12.10.22

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Με το κλαρίνο και τη φωνή του…



Πάντοτε ήθελα να μάθω κάτι παραπάνω για τον περίφημο μουσικό της περιοχής μας Μπύτια, που εξαιτίας του Κ. Δούφλια γνώριζα.


«Ο Δυτικομακεδόνας τραγουδιστής του Αγώνα Μπύτιας κατέβηκε στην Αθήνα, έφτασε στο σπίτι της Ναταλίας, ακούμπησε σε μια γωνιά, έβγαλε σιγά το κλαρίνο από τον κόρφο του κι άρχισε τους γλυκούς παραπονιάρικους σκοπούς των Μακεδόνων, τον θρήνο. Από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα. Βγήκε η ωραία αρχοντοπούλα της Αθήνας στο πένθος πνιγμένη και πήρε τον τραγουδιστή στη ζεστασιά του σπιτιού της. Εκεί ο λαϊκός Μακεδόνας διηγήθηκε στις άδολες και τρυφερές ψυχές των μικρών παιδιών, σαν παραμύθι, τη λεβεντιά και τον θάνατο του μεγάλου πατέρα τους: 

“Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα πανέμορφο παλικάρι με τις φλόγες στα μάτια. Ζούσε στ’ ασήμια και στα φλωριά. Κάποτε όμως για την αδελφή του άκουσε που ‘ταν μακριά. Ένας δράκοντας την κυνηγούσε και τη φοβέριζε. Ήθελε να την κάνει δική του. Στα μάτια του παλικαριού άστραψε η απόφαση. Αρματώθηκε! Άφησε πίσω τ’ ασήμια και τα φλωριά του και πήρε τα βουνά και τις απότομες χαράδρες. Τον έδερναν τα στοιχειά του κόσμου. Αστραπές, χαλάζια, βροντές, κεραυνοί. Μ’ αυτός πάντα αναζητούσε τον δράκοντα. Ένα δειλό και κακομοιριασμένο δράκοντα που τη μέρα κρύβονταν στα σπήλαια και τις νύχτες μόνο έβγαινε για ν’ αρπάζει και να χορτάσει από τις σάρκες της πανέμορφης κόρης. Κονταροχτυπήθηκε, παιδιά μου, με τον δράκοντα, τον μάτωσε και ματώθηκε. Τον νίκησε. Ύστερα ανέβηκε στον ουρανό κι έγινε αστέρι να φέγγει την αδερφή του να περπατάει και να χτενίζεται. Στο μέρος που χύθηκε το αίμα του παλικαριού φύτρωσαν αγριοτριανταφυλλιές. Από τα λουλούδια αυτά μοσχομύρισε ο τόπος κι έφυγε η βρόμικη ανάσα του δράκοντα που πλανιόταν τριγύρω. Τα κορίτσια πήραν πάλι τα λαγήνια και βγήκαν στις ρεματιές για νερό. Τ’ αγόρια βγήκαν στα ψηλώματα κι είπαν τα τραγούδια της αγάπης. Και πέρα από τις αγριοτριανταφυλλιές κι άλλα λουλούδια έβγαλαν δειλά τα κεφαλάκια τους στον ήλιο και χάρισαν στην ανθρώπινη ύπαρξη το χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο της ζωής που άφησε το παλικάρι να πλανιέται στη Μακεδονία”.
Άκουγαν ο Μίκης και η Ζέζα το παραμύθι και γοητεύονταν. Ύστερα άκουσαν τα τραγούδια και κρεμάστηκαν από το στόμα του Μπύτια. Νόμιζε κανείς πως στο σπίτι αυτό δεν έκλαιγαν νεκρό παρά τραγουδούσαν χαρές και πανηγύρια».

Η άγνωστη ιστορία για τον Μελά που μόλις διαβάσατε είναι ίσως το ποιητικότερο απόσπασμα του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος -κυρίως για το ύφος του- βιβλίου του αξέχαστου συντοπίτη μας συγγραφέα Κωνσταντίνου Δούφλια «Μακεδονία-Μακεδονικός Αγώνας», εκδ. Αιγαίο. Στην ιστορία αυτή πρωταγωνιστεί ένας μουσικός όχι τυχαίος, αλλά σπουδαίος, ο Μπύτιας, για τον οποίο δε βρήκα καμία πληροφορία στο Διαδίκτυο, που κάποιοι νομίζουν πως έχει τα πάντα. Κι όμως, ήταν τόσο καλός μουσικός που τον έγραψε η Ιστορία κι όχι μόνο εξαιτίας του γεγονότος το οποίο περιέγραψε ο Κ.Δούφλιας. Γι’ αυτό ήθελα πάντα να τον γνωρίσω καλύτερα, να μάθω κάτι περισσότερο για την προσωπικότητα και τη ζωή του.

Ενώ, λοιπόν, δεν έλπιζα πια να βρω κάτι παραπάνω για τον Μπύτια, βρήκα κάτι πολύ πρόσφατα, στο τεύχος 561 του σπουδαίου περιοδικού «Ιστορία». Το βρήκα, μάλιστα, υπογραμμισμένο από τον Χρυσόστομο Παπασταύρο, που τυχαία μου χάρισε το περιοδικό, σε πολυσέλιδο άρθρο-αφιέρωμα στον Ζώγου Α’, τον μουσουλμάνο βασιλιά της Αλβανίας (1895-1961): «Ο Ζώγου έκανε πρόταση γάμου στην κόμισσα Γεραλδίνη του ουγγρικού οίκου των Απόντι Νάγκι. Η Γεραλδίνη δέχθηκε και στις 27 Απριλίου 1938 έγινε η μεγαλοπρεπέστατη γαμήλια τελετή, με το ζεύγος να χαιρετά το πλήθος μέσα από μια μεγάλη κατακόκκινη Μερσεντές, δώρο του Αδόλφου Χίτλερ. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν και ο περιβόητος γαμπρός του Μουσολίνι και υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Γκαλεάτσο Τσιάνο. Εντύπωση προκάλεσε στους καλεσμένους η παρουσία ενός ξακουστού Έλληνα οργανοπαίχτη, του περίφημου μουσικού της Ανασελίτσας και της Καστοριάς Μπίντα (Δημήτρης Πουλιόπουλος). Η φήμη του είχε εξαπλωθεί σε όλα τα Βαλκάνια και ο Ζώγου τον είχε καλέσει να παίξει κλαρίνο στον γάμο του. Μάλιστα ο ίδιος έστειλε μεταφορικό μέσο στην Καστοριά για να πάρει τον Μπίντα και την εντυπωσιακή συνεργάτιδά του, τη χορεύτρια Πιπίτσα. Για την εξαιρετική του μουσική παράσταση ο Μπίντας ανταμείφθηκε από τον Ζώγου με χρυσές λίρες και τέσσερα μαλαματένια δαχτυλίδια»…

Και να που το μες στην παρένθεση ονοματεπώνυμο του σπουδαίου μουσικού Μπύτια ή Μπίντα με οδήγησε σε τρεις πηγές στο Διαδίκτυο που σ’ αυτόν αναφέρονται: 
«Ο Κώστας Τσώνης, δάσκαλος στο επάγγελμα, ερευνητής και χοροδιδάσκαλος της Βοϊακής Εστίας Θεσσαλονίκης, αναφερόμενος στους ξακουστούς οργανοπαίχτες της εποχής, σημειώνει ότι η φήμη ενός μουσικού της Ανασελίτσας* και της Καστοριάς, του περίφημου Μπίντα (Δημήτρη Πουλιόπουλου) από τη Νεάπολη (Λιαψίστα), ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και απέκτησε διαβαλκανική διάσταση. Το 1938 ο τότε βασιλιάς της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου τον είχε καλέσει να παίξει κλαρίνο στο γάμο του.
“Έπαιζε περίφημο κλαρίνο ο Μπίντας. Ήταν λεβέντης, άρχοντας και όπως λένε δεν κολλούσε μύγα στο σπαθί του. Στο συγκρότημά του, εκτός από τους συνεργάτες με χάλκινα πνευστά και κρουστά από το Άργος Ορεστικό, πρωτοπορώντας για τα δεδομένα της περιοχής και της εποχής, είχε και μία χορεύτρια, την περίφημη Πιπίτσα.
Στέλνει λοιπόν ο Αχμέτ Ζώγου ένα ανοιχτό αυτοκίνητο στην Καστοριά να πάρει τον Μπίτα και την Πιπίτσα. Έμειναν περίπου μια βδομάδα στην Αλβανία για τον γάμο κι όταν γύρισαν, πάλι με το αυτοκίνητο, ο Μπίτας εκτός από τις λίρες που έφερε, φορούσε και 4 μαλαματένια δαχτυλίδια, δώρο του Αχμέτ Ζιώγου”».

Τέλος, σε παρουσίαση του δίτομου βιβλίου του Αλέξανδρου Τζιόλα «Μουσικοί και Ορχήστρες της Βορειοανατολικής Πίνδου Ι και ΙΙ» (περιέχει και οκτώ CD με αυθεντικές εκτελέσεις), εκδ. Δίαυλος, διαβάζουμε: 
«(…) Στα δύο βιβλία, που κοσμούν φωτογραφίες από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας (από πανηγύρια, γάμους, γλέντια), καταγράφεται η ιστορία των μουσικών οικογενειών και οι ορχήστρες στη ΒΑ Πίνδο (Μπετζαίοι, Κώστας Ντίμτσιος - Τσιμούλης, Άγγελος Τσακνάκης, Αχιλλέας Τζημόπουλος, Τάκης Γκόβας, Λάζαρος Πουλιόπουλος, αδελφοί Αδαμόπουλοι, οικογένεια Χαλκιά από το Επταχώρι, Δημήτρης Πουλιόπουλος ή Μπήτας, Βασίλης Τρομάρας, Κώστας Ζέρβας, οικογένεια Γκιουλέκα, Γιώργος και Χρήστος Τσιντός, Κασιαραίοι, Φασουλαίοι, Γιώργος Αδάμος, Τσιοτικαίοι, Δημήτριος Μπουζιαλής από τη Σαρακίνα, Χρήστος Ντάγκαλας, οικογένεια Παρασκευά από τη Δεσκάτη)»…
Τέλος, για την ώρα:
Στη διπλωματική εργασία της Καζαντζίδου Σοφίας (Αριστοτέλειο Παν/μιο-ΤΕΦΑΑ) με τίτλο «Η μουσικοχορευτική παράδοση των Βλάχων του Ν. Πετριτσίου στο διάβα του χρόνου - Συγκριτική λαογραφική προσέγγιση», διαβάζουμε:
«Ο κλαρινίστας Δημήτρης Πουλιόπουλος ή Μπίτας (1883-1957) ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος των μουσικών από την περιοχή Καστοριά και επαρχίας Βοΐου. Ο Μπίτας ήταν από την Καστοριά και ερχότανε μέχρι το 1940 στη Σαμαρίνα. Εκτός από σπουδαίος σολίστας του κλαρίνου, ήταν και ικανός συνθέτης τραγουδιών. Το 1940 τραγουδούσε στο «χάνι» της Σαμαρίνας, παρουσία των κατοίκων της, το επίκαιρο τραγούδι του:

Πρωί Μεγάλη Παρασκευή 
αρχίσαν τα κανόνια
οι βάρβαροι οι Ιταλοί 
χαλούσαν την Αυλώνα
πάησαν για το Δυράχιο 
και τους Αγίους Σαράντα
πηγαίνουν για το Ελβασάν 
και το Λιασκοβίκι
πηγαίνουν για την Καστοριά 
και τη Θεσσαλονίκη.
Ήρθαν και σταματήσανε 
στης Κορυτσάς τα μέρη
είδαν τους Έλληνες 
εκεί με δοξασμένο στέμμα
είδαν σημαία ελληνική, 
τους έφυγε το αίμα
-Πανάθεμά σε, Μουσολίνι, 
εσύ θα είσαι αιτία
θα χάσουμε το κράτος μας 
κι όλη την Ιταλία.

Μιχάλης Ζ. Πλίτσης, 1993

Το τραγούδι ήταν σε ρυθμό χασάπικο και σκόρπιζε ρίγη πατριωτικού ενθουσιασμού στους Σαμαριναίους (…)».

* * *

Πάντοτε ήθελα να μάθω κάτι παραπάνω για τον περίφημο μουσικό της περιοχής μας Μπύτια, που εξαιτίας του Κ.Δούφλια γνώριζα. Αυτές τις μέρες τον βρήκα κι αλλού και πολύ χάρηκα. Ο Δημήτρης Πουλιόπουλος, γνωστός ως Μπύτιας ή Μπίντας ή Μπήτας, γράφτηκε στην Ιστορία, όχι μόνο της Μουσικής, χάρη στο ταλέντο του, που, καλλιεργώντας το, κέρδισε την αθανασία. 
«Η μουσική δεν είναι εφεύρεση του ανθρώπου, αλλά η κληρονομιά που του άφησαν τα ευλογημένα πνεύματα» έγραψε ο Ισπανός συνθέτης Τομάς Λουίς ντε Βικτόρια κι ο συντοπίτης μας μουσικός Μπύτιας ή Μπίτας ή Μπίντας ήταν ένα πραγματικά ευλογημένο πνεύμα, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία τόσα χρόνια μετά…
Κι η ταπεινότητά μου σήμερα, ευχαριστημένη που -επιτέλους- βρήκα κάτι παραπάνω για τον άρχοντα αυτόν της Μουσικής, ένιωσα μιαν ακόμη ανάγκη, να μπορούσα και να άκουγα κάτι από τη μουσική του, ωραία δε θα ‘τανε;

 Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

(*) Ξέρουμε πως η Νεάπολη Κοζάνης λεγόταν παλιά Ανασελίτσα και Λαψείστα. Για τον Δημήτρη Πουλιόπουλο, τον Μπύτια ή Μπίτα ή Μπίντα, είτε είναι από τη Νεάπολη είτε από την Καστοριά, ξέρουμε πως με τη μουσική του σκόρπισε απλόχερα τη χαρά σε όλη την περιοχή και γράφτηκε στην Ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα και με ιδιαίτερα τρυφερό τρόπο…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Φεβρουαρίου 2022, αρ. φύλλου 1114.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ