11.4.13

ΟΔΟΣ: Ασκαρδαμυκτί | Μια φορά και ένα καιρό


ΟΔΟΣ 20.12.2012 | 671

Η σημερινή ιστορία θα μπορούσε ασφαλώς να έχει συμβεί σε οποιαδήποτε πόλη, πολίχνη, κώμη ή χωριό του κόσμου. Γιατί είναι εντελώς φανταστική. Οποιεσδήποτε ομοιότητες με πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις οφείλονται σε απλή και όλως τυχαία σύμπτωση. Θα μπορούσε να είναι χριστουγεννιάτικο παραμύθι.
Αντίστοιχες ιστορίες -σε παραλλαγές- θα μπορούσαν ίσως να συμβαίνουν στ’ αλήθεια στην Λατινική Αμερική και ιδίως στην πατρίδα του Ούγκο Τσάβες όπου ευδοκιμούν οι πλούσιοι του κατεστημένου, στην Σικελία με τις ελληνικές ρίζες, στην Ρωσία των πιστών ομοδόξων μας, στην Αλβανία των πυραμίδων ή έστω στα Ζωνιανά των αποκαλύψεων. Μπορεί και σε κάποιο από τα απελπιστικά τουρκικά τηλεοπτικά σήριαλ ,που θα είχε και τον τίτλο «επιστροφή». Στις ρίζες εννοείται, στα ήθη και τα έθιμά μας. Διότι αυτό είναι πολιτισμός. Τάδε έφα.

Συνέβη όμως κατά τας γραφάς, όχι στην Ερμούπολη, αλλά την Ερημούπολη. Πρόκειται για μια πόλη που βρίσκεται στις όχθες ενός μεγάλου πλωτού ποταμού, πολύ χαρακτηριστική κάποτε για την ομορφιά, την γραφικότητα και τα πλούτη της. Αλλά και τα μνημεία της. Είχε κατοίκους εργατικούς που κάποτε μοχθούσαν όλη την μέρα για την προκοπή. Είχε μνημεία που πρόδιδαν το ξεχωριστό παρελθόν της, φυσική ομορφιά που καθρεπτιζόταν πάνω στα νερά του ποταμού της. Όταν δεν πάγωναν, γιατί καμιά φορά τον χειμώνα αν είχε χαμηλές θερμοκρασίες, πάγωναν κι΄ αυτά. Είχε διοικητές, δημάρχους και στρατάρχους, σώφρονες και επιτυχημένους. Γι’ αυτό και σχεδόν όλοι την αποκαλούσαν αρχόντισσα και καμάρωναν τα καμάρια του τόπου εκείνου. Δάκρυζαν για δαύτη’ νε.

Στις μέρες όμως της ιστορίας, δεν είχαν μείνει και πολλά απ’ αυτά, παρά μόνο αποκαΐδια, συντρίμμια και ερείπια. Αν και είχαν περάσει 100 χρόνια απόλυτης ελευθερίας αφ’ ότου η πόλη απαλλάχτηκε από κάποιο ζυγό, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή. Ήταν κάτι σαν το σκηνικό στην ταινία one day after που είδα κάποτε στην μεγάλη οθόνη. Και σκεφτόμουν με χαρά, παραμονές της 21ης Δεκεμβρίου 2012 που οι Μάγια λέει πρόβλεψαν το τέλος του κόσμου, ότι ευτυχώς κάτι τέτοια σενάρια μόνο στην κακή βόρεια Αμερική - την πατρίδα των φονιάδων των λαών επιβεβαιώνονται. Τώρα πώς συνέβησαν και στην Κεντρική Αμερική και χάθηκαν οι Μάγια, ποιος ξέρει άραγε; Ίσως απλά να ήλθαν κι’ εκεί τα πάνω-κάτω και έγινε ο νότος βορράς και ο βορράς νότος.

Στην αρχόντισσα της ιστορίας είχε από χρόνια τώρα στερέψει από το χρυσάφι. Άρπαξαν τα περασμένα χρόνια ό,τι μπορούσαν οι χρυσοθήρες, κυριολεκτικά από τα σπλάχνα της. Αλλά και από τα χέρια των άλλων, ρυπαίνοντας κιόλας τον μεγάλο ποταμό από την υπερεκμετάλλευση, ώστε να μην μπορεί πια να δώσει ούτε ψάρια. Πήραν το χρυσάφι τους και το μετέφεραν οπουδήποτε αλλού μπορούν να προσεγγίσουν πιο εύκολα τις αγορές, οι παγκόσμιοι έμποροι του πολύτιμου μετάλλου, και όπου μπορούν να γίνουν διαφανείς και όχι μόνο business. Σιγά να μην κάθονταν πίσω να κάνουν real estate, όσοι ήταν φτιαγμένοι και προορισμένοι για αμύθητα πλούτη και μεγάλες επιτυχίες. Κοσμοπολίτες και κοσμοκατακτητές. Σαν τον Οδυσσέα ένα πράγμα.

Επιπλέον, γκρέμισαν τα τείχη της οι πλούσιοι της περιοχής, άδειασαν τις εκκλησίες ή τις παγόδες της από τα χρυσά, τα εικονίσματα και τα πολύτιμα σκεύη της κοινοί κλέφτες, αλλά και μερικοί επίορκοι γκουρού, ήδη από πολλά χρόνια. Ενώ κάποιοι άλλοι, φρόντιζαν να ανοίγουν λάκκους εδώ και εκεί, ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς από κτερίσματα, νομίσματα αλλά και ατόφιο χρυσάφι. Διότι υπήρχε μια φήμη, ότι κάπου κοντά στις όχθες του ποταμού, κάτω από την γη υπήρχαν θαμμένα κοιτάσματα από τα παλιά ακόμη χρόνια, που είχαν ταφεί τυχαία από κάποιο σεισμό, λιμό ή καταποντισμό, ή τα είχαν κρύψει οι παλιότεροι για να βρουν οι νεότεροι. Και ότι αυτά έψαχναν να βρουν οι κάποιοι χρυσοθήρες, μια φορά και ένα καιρό. Πριν ένα χρόνο ακριβώς περίπου, ή πριν από ένα αιώνα, λίγη σημασία έχει αυτή η λεπτομέρεια.

Σε αυτή την ειδυλλιακή πόλη ζούσε ο Ύπατος, που είχε κοντά του 3-4 ανθύπατους να τον βοηθούν. Διότι δεν τα προλάβαινε όλα μόνος του. Μιας και ο Ύπατος, εκτός από ψωμί και θεάματα για τους φιλήσυχους υπηκόους του, φρόντιζε να μεταβαίνει ο ίδιος με ακολουθίες συνεργατών και συμβούλων, εδώ και εκεί -κυρίως εκεί βέβαια- με τις πρεσβείες της αρχόντισσας Ερημούπολης, για να προωθήσει τα κάλλη της και τα συμφέροντά της. Μερικές φορές μαζί του κόπιαζαν και κάποιοι ανθύπατοι, ανάλογα με την διακονία του καθενός, αλλά το σίγουρο είναι ότι όταν οι υπόλοιποι έμεναν πίσω ήταν στο πόδι του όταν αυτός έφευγε και τον κάλυπταν σε όλα. Διότι οι ανάγκες της Ερημούπολης ήταν μεγάλες και δεν μπορούσαν να περιμένουν τόσο πολύ, που κάποιοι ανθύπατοι, δεν προλάβαιναν να κάνουν και πολλά πράγματα παρά μόνο κάλυπταν. Κάλυπταν λάκκους, που άνοιγαν οι άγνωστοι για τον κρυμμένο θησαυρό, ή κάλυπταν αυτούς, που άνοιγαν τους λάκκους. Τι σημασία έχει;

Ώστε τον κάλυπταν και με το παραπάνω. Για να μην πω κυρίως με το παραπάνω. Διότι γίνονταν -λέγεται- και μερικά πράγματα εν αγνοία του Ύπατου, και πράγματα για τα οποία μπορεί και (προφανώς) να διαφωνούσε, ή ακόμη και να τον υπονόμευαν στα μάτια του λαού του, που ήταν κατά τα άλλα ενθουσιασμένος από την διοίκησή του και υποταγμένος στην σοφία του. Ιδίως τώρα, που έψαχνε να βρει τα σπίτια παλιών κατοίκων που χάθηκαν άδικα και μαζικά από τις επιδρομές βορείων βαρβάρων. Και που πρόσχαρα δήλωνε εδώ και εκεί πόσο πολύ όμορφη την βρίσκει την αρχόντισσα.

Όμως ο Ύπατος κανένα δεν άκουγε και πρώτα απ’ όλα δεν άκουγε όσους του χτυπούσαν το καμπανάκι. Γιατί ήταν κακοί και μνησίκακοι νόμιζε. Γιατί τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, αυτόν και τις επιτυχίες του, και διότι αποτελούσαν λέει μια μειοψηφούσα μειοψηφία. Γιατί πίστευε, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο και τον ντουνιά, κάποιος ή είναι μόνο φίλος ή απόλυτα εχθρός τους. Μέσος και νηφάλιος όρος γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Όλα κι’ όλα. Να είμαστε εξηγημένοι.

Ώσπου μια μέρα, πάει ένα μήνας τώρα, ξέσπασε σάλος και σούσουρο. Μπήκαν λέει κομάντος σε αρχοντικά ανθυπάτων. Για την ακρίβεια, το ένα ήταν ακριβώς του ανθύπατου. Το άλλο ήταν του γείτονα. Με αυτό δεν θα ασχοληθώ με την αφήγησή μου, γιατί πολλοί λένε ότι έγινε επίτηδες, για να ακουστεί και να φανεί το κατά λάθος. Αλλά και να μπουν ψύλλοι στα αυτιά του επαναπαυμένου Ύπατου, ότι το άλλο, δεν μπορεί να είναι μια απλή σύμπτωση.

Με φακούς και ολόσωμες φόρμες, με σιδερικά στα χέρια και με όλες τις προφυλάξεις, την ώρα που ο ένας τουλάχιστον ανθύπατος έλειπε μαζί με τον Ύπατο σε μακρινό ταξίδι, για προσκύνημα σε μια μεγάλη Πόλη θαρρώ. Ήταν και πολύ ευσεβείς βλέπετε οι διοικητές και συνεχώς αποζητούσαν την βοήθεια του Θεού. Η αρετή ήταν το σύμβολο της πόλης και την υπηρετούσαν ανελλιπώς και ασκαρδαμυκτί. Γι’ αυτό και είχαν έμβλημά τους μια εκκλησία από τα παλιά, έστω κι’ αν ήταν χωμένη μέσα στα άσχημα και τα κακάσχημα μέγαρα που έκτιζαν πριν από χρόνια οι υπήκοοι.

Πάντως το περιστατικό στο παλάτι του ανθύπατου σαν σκηνή από ταινία έμοιαζε. Κανείς δεν ξέρει ποιοι ήταν και πώς γνώριζαν ότι έλειπε ο ανθύπατος και ότι μέσα στο αρχοντικό ήταν ελάχιστοι συγγενείς. Που έτρεχαν εδώ και εκεί για να κρυφτούν ή καθηλώθηκαν επί τόπου. Μιας και κανείς δεν έμαθε ακριβώς τι έγινε.

«Ψηλά τα χέρια», «Ληστεία» φώναζαν οι εισβολείς -κατά πως λένε οι φήμες και οι συκοφάντες βέβαια και τα έκαναν όλα άνω κάτω. Τα γύρισαν όλα ανάποδα, πήραν όσα και ό,τι ήθελαν. Καθώς και ένα δακτυλίδι κατ’ ευθείαν από το χέρι μιας κατατρομοκρατημένης θείας.

Τυχαίο και συμπτωματικό γεγονός; Απλή διάρρηξη και ληστεία απ’ αυτές που φευ άρχισαν να υπάρχουν κρούσματά τους στην Ερημούπολη; Μήπως έψαχναν κάτι άλλο, ή μήπως ήθελαν να του περάσουν κάποιο μήνυμα; Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Διότι εκτός απ’ αυτούς, υπήρχαν και κάτι κακοί και χαιρέκακοι, που υποψιάζονταν – άκουσον-άκουσον- ότι μπορεί να μην ήταν ακριβώς τυχαία η εισβολή και η ληστεία. Αλλά ότι είχε διαφορετικό σκοπό και στόχο. Κάποιοι ακόμη πιο αδίστακτοι παραμυθάδες, συνέδεαν την φήμη, με τους λάκκους που ανοιγόκλειναν, κοντά στις όχθες του ποταμού, τις μοιρασιές από τα λάφυρα και γενικά τα χρέη.

Τώρα στόχος ήταν ο ανθύπατος ή ο Ύπατος που εξακολουθούσε να μην βλέπει και να μην ακούει τίποτε άλλο παρά λόγια καλά και χαρωπά, και ήταν περίπου ευτυχισμένος και μακάριος; Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Ούτε και εγώ. Ώσπου ξέσπασε ακόμη μια φήμη. Κρίθηκε λέει ύποπτος για το άνοιγμα λάκκων, κάτω από ένα πανύψηλο κυπαρίσσι κοντά στο ποτάμι, ο ένας ανθύπατος. Και γι’ αυτό ίσως καλούνταν λέει να λογοδοτήσει ενώπιον των ανθρώπων. Γιατί σ’ αυτή την πόλη, λέγεται, ότι άμα δεν σε τσάκωναν, ήσουν μάγκας. Αν όμως σε τσάκωναν, τράγος. Αποδιοπομπαίος εννοείται.

Γι’ αυτό κάθησα και έγραψα αυτό το σενάριο, για την ταινία επιστημονικής φαντασίας που αφηγήθηκα. Με το συμπάθειο και μετά συγχωρήσεως βεβαίως βεβαίως αν τάραξα τις προσευχές μερικών εν όψει της καταστροφής του κόσμου, αύριο Παρασκευή. Γιατί αν τάραξα καθόλου την πολιτική αναισθησία, έχω κάποιες αμφιβολίες. Και όπως λέει ο σοφός λαός μας Παρασκευή κοντή γιορτή.
Χρόνια πολλά.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Δεκεμβρίου 2012, αρ. φύλλου 671

2 σχόλια:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ