14.12.21

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Οι αλυσίδες

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα τη Καστοριάς | Πατρώνου
ΟΔΟΣ 25.2.2021 | 1069

Νέα, πολύ μικρή ακόμη και με τη συγκατάθεση του πατέρα, βρέθηκα στο πλοίο που θα με πήγαινε στην Αυστραλία. Για μια καλύτερη ζωή, πίστευα τότε. Όχι η μόνη. Ολόκληρη διμοιρία, όπως έλεγε αστειευόμενος ο θείος μου που με συνόδευε, θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε. Διμοιρία; Τότε έμαθα και τι σημαίνει ακριβώς· ήξερα βέβαια, πως είχε σχέση με στρατό, αλλά μέχρι εκεί έφταναν οι γνώσεις μου. Τριάντα στρατιώτες έχει μια διμοιρία. Είκοσι οκτώ άτομα, νέοι και νέες, όσοι θα επιβιβαζόμασταν στο πελώριο πλοίο με προορισμό τη Μελβούρνη. Από όλο το νομό· δέκα μόνο από το χωριό μας. Από διπλανό ο νέος που με πλησίασε. Πήγαινε με άλλα δύο μεγαλύτερα αδέλφια με πρόσκληση συγχωριανού τους για δουλειά σε μεγάλη επιχείρηση. Αλυσίδα ηλεκτρικών συσκευών είπε, είχαν. Άλλη περίεργη λέξη. Ήξερα τι είναι η αλυσίδα. Όχι μόνο η σιδερένια που χρησιμοποιούσαν στο χωριό για να δένουν και να μεταφέρουν βαριά πράγματα· ήταν και μάρκα πάνινων παπουτσιών που φορούσαν τα αγόρια του χωριού για να παν σχολείο. Και που τα έβαφαν με στουπέτσι στις γυμναστικές επιδείξεις. Αχ, ναι. Και οι αλυσίδες με τις οποίες δένανε τους μαύρους δούλους στην Αμερική για να μην δραπετεύουν. Το είχα διαβάσει στην "Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά", σε κλασσικά εικονογραφημένα, στο περίπτερο του πατέρα της φίλης μου. Έμαθα λοιπόν ότι αλυσίδα σήμαινε επίσης καταστήματα σε διάφορες πόλεις ή και σε διάφορες γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, τα οποία ανήκαν στον ίδιο καταστηματάρχη και πουλούσαν το ίδιο εμπόρευμα σε όλα αυτά τα καταστήματα. Μου πρότεινε ο κοντοχωριανός, αν δεν είχα να πάω σε κάποια συγκεκριμένη άλλη δουλειά, να με πάρει μαζί του σ’ αυτήν την αλυσίδα. Ήθελαν νέους ανθρώπους, αγόρια και κορίτσια, για να στελεχώσουν τα νέα τους καταστήματα. Ο θείος, όταν του το ανέφερα, μου είπε ότι κι εμείς από την ίδια εταιρεία είχαμε πρόσκληση. Προτού να περάσει ένας μήνας, μου έγινε η πρόταση γάμου. Από τον κοντοχωριανό εννοείται. Με την έγκριση του θείου έστειλε γράμμα στον πατέρα, στο χωριό. Τον τρίτο μήνα μας πάντρεψε ο παππάς της ελληνικής ενορίας της Μελβούρνης. Κουμπάρος ο μεγάλος αδελφός του γαμπρού. Και δουλειά, δουλειά, δουλειά. Οκτώ χρόνια χαμένοι στα διάφορα καταστήματα της αλυσίδας ηλεκτρικών συσκευών. Όλη τη Μελβούρνη και τη γύρω περιοχή γυρίσαμε, κάτι μπορέσαμε να δούμε και από την πόλη. Εν τω μεταξύ, δύο κουτσούβελα απέκτησα. Πρόβλημα για τη φύλαξή τους σ’ αυτή την ευλογημένη χώρα, κανένα. Ειδικοί σταθμοί για βρέφη και νήπια για όσους γονείς ήθελαν. Μου κακοφαινόταν, είναι αλήθεια, πως δεν τα είχα κοντά μου όλη την ώρα· δεν τα είχε, ωστόσο, και καμία άλλη από τις συναδέλφισσες. Τα έξι είχε πατήσει ο γιος, τα επτά η κόρη. 

Την απόφαση την πήρε πάλι ο μεγάλος αδελφός, ο κουμπάρος μας. Με τα λεφτά που είχαμε βάλει στην άκρη θα γυρίζαμε στην πατρίδα και θα ανοίγαμε σε μια μεγάλη πόλη ένα κατάστημα τροφίμων, όχι ηλεκτρικών συσκευών. Και αυτό κάναμε. Με μεγάλη προσπάθεια, πολύ τρέξιμο και δουλειά, δουλειά, δουλειά. Το πλάνο ήταν να επεκτείνουμε την επιχείρηση, κατά το πρότυπο της Μελβούρνης, και σε άλλες γειτονιές. Γιατί όχι; Σιγά-σιγά και σε κοντινές πόλεις. Τα καταφέραμε μια χαρά. Αλυσίδα τροφίμων σε όλη τη γύρω περιοχή. Βέβαια, στο σπίτι δεν γυρίζαμε παρά για ύπνο. Τα παιδιά τα είχε αναλάβει η πεθερά μου και έκανε ό,τι μπορούσε για να περνούν κι αυτά καλά κι εμείς να μην έχουμε την έγνοια τους. Η αλήθεια είναι πως η κορούλα μας ήταν ένα πολύ ήσυχο και πρόθυμο κοριτσάκι· ποτέ προβλήματα ούτε στο σπίτι ούτε στο σχολείο. Με τον γιο, ωστόσο, η γιαγιά δεν τα κατάφερνε να τα φέρει εύκολα βόλτα. Πολύ ζωηρός και ατίθασος. Παράπονα και από τους δασκάλους, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι καλούσαν τον άντρα μου και διαμαρτύρονταν για τη απερίγραπτη συμπεριφορά του. Ξεσήκωνε δε και τα άλλα παιδιά. Προσπαθήσαμε να τον πλησιάσουμε με το καλό· με ένα βλέμμα περιφρονητικό έλεγε μόνο, «καλά, καλά. Εγώ φταίω για όλα!». Σηκωνόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα, χτυπούσε με δύναμη την πόρτα και εξαφανιζόταν. Σε δεύτερη φάση αρχίσαμε τα ταξίματα: «αν δεν δημιουργείς φασαρία στο σχολείο και διαβάζεις τα μαθήματά σου, θα σου πάρουμε το μηχανάκι που ονειρεύεσαι», του έταξε ο πατέρας του. Όταν πια ούτε και αυτός ο τρόπος δεν έφερε αποτελέσματα, κατέφυγε, ο κατά τα άλλα πάντα ήπιος άντρας μου σε απειλές. «Πρόσεξε καλά! Αν εξακολουθήσεις να μας κάνεις την ζωή δύσκολη, θα σε κλειδώσω με αλυσίδες στην αποθήκη. Θα σ’ αφήσω εκεί μέχρι να βάλεις μυαλό». Ο γιος κατέβασε αυτήν τη φορά το κεφάλι και δεν απάντησε καθόλου. Θα ήθελα τόσο πολύ να τον πλησιάσω, να του χαϊδέψω το σγουρόμαλλο κεφαλάκι του -ήδη στα πρώτα χρόνια της εφηβείας- μα δεν το τόλμησα μετά από την αυστηρή προειδοποίηση του πατέρα του...

...Μας τηλεφώνησαν ξημερώματα από το Αστυνομικό Τμήμα. Ο γιος μας είχε προκαλέσει ζημιές σε περίπου δέκα σταθμευμένα οχήματα συμπολιτών μας, χρησιμοποιώντας χοντρές αλυσίδες. Είχε συλληφθεί επί τόπου έπειτα από καταγγελία παθόντος οδηγού και προσαχθεί στο κρατητήριο του τμήματος. Ήδη είχαν ειδοποιηθεί ο εισαγγελέας και ο επιμελητής ανηλίκων.

Βρέθηκα σε κλινική με ισχυρό νευρικό κλονισμό. Δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στα καταστήματά μας. Οι αλυσίδες είναι για μένα η πιο μισητή λέξη του κόσμου...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Φεβρουαρίου 2021, αρ. φύλλου 1069.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ