11.12.21

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΗ: Μαύρο χιόνι


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 18.2.2021 | 1068


Φτάσαμε κατά το βραδάκι. Κείνη την ώρα η πρώτη πανσέληνος του χρόνου, η «πανσέληνος του χιονιού», στραφτάλιζε στη λίμνη, που φάνταζε σαν ασημένιο πέπλο. Τί τόπος για Νοσοκομείο! Σκέφτηκα. Τούτη η παραδεισένια εικόνα και νεκρούς ανασταίνει… δίνεις μιά του Χάρου και ορθώνεσαι! 

Σ’ ένα λευκό, άχαρο δωμάτιο ήταν ο παππούς. Του χάιδεψα το πετρωμένο χέρι, που ’χε γίνει σαν κλαράκι. Κοίταγε μα θαρρείς δεν έβλεπε. «Άντε, παππούλη μου, κάνε κουράγιο! Δεν είπαμε πως θα με δεις νυφούλα σαν μεγαλώσω....και τις επόμενες μέρες είπανε θα το στρώσει για τα καλά. Θα πάμε, όπως όταν ήμουν μικρούλα, να κυληστούμε αγκαλιά στο απαλό άσπρο χιόνι!» του ’πα με λυγμό. Στο διπλανό κρεββάτι μια γιαγιά βούρκωσε... οι ρυτίδες βάθυναν στο βασανισμένο πρόσωπό της. Το βλέμμα της έμοιαζε με σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις μα οι αχτίδες του δεν φτάνουν ίσα με σένα για να σε ζεστάνουν. Τα φρύδια της σμίξανε όλο πόνο και άνοιξε την πόρτα της καρδιάς της.
«Έχεις δει μαύρο χιόνι;», με ρώτησε σα να μην περίμενε απάντηση. Σαν να ’θελε μόνο να μιλήσε...να λυτρωθεί μέσα από τα λόγια της. «Ήταν παραμονές Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του ‘44, όταν άνοιξα τα μάτια μου ένα πρωινό και όλα τριγύρω είχαν μαυρίσει. Τα καλντερίμια, τα σοκάκια και οι μαχαλάδες είχαν σκεπαστεί από μαύρο χιόνι. Αντί για το χαρμόσυνο μήνυμα του αρχάγγελου στην Παναγιά, όλοι συλλογίζονταν τούτο το κακό σημάδι! «Άσχημα μαντάτα θα έχουμε... χαλασμός θα γενεί...» ψιθύριζαν όλοι. Θυμάμαι πόσο σκιάχτηκα. Την ίδια κι’ όλας μέρα ο ντελάλης κάλεσε όλους τους Εβραίους στης πόλης την πλατεία.

Σήκωσαν οι μάνες τα μωρά τους από τις κούνιες, σήκωσαν τους γέροντες και τους αρρώστους. Φόρτωσαν οι άντρες τους μπόγους. Παράτησαν δουλειές, βιος, σπίτια ξεκλείδωτα και ξεκίνησαν για τις ανεμοδαρμένες στράτες του βορρά. Μέσα στην παγωνιά εκατοντάδες Εβραίοι άφησαν στους δρόμους τα κόκκαλά τους... Η πόλη μαρμάρωσε! Έπαψε να τραγουδά, ερήμωσαν τα εβραϊκά σπίτια και μίσεψε η χαρά. 

Αγωνία και τρόμος παντού. Τσιμουδιά δεν ακουγόταν. Οι άνθρωποι κατεβάσανε το κεφάλι και τράβηξαν στις δουλειές τους. Κάνανε τάματα στους Αγίους. Κάτι τρομερό άρχιζε...το μαντεύαμε δίχως να ξέρουμε ακόμα τη γεύση του. Μα εκείνο που έβαζε ο νους δεν ήταν τίποτα μπροστά σε εκείνο που μας περίμενε!

Όσο ζυγώναμε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, τόσο το αυτί μας ξεδιάκρινε ένα λυπητερό θρήνο, που η ηχώ του απλωνόταν ολόγυρα. Αναμαλιασμένες γυναίκες βαδίζανε με τα μωρά στην αγκαλιά. Μικρά παιδάκια, που μόλις τα σήκωναν τα ποδαράκια τους, κρατούσαν τις μανάδες τους από τις φούστες και κλαίγανε. Ακολουθούσαν οι γέροι, που τους βάσταζαν τα εγγόνια τους μην πέσουνε, γιατί έτσι και έπεφτε κανείς, έτρωγε μια ντουφεκιά και έμενε στον τόπο. Το πρώτο βράδυ αντάμωσα και άλλες Εβραίες που με μάτια φορτωμένα δάκρυα μου είπανε: «Εδώ είναι η κόλαση! Καλύτερα να τινάζαμε τα μυαλά μας στο αγέρα... εδώ θα πεθάνουμε όλες..». Ήμασταν φυλακισμένες ανάμεσα σε δύο τοίχους έναν από τούβλο για το σώμα μας και έναν τοίχο της σιωπής για το πνεύμα μας. Όμως ένα μόνο σκεφτόμουν, να ζήσω μόνο! Πάλεψα να κρατηθεί στη ζωή με κορμί και με ψυχή! Ούτε μια φορά δεν είπα: θα πεθάνω. Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν να ανθίσουνε μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που πάλευαν μέχρι την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη θέληση του ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη...

Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πόσα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος άμα αγωνίζεται να μείνει ζωντανός! Είχα φωνή αηδονιού... έτσι τα βράδια τραγουδούσα για να διασκεδάζω τους βασανιστές μου, με αντάλλαγμα φλούδες από πατάτες για να κρατηθώ στη ζωή. Ήμουν η Εβραιοπούλα τραγουδίστρια. Εκεί ανταμώσανε τα μάτια μας...το βλέμμα του σε εντυπωσίαζε αμέσως. Βαθύ και εξεταστικό σαν να ξεκλείδωνε όσα ήθελες να κρύψεις. Η καρδιά μου γέμισε φως... το κορμί μου έτρεμε κάθε που τον αντίκρυζα...ήμουν 19 χρονών κοπελίτσα. Αυτός όμως ήταν Ναζί. Κάθε μέρα που αντίκρυζα το φως μου φαινόταν αδιάφορο, ψυχρό. Ίσα που ερχόταν και έφευγε για να γράφουνε τα ημερολόγια μέρες και μήνες. Άλλωστε ο χρόνος δεν έχει σημασία για τους ερωτευμένους και τους φυλακισμένους....και εγώ ήμουν και τα δύο. Κάθε νύχτα πόσοι κλείναν τα μάτια τους και δεν τα ξανανοίγανε!

Ένα πρωί – πώς να το ξεχάσω όσα χρόνια και αν περάσουν– ακούστηκε μια λέξη μόνο που τόσο την λαχταρούσαμε: «Ελευθερία! Ελευθερία!». Η είδηση φτερούγισε από στόμα σε στόμα. Οι άνθρωποι στεκότανε λίγο. Το λέγανε συλλαβιστά μέσα τους να το χωρέσει ο νους τους. Κι ύστερα το φωνάζανε δυνατά, αγκαλιάζονταν και κλαίγανε! Μεμιάς ανθίσανε όλες μαζί οι καρδιές. Έτρεξα να τον βρω...τον βρήκα με τα μάτια ορθάνοιχτα! Ποτέ μου δεν ξαναείδα νεκρό με τέτοια φοβερά μάτια. Του ’κλεισα τα μάτια κα το στόμα με ένα φιλί.... Τα λασκαρισμένα νεύρα μου τέντωσαν από πόνο, ασυγκράτητο πόνο που έγινε αμέσως δύναμη και με στύλωσε. Οι ελευθερωτές μας έδωσαν ένα τσιγάρο, ένα χαρτί και ένα κόκκινο κραγιόν! Να κρύψουμε τη σκελετωμένη και σαν φάντασμα όψη με τα χρωματιστά φτιασίδια. Βγήκα έξω...ήθελα να τρέχω δίχως να σταματήσω, να δρασκελώ βουνά και φαράγγια, να φυσάει ο άγριος δυνατός αγέρας, να μου χτυπά το πρόσωπο, να μου γεμίζει τα σωθικά. Βρήκα ξανά την ψυχή μου και η καρδιά μου γέμισε ξανά ελπίδες. Πίσω μου άφηνα τόσους νεκρούς...»

Αποκαμωμένη από τις θύμισές της, έγειρε το κεφάλι και αποκοιμήθηκε... Στον δρόμο της επιστροφής αναζήτησα στο κινητό μου πληροφορίες για το «μαύρο χιόνι». Το μόνο που βρήκα ήταν ένα τραγούδι. Δυνάμωσα τον ήχο:

Μαύρο χιόνι χιόνισε 
και πείνασαν οι πόνοι
βγες καρδιά κανόνισε 
να χτυπηθούμε μόνοι
Kλείσε πόρτα κλείδωσε
κι ο Θεός ν’ακούει
μια καρδιά που πλήγωσε 
κι άλλον υπακούει 
Μ’ενα μαύρο σύννεφο 
το φεγγάρι μου έχασα
κόσμε του Άδη σύνορο
να θυμάμαι ξέχασα...

Ρίγησα σύγκορμη και απόμεινα να θωρώ βουρκωμένη το ολόγιομο «φεγγάρι του χιονιού», που καθρεφτιζόταν στην κρυστάλλινη λίμνη.

Θα’χε περάσει ένας μήνας περίπου από κείνη τη βραδιά και ταξιδέψαμε οικογενειακώς στη Νάπολη. Παραμονές 25ης Μαρτίου και είμαστε στην κορυφή του απόκοσμου Βεζούβιου. Ο κόλπος της Νάπολης απλώνεται σαν ζωγραφιά, ενώ μόλις έχουμε αφήσει πίσω μας τα ερείπια της Πομπηίας. Ο Έλληνας ξεναγός καρφώνει το βλέμμα του σ’ εμένα, θαρρείς και ξέρει: «Το Μάρτιο του 1944 έγινε η τελευταία έκρηξη του Βεζούβιου. Σαν σήμερα, 24 Μαρτίου, η πυκνή ηφαιστιακή τέφρα έφτασε μέχρι την Ελλάδα και μάλιστα σκέπασε την πόλη σας, την Καστοριά. Έμοιαζε με μαύρο χιόνι...» λέει. Τα πόδια μου λύθηκαν, θόλωσε το μυαλό μου και έλεγα πως θα σωριαστώ. Μυριάδες σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό μου.... έκρηξη, φωτιά, λάβα που παρασέρνει στο διάβα της και καταστρέφει τα πάντα. Ζωές κατεστραμμένες, ζωές απανθρακωμένες μέσα στη στάχτη και τον πόνο. Μέσα στο μαύρο χιόνι...

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Φεβρουαρίου 2021, αρ. φύλλου 1068.

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ