13.9.16

Marilena Nik: Το χλιμίντρισμα




Ο καβαλάρης έβγαλε το κόκκινο μαντήλι από το λαιμό του και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο του. Με το αριστερό του χέρι χάιδεψε το λευκό λαιμό του αλόγου του και κοίταξε γύρω του να βρει μια σκιά. Μόνο πουρνάρια και ανθισμένα σπάρτα που κιτρίνιζαν ανάμεσα στους θάμνους και στα βράχια. Ζεστό ανοιξιάτικο απομεσήμερο κι ο χωματένιος δρόμος άχνιζε μπροστά του, έφερε το χέρι αντήλιο και είδε προς το βοριά τις χιονισμένες κορφές της οροσειράς. Πριν το σούρουπο θα είχε φτάσει στη πόλη, θα πήγαινε αμέσως στα γραφεία της πολιτοφυλακής, θα έδινε το γράμμα που είχε στο δερμάτινο δισάκι του και μετά στη ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα με τους συντρόφους του θα έτρωγαν και θα έπιναν. Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να χαμογελάσει και να χτυπήσει απαλά τη ράχη του αλόγου του για να τις μοιραστεί μαζί του.

Μετά τη στροφή άρχιζαν δεξιά κι αριστερά του δρόμου να φαίνονται ελαιώνες που λαμπύριζαν στο χρυσό φως και σώπαιναν όλα για να αφουγκραστεί… τραγούδια ανάκατα με γέλια έρχονταν με το ξυπόλητο αεράκι κι όσο πλησίαζαν, είδε ότι ξυπόλητοι ήταν και οι τσιγγάνοι που περπατούσαν χορεύοντας. Έγινε ο δρόμος πολύχρωμος με τις φούστες να ανεμίζουν μαζί με τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά των κοριτσιών στολισμένα με κόκκινα γαρύφαλλα.

Τα αγόρια με σηκωμένα τα μπαλωμένα παντελόνια τους χτυπούσαν παλαμάκια και τραγουδούσαν με λόγια αγάπης. Βλέποντας τον, κοντοστάθηκαν και κουνούσαν τα χέρια τους, σαν να τον χαιρετούσαν, σαν να ήθελαν να τον σταματήσουν, και το μεγαλύτερο του φώναξε δυνατά και ρώτησε «πώς είναι προς τον νοτιά;». Αυτός σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε πίσω του. Μέσα από τη σκόνη που είχε αφήσει, διέκρινε πέρα μακριά μαύρα σύννεφα να σκεπάζουν τον ορίζοντα και αστραπές να τα χαράζουν «έρχεται καταιγίδα» τους είπε «μη πάτε προς τα ‘κει». Χτύπησε με τα πόδια του τα πλευρά του αλόγου και ξεκίνησαν. Δεν άκουγε τώρα μήτε τραγούδια μήτε φωνές.

Μετά από ώρα άραξε κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς αφού πότισε πρώτα το άλογο του… ήπιε νερό κι αυτός και πριν προλάβει να ξεδιψάσει, άκουσε ένα χλιμίντρισμα, πετάχτηκε όρθιος και είδε δυο φίδια να σέρνονται μέσα στις πέτρες και να χάνονται. Έσκυψε και πήρε μια πέτρα και την πέταξε προς τη μεριά που χάθηκαν ενώ άκουσε πάλι ένα χλιμίντρισμα πονεμένο και είδε τον φίλο του γιατί φίλος του ήταν αυτό το άλογο που του έλεγε τα μυστικά του, να λυγάει τα πόδια του και να πέφτει.

Σίμωσε κοντά του και είδε την φιδίσια δαγκωματιά… γονάτισε δίπλα στο κεφάλι του και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του …τα μάτια του φίλου του θόλωναν κι έκλειναν σιγά-σιγά… «μην φεύγεις» αυτό μόνο κατάφερε να του πει. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε αγκαλιασμένος με τον φίλο του… σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε νότια τα σύννεφα να πλησιάζουν απειλητικά. Έβαλε το δισάκι του στη πλάτη και… «μη γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις» άκουσε τη φωνή του. Μαύρα κοράκια όρμησαν πάνω στο άψυχο άλογο και άφησαν μόνο το σκελετό και την ουρά του. Πηχτή νύχτα είχε πέσει όταν μπήκε στα γραφεία και πρόλαβε μόνο να δει την έκπληξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των συντρόφων του που τον κοιτούσαν... σωριάστηκε... αδειανό κουφάρι η ψυχή του.

Ένας ήλιος λαμπερός φώτιζε χαρούμενα τα γεράνια στο παράθυρο τους, οι σύντροφοι είχαν ετοιμαστεί για το πανηγύρι της πόλης και τα κορίτσια σιγοτραγουδούσαν στη διπλανή κάμαρα… αυτός χτένισε τα γκρίζα μαλλιά του κι έδεσε το μαντήλι στο λαιμό του. Οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από τη χαρά και τις φωνές. Τα ολάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών είχαν στολιστεί με σημαίες. Στην πλατεία ήταν τσιγγάνοι οργανοπαίχτες και ο κόσμος χόρευε κι έπινε. Οι γυναίκες σήκωναν τις φούστες ψηλά απ’ τα γόνατα χορεύοντας και χτυπούσαν τα παπούτσια τους στις πλάκες. Κοίταξε ένα γύρω του τον ορίζοντα… καθαρός ουρανός… έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθειά ανάσα, άφησε το πρόσωπο του στο χάδι του ήλιου… ένα χλιμίντρισμα… κι άλλο… φτερούγισε η καρδιά του «φίλε μου». Μπροστά του στεκόταν ένας τσιγγάνος που έπαιζε βιολί, το χαμόγελο του, μαργαριτάρια, και το δοξάρι του μια φωτιά, μαγική. Άρχισε να χορεύει και τα κορίτσια χόρευαν γύρω του και το δοξάρι πετούσε σπίθες που δυνάμωναν και μαζί τους δυνάμωνε και το χλιμίντρισμα. Έβγαλε το μαντήλι του και το ανέμιζε χορεύοντας και όσο άκουγε το χλιμίντρισμα τόσο χτυπούσε τα πόδια του και κουνούσε το μαντήλι…

Η μάγισσα θάλασσα φύσηξε ένα φιλντισένιο αγέρι κι έστειλε το χλιμίντρισμα ψηλά, στις λευκές κορφές όλων των βουνών, κι εκεί πάνω σε μια στροφή του χορού, του ‘κλεψε και το μαντήλι απ’ το χέρι… ένα κόκκινο μαντήλι πετούσε πάνω από μια μεθυσμένη πλατεία… ένας γκριζομάλλης νεαρός χόρευε με τα χέρια ανοιχτά…  κι ένα λευκό χλιμίντρισμα ξεσήκωνε μια πληγωμένη χώρα…
Το ημερολόγιο έγραφε: 26 Απριλίου 1937…


Εμπνευσμένο από ένα πίνακα κι ένα τραγούδι.


Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Απριλίου 2016, αρ. φύλλου 832.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ