5.9.16

ΜΕΡΟΠΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΓΓΕΛ: Viva Opera!


ΟΔΟΣ 31.3.2016 | 829

«Μετά από πέντε ολόκληρους αιώνες ζωής, η όπερα διατρανώνει ακόμη την αιώνια νεότητά της. Γοητεύει, συνεγείρει, εξάπτει τα πολιτικά πάθη, προκαλεί βίαιες διαμάχες, έχει τους φανατικούς της, τους αρνητές της και τους λάτρεις της. Τι νιάτα! Κι όμως είναι ηλικιωμένο είδος – τόσο ηλικιωμένο όσο και η Ευρώπη το λίκνο της. Κι αν κατάφερε να περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αν γοήτευσε ακόμη και την Ιαπωνία ή την Κίνα, είναι γιατί αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της Ευρώπης».
Catherine Clément


Η όπερα. Ένας κόσμος ονείρου, με κυρίαρχο τον άνθρωπο να θριαμβεύει στον χρόνο, να κυριαρχεί στην ιστορία, στη φύση, στη ζωή και τον θάνατο.

Η πραγματικότητα σφιχταγκαλιασμένη με την φαντασία, το σκηνικό παιχνίδι, μεταβάλλεται σε όνειρο που το ζεις ξύπνιος και το κουβαλάς στο ύπνο σου, αστερόσκονη, να ομορφαίνει κι εκείνον τον κόσμο, τον σιωπηλό και μυστήριο.

Η λυρική τέχνη κάποτε ζούσε σε μια πριγκιπική αυλή, έχοντας στην υπηρεσία της τραγουδιστές, ζωγράφους, αρχιτέκτονες, διακοσμητές, εφευρέτες, μουσικούς…

Δραπέτευσε ευτυχώς και εγκαταστάθηκε στην πόλη, όπου έφθασε να γίνει σχεδόν λαϊκή (ιταλικές όπερες), να διακλαδωθεί σε πολλά μονοπάτια, να στεγάσει καλλιτεχνικές παραστάσεις και κοινωνικά γεγονότα σε καταπληκτικά νεοκλασικά και σύγχρονα θέατρα.

Προσπάθησε να αναγεννήσει το αρχαίο δράμα με αναφορές στο θεό Διόνυσο, ιδιαίτερα στην περίοδο του Μπαρόκ, σηκώνοντας το ποτήρι της και κερνώντας τους πρωταγωνιστές κόκκινο κρασί και σαμπάνια.

Η Κάρμεν του Bizet στο πανδοχείο του Λίλλας Πάστια στην Τριάνα με τις φίλες της Φρασκίτα και Μερσέδες χορεύουν. Πίνουν κρασί και η Κάρμεν ρίχνει τη μαντίλα της και αρχίζει να γελάει τραγουδώντας «Είσαι άντρας μου, είμαι γυναίκα σου». Ο Εσκαμίγιο και οι φίλοι του πίνουν στις επιτυχίες τους, παλιές και καινούριες.

«Ζήτω! Ζήτω ο ταυρομάχος! Ζήτω ο Εσκαμίγιο! Την πρόποση θ’ ανταποδώσω, γιατί με τους πολεμιστές συνεννοούνται οι τορέρος».

«Η μουσική απευθύνεται στην καρδιά, ενώ το γραπτό απευθύνεται μόνο στη νόηση, η μουσική μεταδίδει άμεσα τις ιδέες της, όπως τα αρώματα. Η φωνή ενός τραγουδιστή δεν κρούει μέσα μας το στοχασμό ή τη μνήμηευτυχισμένων εποχών, αλλά τα στοιχεία της σκέψης – και ανακινεί τις ίδιες τις ρίζες της συγκίνησης».
Honoré de Balzac «Μασιμίλα Ντόνι»

Το κρασί κατέχει εξέχουσα θέση σε πάρα πολλές όπερες. Σε πολλά θεατρικά κείμενα συναντούμε υλικές απολαύσεις, συνδεδεμένες απόλυτα με την ανθρώπινη φύση και ανάμεσα σ’ αυτές είναι και το κρασί, το οποίο έχει τον δικό του ρόλο στην πίκρα, στη χαρά, στον έρωτα…

Στην Τραβιάτα του Giuseppe Verdi το κρασί ρέει. Στο σαλονάκι στο σπίτι της Βιολέττας το κέφι φουντώνει και η νύχτα λάμπει με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι. Οι κρυφοί καημοί πάνε κάτω με το καλό κρασί και η Βιολέττα γεμίζοντας το ποτήρι του Αλφρέντο, αναφωνεί πως θέλει να γίνει οινοχόος, ενώ όλοι μαζί, με μια πρόποση, τραγουδούν:

«Ας πιούμε, ο έρωτας με το κρασί φλογερότερο κάνει το φιλί».
«Ας χαρούμε, τραγούδι, γέλιο και κρασί τη νύχτα να ομορφύνουν. Στον παράδεισο αυτή να μας βρει η αυγή».

Στην Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι το κρασί είναι αναπόσπαστα δεμένο με την καθημερινότητα των ανθρώπων, ενώ στον Κουρέα της Σεβίλλης ο κόμης μπαίνει στο σπίτι του Μπάρτολο, παριστάνοντας τον μεθυσμένο.

Στον Φιντέλιο του Μπετόβεν στη δεύτερη πράξη, ο Φλόρεσταν δεμένος με αλυσίδες έχει απελπιστεί. Μέσα στο παραλήρημά του νομίζει ότι βλέπει την αγαπημένη του γυναίκα. Ο Ρόκκο και η Λεονόρε, συγκινημένοι, τον πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι ο Φλόρεσταν είναι ακόμη ζωντανός, ενώ αμέσως το πρώτο που του προσφέρουν είναι κρασί και ψωμί και εκείνος τους ευχαριστεί μέσα από την καρδιά του.


«Η όπερα δεν χρειάζεται μόνο πολλούς ανθρώπους στη σκηνή, αλλά ακόμη περισσότερους στο ακροατήριο. Η γενναιοδωρία της χειρονομίας της προϋποθέτει τον παραλήπτη, χωρίς αυτόν η δραματική της δύναμη συρρικνώνεται σαν μαραμένο φύλλο. Η όπερα είναι αναπόδραστα μεγαλύτερη από τη ζωή, το αντηχείο της, ότι θα της δώσει τις πραγματικές της διαστάσεις, είναι το κοινό της».
John Rosselli

Στην όπερα Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ, ο Παπαγκένο, ένας κυνηγός πουλιών, υμνεί και απολαμβάνει το κρασί, ενώ στην όπερα Φάουστ του Gounod σε σκηνή λαϊκής γιορτής φοιτητές, στρατιώτες και αστοί πίνουν και διασκεδάζουν.

Οι κοπέλες κάνουν φιγούρα και οι στρίγγλες ζηλεύουν τα νιάτα και την ομορφιά τους. Όλοι μαζί τραγουδούν και απολαμβάνουν το υπέροχο κρασί. Τσουγκρίζουν τα ποτήρια, τονώνουν το ηθικό τους, νοθεύουν τα δάκρυά τους με το λαμπερό κόκκινο χρώμα του. Ο Μεφιστοφελής αναφωνεί: «Ε! Βάκχε, Αφέντη μου! Κρασί!». Το κρασί χύνεται και παίρνει φωτιά. Οι φοιτητές τραγουδούν:

Ζήτω το κρασί!
Κρασί ή μπύρα,
Μπύρα ή κρασί
Αρκεί το ποτήρι μου
Να είναι γεμάτο!
Δίχως ντροπή
Το ένα μετά το άλλο
Ο μέθυσος
Κατεβάζει τα ποτήρια!
Νεαρέ λάτρη
Του βαρελιού
Εξαίρεσε μονάχα
Το νερό!
Μακάρι η δόξα
Και οι έρωτές σου
Να συνοδεύονται πάντα
Από ποτό!

«Η τέλεια όπερα είναι εκείνη στην οποία η μουσική πηγάζει κατευθείαν από την ποίηση, ως αναπόδραστη δημιουργία της... Μήπως δεν είναι η μουσική, η μυστική γλώσσα ενός μακρινού πνευματικού κόσμου, οι εκθαμβωτικές μελωδίες του οποίου αντηχούν στην ψυχή μας ξυπνώντας μιαν υψηλότερη, πιο έντονη και πιο βαθιά αίσθηση ζωής; Πάνω στη σκηνή, γύρω από τα θεωρεία και μέσα σε κάθε κόγχη του θεάτρου, όλα τα πάθη μάχονται το ένα το άλλο, φορώντας την πιο λαμπρή, την πιο εκθαμβωτική αρματωσιά. Κι εμείς, οι θεατές, κυριευόμαστε από ανέκφραστη νοσταλγία για κάτι που μας ξεπερνά».
Ernst Theodor Amadeus Hoffmann

Ποίηση, δημιουργία, η μυστική γλώσσα της μουσικής, στη σκηνή μαχόμενα ανθρώπινα πάθη, πράξεις ηρώων και απλών ανθρώπων. Κι εμείς θεατές.
Κατά τον Hoffmann, κυριευόμαστε από βαθύτατη και πολλές φορές ανέκφραστη νοσταλγία για κάτι που μας ξεπερνά.

Για κάτι που κατά την άποψή μου μπορεί να έρχεται από μακριά, ποιος άραγε ξέρει πόσο για να το γνωρίσουμε, για να ακουμπήσει στις ψυχές μας και να το ερωτευτούμε – ΟΠΕΡΑ- ή για κάτι που το ξέρουμε, το αγαπάμε και σηκώνοντας ψηλά τα κρασοπότηρα με βοηθό την ποίηση το τραγουδάμε:

'Eξω, έξω τα βιβλία.Στη φωτιά η φλυαρία.Λέξεις, λόγοι, όλα κάτω.τι του κάκου τα φυλάττω;Τον Απόλλωνά τους ρίξεκαι τες Μούσες όλες πνίξε.Την πικρή τους δάφνη καύσεκι απ' τους κόπους πλέον παύσε.Βάλε Βάκχον και Μαινάδεςκαι βαρέλια μυριάδες,να γενεί βαρελοθήκηη χρυσή βιβλιοθήκη.Ο κισσός ας πρασινίσεικαι το κλήμα ας ανθίσει,να γλυκάνει το σταφύλιτα πικρά μου τούτα χείλη.Μη με λέγεις καλαμάρι,μόν' κανάτα, μόν' πιθάρι.Μη κοντύλι. μόν' κροντήρικαι γαβάθα και ποτήρι.Θέλω, θέλω να καθίσω,να χαρώ να ευθυμήσωμε τον Βάκχον μου τον φίλονστης βαρέλας μου τον τύλον.

Αθανάσιος Χριστόπουλος  «Βακχικά – Βαρελοθήκη»


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31 Μαρτίου 2016, αρ. φύλλου 829.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ