10.10.22

ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΑΜΗ: Λένκω, η προσφυγοπούλα μπαλαρίνα


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 10.2.2022 | 1113


Ήταν προπαραμονή Xριστουγέννων και η λίμνη είχε γίνει κρύσταλλο από το τσουχτερό κρύο. Μόλις τελείωσε η γιορτή των νηπίων, πήραμε αμέσως το δρόμο για το νοσοκομείο. Ο αδερφός μου αρνήθηκε να βγάλει τη στολή του Άη Βασίλη, αφού είχε τον ομώνυμο κεντρικό ρόλο στην εκδήλωση και η μαμά μου δεν θέλησε να τον κακοκαρδίσει. Έτσι βρέθηκα να ταξιδεύω από Καστοριά προς Σαλονίκη παρέα με έναν Άγιο Βασίλη, ενώ ανάμεσά μας καθόταν η γιαγιά μου. Συνοδηγός ήταν η μητέρα μου σαν άψυχη κούκλα, αμίλητη, αγέλαστη, με βλέμμα σκοτεινό και απλανές. Έτσι ήταν από την προηγούμενη μέρα που ο γιατρός της ανακοίνωσε τη διάγνωση: «Σύνδρομο Ντουσέν. Σταδιακά παραλύουν όλοι οι μύες και για το 20 με 50% των ασθενών γύρω στα 20 με 30 έρχεται το τέλος». Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της και ένιωσε πως εκείνη τη στιγμή ήρθε το δικό της τέλος… Κάπου κάπου γύριζε το κεφάλι της στο πίσω κάθισμα και στη θέα του Άη Βασιλη πλημμύριζαν αμέσως τα μάτια της και έστρεφε ταυτόχρονα το βλέμμα στον ουρανό σαν να περίμενε κάτι.... 

Λίγο μετά τα διόδια, κατά μήκος της Εθνικής οδού, αντίκρισα ξαφνικά οδοιπόρους να βαδίζουν μέσα στo χιoνιά με κουρελιασμένα ρούχα και ταλαιπωρημένη όψη. Τα αυτοκίνητα τους προσπερνούσαν με κινηματογραφική ταχύτητα, ωστόσο τούτοι έδειχναν εξωτερικά απτόητοι. Έμοιαζαν σαν να έπαιρναν μέρος σε μαραθώνιο αγώνα και έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσουν στο τέρμα. Αργότερα κατάλαβα ότι αγωνίζονταν στο δικό τους μαραθώνιο ζωής... Ένα κοριτσάκι στην ηλικία μου έσπρωχνε ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι μ’ ένα μικρό αγοράκι μέσα κοντά στην ηλικία του αδερφού μου! Κοιτούσα απορημένη! -Τί κάνουν αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι; αναρωτήθηκα μεγαλόφωνα. -Είναι πρόσφυγες, ψυχή μου!, απάντησε η γιαγιά. -Και γιατί βρίσκονται εδώ; συνέχισα τις απορίες μου. -Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, είπε αναστενάζοντας η γιαγιά. Όχι παραμύθι, σαν αυτά που σου διαβάζω χρόνια τώρα, αλλά ολότελα αληθινή!

 «Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν σαν εσένα επτά χρονώ παιδάκι, πήρα με τους γονείς μου ένα καπνισμένο τρένο και ξεκίνησα για ένα ατέλειωτο ταξίδι που κράτησε αμέτρητα μερόνυχτα. Στοιβαγμένοι κάμποσοι σαν κι εμάς, χωρίς φαγητό, νερό, ρούχα, υπάρχοντα, χωρίς πατρίδα, χωρίς ελπίδα. Έπρεπε να εγκαταλείψουμε την Ελλάδα. Όσο πορευόταν ο συρμός, τόσο ο παγετός γινόταν αβάσταχτος. Σε κάθε στάση, πλησίαζαν άνθρωποι που δεν γνωρίζαμε τη λαλιά τους και και μας πρόσφεραν μαύρο ψωμί σαν πέτρα και νερό. Μόνο αυτό, αλλά μου φαινόταν λουκούμι σωστό μέσα στην πείνα που μ’ έζωνε. Φτάσαμε σε μια παγωμένη πόλη του Βορρά, με μαυρισμένη την ψυχή και την καρδιά μας, όχι όμως από την κάπνα της αμαξοστοιχίας...

Στριμωχτήκαμε σε κάτι παραπήγματα σαν αποθήκες. Κάθε οικογένεια σ’ ένα μόνο δώμα, που για πορτόφυλλο είχε πανί κρεμασμένο. Μπροστά από κάθε ύφασμα βρισκόταν ένα μικρό γκαζάκι. Εκεί η μάνα μου έφτιαχνε το ίδιο φαγητό κάθε μέρα, πατάτες βραστές. Για να πάω στο σχολείο έκανα μισή ώρα δρόμο μέσα σε λασπόνερα και το σιβηρικό ψύχος μούδιαζε ολάκερο το σώμα μου. Την πρώτη μέρα με πλησίασε στο διάλειμμα ένα κορίτσι με μαλαματένια μαλλιά και μάτια σαν να τα μπόλιασε η θάλασσα. Μου ’δωσε μισό από το κουλούρι της και μ’ έβαλε δίπλα της στο θρανίο. Ήταν η Ιρίνα. Την άλλη μέρα έκανα εγώ το ίδιο γι’ αυτήν και της πρόσφερα μισό από το δικό μου κουλούρι. Ένα αγόρι σαν άγγελος βημάτιζε καθημερινά δίπλα μου από το σπίτι στο σχολειό και πάλι πίσω, σαν πιστός φύλακας. Ήταν ο Βάνκας. Έμαθα πιάνο, μπαλέτο, διδάχθηκα όλους τους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς και ξένες γλώσσες. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινα άριστη μαθήτρια και πρώτη μπαλαρίνα. Ήμουν η Λένκω, η προσφυγοπούλα μπαλαρίνα... Εγώ, η Ιρίνα και ο Βάνκας γίναμε αχώριστοι φίλοι. Ολημερίς κάναμε όνειρα να ανακαλύψουμε όλο τον κόσμο! Αυτός να παίζει πιάνο και εμείς οι μπαλαρίνες να δίνουμε παραστάσεις! Ο προπαππούς σου έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο και είχαμε βολευτεί σ’ ένα μικρό σπιτάκι με κανονική πόρτα.

Έτσι κύλησαν 7 περίπου χρόνια, ώσπου ένα απόγιομα γύρισα σπίτι και η μάνα μου με συννεφιασμένο πρόσωπο δήλωσε ότι επιστρέφουμε στην Ελλάδα. Στην αποβάθρα των τρένων με αποχαιρέτησε η Ιρίνα με βουβά δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της. Μου ’δωσε ένα ολόκληρο κουλούρι. Ο Βάνκας με φίλησε στα μάγουλα που εκείνη την ώρα έκαιγαν από τα αναφιλητά, παρά τον παγωμένο βοριά που λυσσομανούσε.

Κι ύστερα ο γυρισμός... Άραγε επιστρέφει ποτέ κανείς; Μήπως και ο τόπος είναι σαν το ποτάμι; Μήπως δεν έφυγα ποτέ; Γιατί, όταν γύρισα, είχα την αίσθηση πως όσα έζησα αλλού ήταν ένα όνειρο. Βρεθήκαμε σε μια ερειπωμένη, πληγωμένη και καθημαγμένη Ελλάδα. Βίωσα 2η προσφυγιά, όμως τούτη τη φορά μέσα στην ίδια μου την πατρίδα! Ανέχεια, πείνα, απομόνωση, καχυποψία, πάλι από το μηδέν. Τρύπια παπούτσια, ρούχα παρτάλια και καρδιά πέτρα...Στην πλατεία του χωριού τους έλεγα για τον Τσέχωφ, τον Μότσαρτ, την Λίμνη των Κύκνων και με κοίταγαν σαν να έχω αποτρελαθεί. Ήμουν η Λενιώ, η αλαφροΐσκιωτη...Ένα πρωινό ο πατέρας μου κοιτάζοντας χαμηλά ξεστόμισε ότι μ’ είχε δει ο γιος του κυρ – Τάκη από την πόλη και θέλει να περάσουμε βέρες. Τόλμησα να ψελλίσω πως είμαι μόνο 15 χρόνων! Σε λίγους μήνες φόρεσα στεφάνι. Έθαψα βαθιά μέσα μου τις αναμνήσεις από την Ιρίνα και τον Βάνκα και η έγινα πρόσφυγας καρδιάς! Έτσι, έγινα η Ελενίτσα, η γιαγιά... και έχω εσένα, που στα λαμπερά μάτια σου και το συνεσταλμένο βλέμμα σου βλέπω τον εαυτό μου, μικρή μου!».

Τούτη τη στιγμή ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω πως την αγαπώ, αλλά στο λαιμό μου ένιωθα σαν να έχει σταθεί ολάκερο καρύδι με το τσόφλι του. Λαχταρούσαν τα σωθικά μου, έβλεπα θολά και στις κόγχες τρεμούλιαζαν τα δάκρυα. Η γιαγιά μου πρόσφυγας; σκεφτόμουν. Δίχως φαγητό, σπίτι, πατρίδα...Κρύφτηκα στην αγκαλιά της και προσποιήθηκα πως κοιμάμαι. Όλοι μας μπορεί να γίνουμε κάποτε πρόσφυγες, αναλογίστηκα… Η μητέρα μου όμως ξέσπασε σαν καταιγίδα! Δεν θωρούσα το πρόσωπό της, αφουγκραζόμουν όμως τον λυγμό της και το γοερό της κλάμα. Ο πατέρας μου, δωρικός και ψύχραιμος, όπως πάντα, συνέχισε την οδήγηση. «Κάνε κουράγιο! Έχε πίστη στον Παντοδύναμο…» την εμψύχωσε η γιαγιά.

Με την άφιξή μας στο νοσοκομείο, συναντήσαμε στα σκαλιά της εισόδου ένα κοριτσάκι που έμοιαζε μ’ αυτό που ’χα δει στο δρόμο πριν. Αμέσως έβγαλα από τις τσέπες μου μια χριστουγεννιάτικη χαρτοπετσέτα γεμάτη μελομακάρονα, λάφυρα από την γιορτή των νηπίων, και της τα ’δωσα. Τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια της είχαν καρφωθεί στον αδερφούλη μου. Τότε αυτός πήρε το σταυρουδάκι από τον κόρφο του και της το πέρασε στο λαιμό. «Για να σε φυλάει η Παναγίτσα!» της είπε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της γιαγιάς Μαρίας, όταν μας ξεπροβόδισε το πρωί και του το φόρεσε. Η μικρή προσφυγοπούλα έλαμψε ολόκληρη από το απρόσμενο δώρο του Άη Βασίλη και τον έσφιξε τόσο δυνατά στην αγκαλιά της, που τα μάγουλά του έγιναν ένα με την κατακόκκινη στολή του. Η γιαγιά μου έσκυψε, της χάιδεψε τα μαλλιά, της ψιθύρισε κάτι μυστικά στο αυτί για παρηγοριά και την γλυκοφίλησε. Σε λίγο η πόρτα του νοσοκομείου σφάλισε και πίσω της χάθηκε ο Άη Βασίλης. Σφράγισε και η ψυχή μας και απομείναμε να κρατά η μία το χέρι της άλλης κοιτάζοντας την προσφυγοπούλα... Έτρωγε με λαχτάρα τις χριστουγεννιάτικες λιχουδιές και έστω για λίγο έδειχνε να ’χει σβήσει ο φόβος από την όψη της. «Μη λιγοψυχάς! Μετά την μπόρα προβάλλει το ουράνιο τόξο, να το ’χεις στο νου αυτό όλη σου τη ζωή!» μου ’δωσε δύναμη η γιαγιά. Άραγε η προσφυγοπούλα θα δει ποτέ τα χρώματα της ίριδας; συλλογίστηκα...

Aνήμερα Πρωτοχρονιάς και το τηλέφωνο δε σταμάταγε να χτυπάει. Όμως τούτη τη φορά η μητέρα μου δε δεχόταν ευχές για την γιορτή του μπαμπά, παρά μόνο έλεγε και ξανάλεγε : «Δόξα σοι ο Θεός! Το παιδί είναι καλά. Λάθος διάγνωση». Την ίδια στιγμή μια εικόνα στην τηλεόραση έκανε το γύρο του κόσμου...το άψυχο κορμάκι ενός μικρού προσφυγόπουλου στα χέρια ενός διασώστη. Το ξέβρασε η ανταριασμένη θάλασσα ενός ελληνικού νησιού, που αντί για γη της επαγγελίας έγινε υγρός τάφος γι’ αυτό. Έσφιξα τα μάτια μου και δάγκωσα τα χείλη μου μη τυχόν μου φύγει ο λυγμός. Όμως η καρδιά μου φτερούγιζε από τα χαρμόσυνα λόγια της μαμάς...Αχ ψυχή μου, πόση ευτυχία και πόσο πόνο συνάμα μπορείς ν’ αντέχεις;

Κόντευε η ώρα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Ακούστηκε ένας δυνατός χτύπος στην πόρτα και όρμησαν οι παππούδες μου χορεύοντας μ’ ένα τοπικό παραδοσιακό τακίμι με χάλκινα και πνευστά όργανα! Γιόμισε το σπιτικό χαρά και ήχους. «Στην ξενιτιά λησμονιά θα έβρω μάνα μου.. Ο λε λε λε...Ο λε λε λε λε μάνα μου... Στην ξενιτιά μανούλα μου αρρώστησα...» τραγουδούσαν. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδα τη γιαγιά να χορεύει. Την αγκάλιαζε η ματιά μου και στιγμές στιγμές θαρρείς πως δεν ήταν η Ελενίτσα η γιαγιά, αλλά η Λένκω η προσφυγοπούλα μπαλαρίνα, που στροβιλιζόταν σε ρυθμούς και μελωδίες ευτυχίας... 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Φεβρουαρίου 2022, αρ. φύλλου 1113.

Σχετικά: 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ