20.10.22

ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ: Για την υπόθεση της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

Τo τελευταίο χρονικό διάστημα το πολιτικό όσο και το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην περίπτωση της παρακολούθησης από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), του προέδρου του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη. 

Ο ίδιος ο πρόεδρος του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα, έχει ήδη προσφύγει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ζητώντας συγκεκριμένες απαντήσεις σχετικά με το ζήτημα της παρακολούθησης του. Πέραν όμως της καθαυτό πολιτικής-δημοσιογραφικής διάστασης του όλου ζητήματος, αναδεικνύεται και μία βαθύτερη διάσταση, την οποία και θα αποκαλέσουμε ως θεωρητική.

Ήσαν ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος εστίασε στην ανακοίνωση του για το ζήτημα των ‘επισυνδέσεων’ [1], το μείζον θέμα του περιώνυμου επιτελικού κράτους και των παράλληλων λειτουργιών του. 

«Παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του. Το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο. Το μοντέλο πρέπει συνεπώς να αλλάξει αμέσως. Αυτό είναι επιβεβλημένο για την παρούσα και κάθε μελλοντική Κυβέρνηση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βυθίζει τη χώρα σε θλιβερές όψεις του παρελθόντος, απώτερου και εγγύτερου. 

Στα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν συγκρίσεις, υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού. Περίμενα να αναφερθεί στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα ο Πρωθυπουργός αλλά δυστυχώς δεν το έκανε σήμερα» [2].

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η υπόθεση της παρακολούθησης άπτεται ακριβώς του μοντέλου κυβερνητικής λειτουργίας που επιλέχθηκε μετά την εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2019, και το οποίο μοντέλο κατά βάση υπήρξε συγκεντρωτικό, με την συγκέντρωση της εξουσίας να αφορά ένα στενό πυρήνα συνεργατών του πρωθυπουργού εντός του Μεγάρου Μαξίμου [3].

Υπό αυτό το πρίσμα, η υπόθεση της παρακολούθησης ενός πολιτικού αρχηγού, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα εκείνη η οποία συνέβαλλε στην ανάδειξη των δυσλειτουργιών [4] της επιτελικότητας στο «Κέντρο Διακυβέρνησης», δυσλειτουργιών όπως είναι η συγκέντρωση έως υπερ-συγκέντρωση αρμοδιοτήτων [5] από πρόσωπα όπως ο παραιτηθείς Γενικός Γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, την ύπαρξη μίας ιεραρχικής διάρθρωσης η οποία ενίοτε δυσχέραινε τις προσπάθειες παραγωγής πολιτικής, την εισπήδηση σε πεδία (βλέπε την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών), όπου απαιτείται η χρήση διαφορετικών εργαλείων άσκησης πολιτικής και ελέγχου. Μία τέτοια διαπίστωση, μας φέρει στον πυρήνα του προβλήματος. 

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ανέφερε στη δήλωση της 15ης Αυγούστου πως δεν γνώριζε ό,τι ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης παρακολουθούνταν. 

Εάν ο πρωθυπουργός ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος μετά τις αλλαγές του 2019, δεν ενημερώθηκε για το τι συνέβαινε, τότε, εν τοις πράγμασι παύει να υφίσταται η δικαιοδοσία και ο έλεγχος που ασκεί επί της ΕΥΠ (η υπαγωγή της ΕΥΠ στη δικαιοδοσία του πρωθυπουργού υπήρξε από τις πρώτες ενέργειες που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2019, και μάλιστα προβλήθηκε ως ισχυρό δείγμα επιτελικότητας), με αποτέλεσμα η επιτελικότητα στο «Κέντρο Διακυβέρνησης» να αλλοιώνεται θεσμικά και εκ των έσω, εκεί όπου τίθενται οι βάσεις για τη διαμόρφωση θυλάκων εντός κράτους που έχουν τη δυνατότητα να παραγάγουν τη δική τους πολιτική. 

Οι στοχευμένες και ορθές αναφορές του κυβερνητικού εκπροσώπου στον πολιτικό έλεγχο που ασκούν γραφεία πρωθυπουργών και προέδρων στις υπηρεσίες πληροφοριών σε διάφορες χώρες, παραβλέπουν τους μηχανισμούς ή αλλιώς, τις δικλείδες ασφαλείας που έχουν αναπτυχθεί σε αυτές τις χώρες, προκειμένου και η συνεργασία μεταξύ Υπηρεσίας Πληροφοριών και εποπτεύουσας αρχής να είναι αποδοτική, και επίσης, ο έλεγχος που ασκεί η εποπτεύουσα αρχή να είναι κατά τι αποτελεσματικός.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συγκριτική προσέγγιση που υιοθετείται για να δικαιολογήσει τις κυβερνητικές-πρωθυπουργικές ενέργειες [6], καθίσταται κατά βάση απλοϊκή, από την στιγμή όπου, αφενός μεν δεν αναμετράται με το πως έχουν αναπτυχθεί οι τιθέμενες δικλείδες ασφαλείας στις αναφερόμενες χώρες καθώς και με τις ενδεχόμενες διαφορές που μπορεί να προκύπτουν από χώρα σε χώρα και από μοντέλο σε μοντέλο, και, αφετέρου δε, αποφεύγει να θίξει το επίμαχο ζήτημα της αποσπασματικότητας με την οποία συντελέσθηκε η αλλαγή του 2019, ήτοι η υπαγωγή της ΕΥΠ υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργού. 

Της συγκεκριμένης κίνησης έπρεπε να προηγηθεί η διεξαγωγή μίας διεισδυτικής συζήτησης σε κοινοβουλευτικό επίπεδο ώστε να διαφανεί το ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μίας τέτοιας κίνησης υπό αυτή τη συγκυρία. 

Θεωρούμε πως είναι ορθή η στρατηγική του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής να επενδύσει πάνω στην κοινοβουλευτική του ομάδα ως καθαυτό πολιτικού-κοινοβουλευτικού εργαλείου [7] που θα διαχειρισθεί τον πολιτικό ανταγωνισμό σε κοινοβουλευτικό επίπεδο από τις 22 Αυγούστου και έπειτα. Παράγοντας πολιτικό λόγο, θέτοντας τα κατάλληλα ερωτήματα, και όντας την ίδια στιγμή, σχεδόν ‘υποχρεωμένη’ να υποβάλλει προτάσεις προς την κατεύθυνση βελτίωσης της κυβερνητικής επιτελικότητας. 


* * *

1. Όλη αυτή την περίοδο, λαμβάνει χώρα μία διαδικασία γλωσσικής αντικατάστασης, εκεί ό-που, ο περισσότερο ‘φορτισμένος’ πολιτικοϊδεολογικά, όρος ‘υποκλοπές’ αντικαθίσταται από τον όρο ‘επισυνδέσεις’ ο οποίος πρωτοχρησιμοποιήθηκε (ακριβώς για να δειχθεί το ‘νόμιμο’ της διαδικασίας παρακολούθησης) από τον κυβέρνηση και έκτοτε έχει κερδίσει χώρο στο δημόσιο λόγο, περιγράφοντας το καθεστώς της παρακολούθησης του αρχηγού του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής. 

2. Βλέπε σχετικά, "Βενιζέλος: Μεγάλο σφάλμα η θέση του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη", Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 08/08/2022. 

3. Μία ενδιαφέρουσα και πρώτη (ακόμη εκλείπει μία συστηματική, θεωρητικά-επιστημονικά, καταγραφή του επιτελικού κράτους και των χαρακτηριστικών του), καταγραφή του επιτελικού κράτους ή ορθότερα, της επιτελικότητας που προέκυψε στο "Κέντρο Διακυβέρνησης" (Παρασκευή Δραμαλιώτη), μας προσφέρει η εμπειρογνώμονας της Δημόσιας Διοίκησης Παρασκευή Δραμαλιώτη, η οποία αποδίδει έμφαση στα πλεονεκτήματα του αλλά και στις δυσλειτουργίες του, οι οποίες δεν αποκρύπτονται με διάφορους ευφημισμούς και με διάφορα τρικ. Όπως επισημαίνει, «επιχειρώντας να διακρίνουμε την επιτελικότητα στις κρατικές αρμοδιότητες, αυτή συνοψίζεται κυρίως στη δυνατότητα σχεδιασμού, νομοθέτησης και εφαρμογής δημόσιων πολιτικών. Επομένως, είναι απαραίτητη η διάκριση μεταξύ επιτελικών, εκτελεστικών και υποστηρικτικών αρμοδιοτήτων. Το πρόβλημα των χιλιάδων, λεπτομερών, ατάκτως ερριμμένων αρμοδιοτήτων των φορέων της δημόσιας διοίκησης είναι χαοτικό». Βλέπε σχετικά, Δραμαλιώτη, Παρασκευή, "Το επιτελικό κράτος. Ρυθμιστική συνοχή και συντονισμός στο Κέντρο Διακυβέρνησης", Πρόλογος: Κοντιάδης, Ι. Ξενοφών, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2021, σελ. 193-194. Θεωρητικά-επιστημονικά, ο όρος ‘επιτελικότητα’, είναι πιο δόκιμος από τον όρο ή την έκφραση ‘επιτελικό κράτος’ κυρίως γιατί ο δεύτερος υπονοεί την πραγματοποίηση μεταρρυθμιστικών τομών στο κράτος και στις δομές του, ως απαραίτητης προϋπόθεσης ώστε να φθάσουμε έως το σημείο να κάνουμε λόγο για ένα ‘επιτελικό κράτος’ εν συνόλω. Αυτές οι μεταρρυθμιστικές τομές όμως (πολύ σημαντικά και θέματα βήματα είχαμε προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός ‘ψηφιακού κράτους’) κατά τη διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης, εάν δεν εξέλιπαν (δεν πρέπει να είμαστε προδήλως αρνητικοί), τότε, δεν απέκτησαν κάποια ιδιαίτερη πολιτική δυναμική. 

4. Δύο βασικές δυσλειτουργίες της κυβερνητικής επιτελικότητας σχετίζονται τόσο με την έλλειψη διαφάνειας (εδώ θα συμπεριλάβουμε και την πραγματοποίηση τριμηνιαίων ελέγχων δράσης και επίτευξης στόχων) όσο και με την έλλειψη εσωτερικής αξιολόγησης των στελεχών εκείνων που κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας τους τιθέμενους στόχους, αναλαμβάνοντας σημαντικές και καίριες θέσεις εντός του νέου οργανογράμματος διακυβέρνησης. Στα σύγχρονα εγχειρίδια καλής και χρηστής διακυβέρνησης (βλέπε ΟΟΣΑ), η διαφάνεια και η λογοδοσία, ακόμη και επιμέρους πλευρές ενός συνολικού εγχειρήματος διακυβέρνησης, συνιστούν ‘βέλτιστες πρακτικές’ που πρέπει να υιοθετούνται, διαδραματίζοντας ρόλο στη συγκρότηση μίας διαφορετικής διοικητικής-πολιτικής κουλτούρας. 

5. Βέβαια, η νοούμενη και ως συγκέντρωση εξουσίας επιτελικότητα, συνυπήρξε με την οιονεί αναβάθμιση του ρόλου του υπουργικού συμβουλίου, όπως επίσης και με την μετατροπή των υπουργείων σε αυτοτελή και διασυνδεδεμένα κέντρα παραγωγής πολιτικής και κατευθύνσεων πολιτικής σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

6. Οι αναφορές του πρωθυπουργού στην αναγκαιότητα πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της ΕΥΠ αποτελούν άμεση και όχι έμμεση παραδοχή πως το επιλεχθέν μοντέλο ήσαν μη λειτουργικό. Για μία κωδικοποίηση των θέσεων του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής επί του συγκεκριμένου ζητήματος το οποίο έχει καταστεί η αιχμή της εν συνόλω αντιπολιτευτικής του δράσης, βλέπε και, Μάντζος, Δημήτρης, "Χωρίς φόβο και πάθος", Εφημερίδα "Στο Καρφί του Σαββατοκύριακου", 12/08/2022, σελ. 11. Όπως τονίζει ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, αυτό το ζήτημα είναι «ζήτημα ποιότητας της δημοκρατίας, σεβασμού του Συντάγματος και των θεσμών του κράτους δικαίου». Βλέπε σχετικά, Παπαθεοδώρου Θεόδωρος, "Επικίνδυνες ρωγμές", Εφημερίδα "Τα Νέα", 18/ 08/2022, σελ. 12.

7. Η ‘διεθνοποίηση’ του ζητήματος της παρακολούθησης από τον Νίκο Ανδρουλάκη (προσπάθεια εμπλοκής της Ευρωπαϊκής Ένωσης), θέτει στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν πλέον η εγχώρια πολιτική σκηνή με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα, τα οποία δεν ασκούν κάποιου είδους δημιουργική πίεση προς την κυβέρνηση, αλλά, εστιάζουν στην αναγκαιότητα πλήρους διαλεύκανσης της από τους εμπλεκόμενους φορείς, με τρόπο που να αρμόζει σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα που σέβεται το κράτος δικαίου που αποτελεί καταστατικό πυλώνα της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν διαβλέπουμε μέχρι στιγμής προϋποθέσεις διαμόρφωσης ενός σκηνικού «ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού», για να παραπέμψουμε στους Κώστα Ζαφειρόπουλο και Νίκο Μαραντζίδη, με την αποδοχή από πλευράς κυβέρνησης της πρότασης για κοινοβουλευτική διερεύνηση της υπόθεσης, να συνδράμει στην απορρόφηση των πολιτικών εντάσεων που ίσως βέβαια οξυνθούν σε μεταγενέστερο στάδιο. Συνιστά δείγμα επιφανειακής και μονοσήμαντης προσέγγισης το να γίνεται λόγος για την πρόκληση πολιτικών εξελίξεων (εκλογές; Παραίτηση κυβέρνησης και πρωθυπουργού; Ανασχηματισμός;) κάθε φορά που συντελούνται διεργασίες που προκαλούν το ευρύτερο ενδιαφέρον. Βλέπε σχετικά, Ζαφειρόπουλος Κώστας & Μαραντζίδης Νίκος, "Για το κομματικό σύστημα στη Μεταπολίτευση: Κριτικό Σημείωμα", Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 18, Νοέμβριος 2001, σελ. 129, Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: JRN-5381_TV63 43_05.pdf (grissh.gr)

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Σεπτεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1139.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ