22.9.20

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Φεβρουάριος




6 Φεβρουαρίου

Στις 6 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο γιορτάζει ο άγιος ή Μέγας Φώτιος, που ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της Ιστορίας του Βυζαντίου, καθώς και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Θεωρείται ως ένας από τους πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Μάλιστα, λόγω της προσωπικής του βιβλιοθήκης, θεωρείται προστάτης των βιβλιοπωλών και των βιβλιοθηκονόμων, δηλαδή των υπεύθυνων βιβλιοθηκών. Κι εμείς προσθέτουμε πως, εκτός από τους βιβλιοπώλες και τους βιβλιοθηκονόμους, προστατεύει και τις βιβλιοθήκες, το σπίτι των βιβλίων, γιατί όχι;
Να τις έχουμε, λοιπόν, τις βιβλιοθήκες και μάλιστα γεμάτες με όμορφα και ενδιαφέροντα βιβλία και να τις χαιρόμαστε όσο μπορούμε περισσότερο όλα τα παιδιά και οι μεγάλοι του κόσμου, αυτή είναι η ευχή μας! Γιατί υπάρχουν γελαστές και λυπημένες βιβλιοθήκες. Και γελαστές είναι όσες τραβούν προς τα ράφια τους μεγάλους και μικρούς αναγνώστες που διψάνε για βιβλία και για διάβασμα. Να, σαν την παλιά γελαστή βιβλιοθήκη του παρακάτω αγαπημένου κειμένου: 

Η βιβλιοθήκη που γελά*

Το χτίσιμο του μικρού σχολείου στο ορεινό χωριό μόλις τελείωσε. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, το βλέπουν τώρα και το καμαρώνουν, στημένο εκεί, στην άκρη του δάσους. Έχουν την κρυφή χαρά πως θα μάθουν γράμματα, χωρίς να χρειάζεται να περπατούν κάθε μέρα τόσα χιλιόμετρα, για να φτάσουν στο κεφαλοχώρι* κάτω στον κάμπο…
Ό,τι χρειάζεται το έχει το μικρό σχολείο, εκτός από βιβλία. Γιατί εδώ πάνω δεν είναι εύκολο να φτάσει το βιβλίο. Χρειάζεται καιρός για να γεμίσει η μικρή βιβλιοθήκη. Μπαίνει εκεί ένα ένα και περιμένει. Κάποια δαχτυλάκια το φυλλομετρούν, κάποια ματάκια περπατούν πάνω στις αράδες, κάποιες καρδούλες γεμίζουν χαρά ή λύπη, κάποια μυαλουδάκια φωτίζονται…
Στο κεφαλοχώρι έμαθαν ότι χτίστηκε καινούριο σχολείο στο ορεινό χωριό. Και μερικά παιδιά αποφάσισαν να στείλουν αυτά τα πρώτα βιβλία για να γεμίσει σιγά σιγά η βιβλιοθήκη του. 
-Φοβάμαι μήπως νομίσουν πως τους κάνουμε ελεημοσύνη, παρατήρησε η Στέλλα.
-Όχι, δε νομίζω. Θα δεχτούν ό,τι και να τους στείλουμε εμείς, γιατί ξέρουν πως τους αγαπάμε, είπε ο Γιώργος.
Την άλλη μέρα δυο μεγάλα πακέτα φορτώνονταν στα ζώα, που ανηφόριζαν για το χωριό. 
-Προσέχετε μην πέσουν! έλεγε η Δώρα στον κυρ Ηλία.
-Μη φοβάστε! Όπως μας τα δώσατε, έτσι θα φτάσουν!
Τα παιδιά καμαρώνουν τη βιβλιοθήκη τους, που τους γελά με τα καινούρια βιβλία.
-Είναι το καλύτερο δώρο για το καινούριο μας σχολείο, έλεγαν και τα μάτια τους άστραφταν από χαρά. 

*Από το προηγούμενο (1982-2005) βιβλίο Γλώσσας της Γ’ δημοτικού. 

Σημ: Φαίνεται πως είναι παλιό το κείμενο αυτό, αφού μιλά για σχολείο που χτίζεται κι όχι που κλείνει, μιλά για ορεινό χωριό που κατοικείται κι όχι που ερημώνει. Κι εμείς λυπόμαστε πολύ που, όχι μόνο δεν αλλάζει το θλιβερό σκηνικό των χωριών που έχουν ερημώσει και των σχολείων που έχουν κλείσει, αλλά ίσα ίσα όλο και χειρότερα πηγαίνει. Ιδίως στη δική μας περιοχή, τη βαριά χτυπημένη από φοβερή ανεργία…  

 

Δύο παραμύθια 
από τον καιρό της Κατοχής

Μας τα αφηγήθηκε η κ. Αθηνά Σεράση, έπειτα Νέννου, 84 χρονών, μετά τον γάμο της κάτοικος Μαυροχωρίου 
“Θα σας πω δυο παραμύθια που μας τα ‘λεγε ο αδερφός μου, ο Λεωνίδας Σεράσης, όταν ήμασταν μικροί και ζούσαμε στa Κομνηνά Εορδαίας. Τα πολύ παλιά χρόνια δεν είχαμε τηλεοράσεις και τέτοια πράγματα, καθόμασταν σε μιαν άκρη στο σπίτι μας που ήταν φτωχικό, ούτε φωνάζαμε ούτε τσιρίζαμε, κι ο Λεωνίδας ο αδερφός μου καθόταν και μας έλεγε παραμύθια. Και μαζευόμασταν όλοι και τον κοιτούσαμε στο στόμα τι θα πει και πώς θα πει. Είναι παραμύθια πάρα πολύ ωραία”:

Το μαχαίρι της σφαγής 

κι η πέτρα της υπομονής



ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήτανε μια μαμά κι είχε ένα κοριτσάκι. Χήρα ήταν η καημένη, το ‘στελνε στο σχολείο. Τότε οι δασκάλοι ήξεραν και τις μοίρες, διαβάζανε και τις μοίρες. Έλεγε το κοριτσάκι «καλημέρα σας» στον δάσκαλο, στους μαθητές. Αυτός την έλεγε «κορίτσι μου, εσένα η τύχη σου είναι πολύ βαθιά», συνέχιζε και της το ‘λεγε. Κάποτε είπε στη μητέρα της:
-Μανούλα μου, δεν ξαναπάω στο σχολείο.
-Γιατί, κορίτσι μου;
-Γιατί ο δάσκαλος κάθε φορά «καλημέρα» τον λέω, δε μου απαντάει και λέει ότι η τύχη μου είναι πολύ βαθιά. Τι πρέπει να κάνω; Δε θα πάω. Όπως ζεις εσύ, μητέρα, θα βοηθήσω κι εγώ για την οικογένειά μας. Εμείς οι δυο είμαστε. 
Πήγανε στο δάσος να κόψουνε ξύλα για τον χειμώνα. Και λέει τη μητέρα της (εμείς τότε δεν φανερώναμε τι θέλουμε να κάνουμε), έλεγε:
-Μητέρα, θέλω να πάω προς νερού μου. Και πήγε λίγο πιο μέσα στο δάσος, είδε μια μεγάλη πλάκα το κορίτσι, θυμήθηκε τι την είπε ο δάσκαλος. «Για να σηκώσω την πλάκα να δω τι έχει». Είδε σκαλοπάτια. Κατέβηκε κάτω και αντίκρισε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Ανοίγει, μπαίνει μέσα και βλέπει ένα παλικάρι πεθαμένο και γράφει επάνω στα χέρια του, σ’ ένα χαρτί «Όποια με ξενυχτήσει 40 μέρες και 40 νύχτες, αυτή θα με παντρευτεί».
Τριάντα εννιά μερόνυχτα τον ξενύχτησε το κορίτσι κι ένα μεγάλο καντήλι έκαιγε στο κεφάλι του. Στα τριάντα εννιά έρχεται μια μάνα, «μάγισσα» την ονόμαζε ο αδερφός μου, με την κόρη της και της λέει:
-Τι κάνεις, κορίτσι μου, εδώ; 
-Να, προσέχω το παλικάρι. Γράφει εδώ στα χέρια του όποια τον ξενυχτήσει 40 μέρες και 40 νύχτες, αυτήν θα παντρευτεί. 
-Ου, κορίτσι μου, και τόσα βράδια εσύ ξενυχτάς, χωρίς να κοιμηθείς ούτε μέρα ούτε νύχτα; Πάνε κοιμήσου, κοριτσάκι μου, κι εμείς θα κρατήσουμε για σένα.
Κι αυτό, ήτανε τόσα βράδια ξενυχτισμένο, έπεσε και κοιμήθηκε σαν πεθαμένο. 
Ξημέρωσαν τα σαράντα, ξυπνάει το παλικάρι και λέει:
-Ποια από σας με ξενύχτησε;
-Η κόρη μου κι εγώ. 
-Και τούτη εκεί ποια είναι;
-Αυτή είναι η υπηρέτριά μας.
Το κορίτσι κατάλαβε τι έπαθε, δεν είπε τίποτε. 
Αυτός είχε ζώα, είχε κότες, είχε άλογα, λέει:
-Δε θέλω να μείνω μαζί σας, θα με βάλετε εκεί στο κοτέτσι κοντά, στο αχούρι, να κάτσω να προσέχω τα ζωντανά. 
Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί αυτός της μάγισσας την κόρη, νομίζοντας ότι αυτές ξενύχτησαν γι’αυτόν. Λέει:
-Τώρα θα πάω να ψωνίσω για τον γάμο. Εσύ, γυναίκα μου, τι θέλεις; 
-Νυφικό, παπούτσια, τσάντα,…
-Εσύ, πεθερούλα μου, τι θέλεις;
-Θέλω ένα γούνινο παλτό, θέλω και παπούτσια ωραία και μια τσάντα. 
-Θα πάω να ρωτήσω και την υπηρέτρια τι θέλει.
Η υπηρέτρια τον λέει:
-Εγώ θέλω ένα πράγμα, δεν ξέρω αν θα το βρεις. Θέλω ένα μαχαίρι της σφαγής και πέτρα της υπομονής. 
Πήγε εκεί στην πόλη, ψώνισε τι ψώνισε, τα νυφικά, τα γαμπριάτικα, της πεθεράς, ρώτησε πού υπάρχει αυτό να πάω να το πάρω, τον λένε «Α, είναι πολύ μακριά» και το καράβι έπρεπε να επιστρέψει. Πήγανε μέχρι τη μισή τη θάλασσα και…
«Ε, μωρέ, τώρα», λέει, «για ένα τάξιμο της υπηρέτριας θα καθυστερήσουμε;». Όλοι βιαζόντουσαν να φύγουνε πίσω. 
Ξεκίνησε το καράβι, όλα ωραία και καλά, σταματάει στη μέση της θάλασσας, δεν κουνιέται. Τι έγινε; Κατεβαίνουν κάτω οι μηχανικοί, προσπαθούνε να βρούνε την αιτία, η μηχανή είναι εντάξει.
Έτυχε να είναι κι ένας παπάς μέσα εκεί, στο καράβι, ταξίδευε κι αυτός, και τους λέει:
-Ποιος από σας έχει τάξει κάτι και δεν το τηρεί;
Κανένας δεν είπε τίποτα.
-Εγώ, λέει, έχω μια υπηρέτρια και αυτή με ζήτησε ένα παράξενο δώρο.
-Τι δώρο είναι αυτό;
-Το και το.
-Α, υπάρχει σ’ένα ψηλό βουνό. 
Τώρα, για να ξεκινήσει το καράβι, έπρεπε να κατεβάσουνε βάρκες, να τον βάλουνε μέσα κι ένας καραβοκύρης να τους πάει μέχρι την άκρη κι από κει πήρε ένα αυτοκίνητο κι ανέβηκε στο βουνό. Ήτανε σαν είδος καλόγερος. ‘
-Θέλω ένα δώρο, λέει. Το ζήτησε η υπηρέτριά μου. 
-Τι;
-Ένα μαχαίρι της σφαγής και μια πέτρα της υπομονής.
Του το ‘δωσε. Και μετά λέει:
-Εσύ που θα της το δώσεις θα την παρακολουθήσεις. Τι λέει και ζητάει το μαχαίρι να την σφάξει και η πέτρα τη λέει «υπομονή...».
Πήγε πίσω, το καράβι πήρε μπρος. Το πήρε το δώρο, το πλήρωσε και πάει, το καράβι πήρε μπρος. Μόλις πήγε, ευθεία έδωσε το δώρο την υπηρέτρια. Και πάει απάνω και λέει την πεθερά: «Να τα δώρα σου», τη γυναίκα του, «να και τα δικά μου τα γαμπριάτικα» και κατεβαίνει κάτω, θυμήθηκε του καλόγερου τον λόγο. 
Κλαίει η καημένη και λέει:
-Ορφανή ήμουν από πατέρα. Πήγαινα στο σχολείο, ο δάσκαλος μ’έλεγε «Η τύχη σου είναι πολύ βαθιά». Πήγα, βρήκα την τύχη μου τη βαθιά, αλλά στο τέλος ήρθανε δυο, μια μάνα με κόρη, και με ξεγέλασαν, κι εγώ ήμουνα ξενυχτισμένη, και κοιμήθηκα και το πρωί έχασα το τυχερό μου. 
Αυτός, μια δυο, ανοίγει την πόρτα. Ήρθε το μαχαίρι ως εδώ, να τη σφάξει. Η πέτρα απ’ το τραπέζι τη λέει: «υπομονή…». Κατέβηκε το μαχαίρι. Μπαίνει μέσα, τη λέει: 
-Γιατί δε μου λες την αλήθεια; Εγώ τ’ άκουσα όλα. Τι θέλεις να τους κάνω τώρα αυτούς;
Αυτή ήτανε καλόκαρδη. Και δεν ήθελε κάτι κακό να τους κάνει. Λέει:
-Να τους βάλεις στη θέση μου κι εγώ να μπω στη θέση που μ’άξιζε. 
Και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα…

*  *  *

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα αντρόγυνο και είχανε δυο αγόρια. Ο άντρας (γίνεται συνήθως το ανάποδο, η γυναίκα πιστεύει κι ο άντρας δεν πιστεύει) ήτανε πολύ πιστός. Άρχισε να βροντάει, να αστράφτει, να ρίχνει χαλάζι, βροχή, ρήμαξε τα πάντα. Αυτός κάνει την προσευχή του, έρχεται η γυναίκα του και τον σκουντάει. 
-Τι προσεύχεσαι; Καταστραφήκαμε. Τα ζώα μας. Ο κήπος μας. Τα παιδιά μας θα μείνουν νηστικά. 
-Έχει ο Θεός, γυναίκα. Έχει ο Θεός. 
Και μετά, οι αποθήκες τους πλημμύρισαν που είχαν τα αγαθά όλα, είχανε λίγο αλεύρι επάνω στο σπίτι τους, διώροφο ήταν το σπίτι, της λέει:
-Γυναίκα, θα κάνεις λίγες πίτες στο τηγάνι και να ξεκινήσω να πάω για δουλειά. 
Έκανε, αυτός πήρε τα βιβλία τα χριστιανικά, την Αγία Γραφή, τη Σύνοψη, που έλεγε η μητέρα μου, κι από κει ξεκίνησε, αποχαιρέτισε τη γυναίκα του, τα παιδιά…
-Γυναίκα, μη χάσεις το θάρρος σου. Είν’ο Θεός μεγάλος.
Ξεκίνησε, με τα πόδια έπρεπε να πάει εκεί που ήθελε να πάει, στην πόλη, να ψάξει δουλειά. 
Στον δρόμο που πήγαινε νύχτωσε. Βρήκε έναν παλιό μύλο, έναν νερόμυλο. Έκανε την προσευχή του, με το λίγο το νεράκι που είχε έπλενε τα χέρια του, προτού να βασιλέψει ο ήλιος έκανε τον σταυρό του και είπε:
-Θεέ μου, καλοξημέρωσέ με. Και την οικογένειά μου πρόσεχέ την.
Μετά έκατσε σε μιαν άκρη, διάβασε τα βιβλία του. Τα μεσάνυχτα ακούει κάποιο θόρυβο. Αυτός ήτανε καλόψυχος και έβλεπε και άκουγε. Αυτοί δεν τον άκουγαν. Ήταν οι δώδεκα διαβόλοι. Ήτανε κι ο καπετάνιος, καθότανε κάπου σε μια μεριά, ο καλός ο χριστιανός τον έβλεπε. Από ένας ένας ήρθανε. 
-Εσύ τι έκανες;
-Εγώ έβαλα την τάδε και μάλωσε με την τάδε. 
-Γιατί;
-Για το τίποτε. Και τώρα τους έχω με το μέρος μας. Είπανε λόγια αναμεταξύ τους.
Έρχεται κι ο δεύτερος. Έρχεται και ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος,…
Τελευταία έρχεται ένας μικρός διαβολάκος. 
-Τι έκανες, τον λέει, εσύ και άργησες; Θα ξημερώσει.
-Εγώ έκανα τι έκανα. Πήγα στου βασιλιά το παλάτι, έκατσα πάνω στα στήθη της βασιλοπούλας και βύζαξα από το χεράκι της το αίμα της όλο. Τώρα είναι έτοιμη να πεθάνει και θα την έχουμε με το μέρος μας. Τρεις Κυριακές δεν πήγε στην εκκλησία και οι γονείς της την περιμένουνε να πεθάνει, και όλοι οι γιατροί παν έρχονται, κανένας γιατρειά δε βρίσκει. Αλλά είναι σ’ένα μέρος το αθάνατο νερό. Ποιος ν’ακούσει, να το πει και να πάει να το πάρει; 
Λέει κι αυτός: -Εγώ. 
Ο μεγάλος ο διάβολος τους λέει:
-Αύριο το πρωί που θα ξεκινήσει να γίνετε φτερωτά πουλιά μπροστά του. Να μην μπορεί να περπατήσει. Αγκάθια, αέρας, εκείνο, τ’άλλο, όλα με τη δύναμη του Θεού τα ξεπέρασε. Αδειάζει το παγούρι το νερό και πάει στο αθάνατο νερό στα βράχια και βρήκε και έβαλε λίγες σταγόνες που μπόρεσε και τροχαδόν πάει στο παλάτι του βασιλιά. Οι σημαίες μαύρες, οι κουρτίνες μαύρες και περιμένουνε τώρα… Οι θυρωροί όμως δεν τον άφησαν, κουρελιασμένος, ταλαιπωρημένος, λέει: 
-Θέλω να γιατρέψω του βασιλιά την κόρη.
-Εδώ πέρασαν επιστήμονες …
-Εγώ θα τη γιατρέψω, λέει .Τι δεν είπανε. Θα ρωτήσουμε τον βασιλιά αν σε επιτρέπει να μπεις. 
Λέει κι ο βασιλιάς: -Τόσοι και τόσοι πέρασαν. Αφήστε τον να ‘ρθει. 
Και τον άφησαν και μπήκε. Τους είδε μέσα στο δωμάτιο της κοπέλας να κλαίνε. 
-Βγάτε έξω, λέει, κι όταν θα κάνω την εξέτασή μου και ζωντανέψει η κόρη σας θα σας φωνάξω να ‘ρθείτε.
Μόλις πήγε εκεί, την είδε, ακόμα δεν είχε τελειώσει η ζωή της, την έπιασε τα χείλη, την έριξε λίγο νερό, την έβρεξε, άρχισε να αναπνέει. Μετά ξανά την έριξε δυο τρεις σταγόνες μέσα, άνοιξε τα μάτια της. Και ζωντάνεψε. Φωνάζει τον πατέρα, τη μάνα, τους συγγενείς…
-Τι έκανες και την έσωσες;
 Δεν είπε ο άνθρωπος. Αυτοί τώρα τον λένε:
-Τι καλό θέλεις να σου κάνουμε;
-Εγώ, λέει, καταστράφηκα από θεομηνία και ήρθα να ψάξω δουλειά. 
-Τώρα, τον λένε, θα σε φορτώσουμε ντυσίματα, στρωσίματα, λάδια, ρύζια, μακαρόνια, για να έχεις για πολύν καιρό. Και λεφτά, τρία κάρα φόρτωσαν, με τα κάρα τότε περπατούσαν, κι από κει, τον είπαν «ευχαριστώ»…
-Να πας στην εκκλησία, της λέει, να μην κάθεσαι, γιατί ο διάβολος σε σπρώχνει να κοιμάσαι.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Φεβρουαρίου 2020, αρ. φύλλου 1022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ