μπορούσε να είχε ζήσει. Άλλαζαν αυτές, ανάλογα με τα σπίτια ή τα διαμερίσματα που καθάριζε. Αυτές της έδιναν κουράγιο να συνεχίζει το καθημερινό πήγαινε έλα και να ανέχεται τις ιδιοτροπίες της κάθε νοικοκυράς. Ευγενική, προσεκτική και πάντα πρόθυμη.

Οι άλλες ζωές ξεκινούσαν από τότε που, μικρό ακόμη κοριτσάκι, πήγαινε σχολείο και άκουγε με θαυμασμό τον δάσκαλο να τους μιλά για την ιστορία του τόπου της, την ιστορία γενικά. Και τα θρησκευτικά, με κείνα τα θαύματα του Ιησού, πολύ την γοήτευαν. Να μην αναφερθούμε και στο μάθημα της Γεωγραφίας. Ταξίδευε σε όλον τον κόσμο, γνώριζε τόπους μακρινούς, εξωτικούς, μαγευτικούς…

Ο δάσκαλος, πολύ συχνά, της έκανε την παρατήρηση, αν δεν την κατσάδιαζε κιόλας, πως δεν πρόσεχε στο μάθημα. Πού να ξέρει κι ό ίδιος τι ρίγη συγκίνησης της προκαλούσαν όλα όσα τον άκουγε να λέει. Γιατί, πράγματι, πολύ της άρεσαν οι ώρες στο σχολείο. Εκείνες στο σπίτι την ενοχλούσαν, όπου η μάνα έφευγε πρωί-πρωί για το μεροκάματο και την άφηνε να τα βγάλει πέρα με τις δουλειές τις καθημερινές και να μην της μένει χρόνος να ετοιμαστεί, όπως η ίδια ήθελε, για τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Εκείνοι όλοι στο σπίτι την ενοχλούσαν, παππούς, γιαγιά, πατέρας, θείοι, θείες, όλοι. Γιατί όλοι την κατσάδιαζαν που της ά ρεσαν τόσο πολύ τα γράμματα. Άντε, να τελειώσει το δημοτικό και να πιάσει δουλειά. Τα γράμματα δεν είναι για τη φάρα τους. Κι η μάνα; Αυτή δεν μιλούσε, δεν της έπεφτε λόγος, άλλωστε, μα την κοίταζε πάντα με μια περίσσια τρυφερότητα και θαυμασμό για όσα ήθελε να μάθει. Κι αφού έτσι αποφασίστηκε, αφού την έστρωσαν στη δουλειά μαζί με τη μάνα, τέλειωσε το σχολειό, τέλειωσε και ο κόσμος ο μαγικός. 

Έτσι νόμισε στην αρχή και παρηγοριά δεν έβρισκε σε τίποτα.

Έπειτα, κι ενώ ξεσκόνιζε, τίναζε, καθάριζε, γυάλιζε τα ξένα σπίτια, άρχισε να ζει τον δικό της κόσμο, τον μαγικό, και πάλι. Πότε γινόταν μαθήτρια του Χριστού και τον ακολουθούσε σε όλες τους τις διαδρομές και ομιλίες, πότε βρισκόταν στη συνοδεία βασιλισσών του Βυζαντίου και γύριζε στα πανέμορφα παλάτια, πότε πάλι σε πιο σύγχρονες εποχές, να, σαν τις σημερινές, έκανε κρουαζιέρες στις θάλασσες όλες…

Εκείνο, όμως που τη γοήτευε πιότερο, ήταν όταν, περιστοιχισμένη από τοίχους γεμάτους βιβλία, γινόταν σοφή δασκάλα και χαιρόταν να εξηγεί στα παιδιά της τάξης τα πάντα για τους πάντες. Και θαύμαζε τότε τον εαυτό της για όσα ήξερε, για όσα είχε αποθησαυρίσει μέσα της με επιμέλεια και μεράκι για να τα μεταδώσει και στους άλλους. 

Ξεχώριζε απ’ όλα τα σπίτια εκείνο του γέρου καθηγητή με βιβλιοθήκες σε όλους τους τοίχους του γραφείου του. Καθώς βοηθούσε στο νοικοκύρεμα μια φορά την εβδομάδα, καθώς, ακουμπούσε για να ξεσκονίσει τα δερματόδετα, ως επί το πλείστον, βιβλία, διάβαζε τους τίτλους και άφηνε τη φαντασία της να βρει τον κατάλληλο ρόλο για τη μέρα εκείνη. Τα άγγιζε με τρυφερότητα, αλλά ήδη είχε ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι. Όχι, βέβαια, πως δεν ακολουθούσε την ίδια τακτική και με όλα τα άλλα αντικείμενα που καθάριζε. Ακόμη και όταν έβαζε την ηλεκτρική, όταν καθάριζε τα τζάμια ή γυάλιζε τα ασημικά, μόνο τα χέρια της βρίσκονταν στον χώρο. Η ίδια ταξίδευε στις δικές της σφαίρες, τις μαγικές. Συχνά πυκνά, είναι αλήθεια, όταν κάποια νοικοκυρά της απηύθυνε τον λόγο την ώρα του ονειροπολήματος, τιναζόταν ξαφνιασμένη και προσπαθούσε να επιστρέψει στα... ασημικά. Όλοι είχαν αντιληφθεί αυτή την έντονη αφοσίωση στη δουλειά της και το ξάφνιασμα όταν την διέκοπταν, αλλά δεν είχαν λόγο να διαμαρτυρηθούν. Δεν άφηνε, πάντως, κανέναν να υπεισέλθει στο δικό της βασίλειο. Ήταν το επτασφράγιστο μυστικό της.

Τώρα, κάποιες φορές, έτυχε να παρατηρήσει εκείνος ο γηραλέος καθηγητής, με τα πολλά βιβλία, την έκφραση του προσώπου της την ώρα που ξεσκόνιζε τα ράφια στο δωμάτιό του. Πώς φώτιζαν τα μάτια, πώς ηρεμούσε η μορφή της, πώς σχηματιζόταν εκείνο το ανεπαίσθητο μειδίαμα στο πάντα σοβαρό της πρόσωπο και απορούσε με την αλλαγή αυτή, αλλά δεν ήθελε και να ρωτήσει. Σκέφτηκε μόνο να διαλέξει μερικά από τα βιβλία αυτά και να της προτείνει να τα πάρει μαζί της για να τα διαβάσει, όταν είχε καιρό και να του τα επιστρέψει, όποτε τα τέλειωνε.

Η ερώτηση την άφησε εμβρόντητη. «Αχ», απάντησε, «πότε να βρω καιρό για διάβασμα, κύριε; Σας ευχαριστώ πολύ, πάντως, που μου τα εμπιστεύεστε! Και μη σας νοιάζει, τα απολαμβάνω και έτσι που τα βλέπω στα ράφια. Πολύ μου άρεσαν τα γράμματα από μικρή, αλλά έπρεπε να σταματήσω το σχολείο για να δουλέψω…»

Δεν επέμεινε εκείνος. Περίμενε, ωστόσο, να έλθει η ώρα που θα ξεσκόνιζε τη βιβλιοθήκη του, για να απολαμβάνει και ο ίδιος εκείνη τη μυστηριώδη έκφραση αγαλλίασης στο πρόσωπο της παραδουλεύτρας. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί μαθήτρια ή μαθητή, σε όλα τα χρόνια διδασκαλίας, να εκστασιάζεται έτσι με την όψη και μόνο βιβλίων!

Τέλειωνε το νοικοκύρεμα του σπιτιού, αποχαιρετούσε τους νοικοκυραίους, η πόρτα έκλεινε πίσω της και τότε ακριβώς τέλειωνε το ονειροπόλημα. Εκεί άρχιζε η καθημερινότητα. Μέχρι το επόμενο μεροκάματο...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Φεβρουαρίου 2024, αρ. φύλλου 1211.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ